Δευτέρα , 23 Δεκέμβριος 2024

Το σαγηνευτικό μυστήριο με τους Στύλους του Ολυμπίου Διός και μια αινιγματική φωτογραφία του 19ου αιώνα

Ερευνητές, ακαδημαϊκοί, αρχαιολόγοι, ιστορικοί και όσοι έχουν αυτή την ακόρεστη επιστημονική περιέργεια να τους τρώει σαν σαράκι ξέρουν καλά τη συγκίνηση του να κυνηγάς έναν ανεξήγητο γρίφο.

Ένα από αυτά τα δισεπίλυτα αινίγματα που μοιάζουν σπαζοκεφαλιές, πόσο μάλλον όταν μιλάμε για κάτι ξακουστό που μας έρχεται από την αρχαιότητα και έχει μπει πολλάκις στο μικροσκόπιο της επιστημονικής ανάλυσης.

Ο λόγος για τον δικό μας Ναό του Ολυμπίου Διός, ένα από τα χαρακτηριστικά ορόσημα της πόλης των Αθηνών, την εικόνα του οποίου ξέρουμε όλοι καλά και από μνήμης. Ο μεγαλύτερος άλλοτε ελληνικός ναός κατά τα ελληνιστικά και ρωμαϊκά χρόνια άρχισε να χτίζεται στην εποχή του Πεισίστρατου, κατά τον 6ο αιώνα π.Χ., η κατασκευή του ακολούθησε ωστόσο κατά πόδας όλες τις τραγικές περιπέτειες της αθηναϊκής πολιτείας, τη μακεδονική κυριαρχία και κατόπιν τον ρωμαϊκό ζυγό.

Και δεν θα ολοκληρωνόταν τελικά παρά τον 2ο αιώνα μ.Χ. από τον αυτοκράτορα Αδριανό που τόσο μαγεύτηκε και αγάπησε το ελληνικό μεγαλείο. Κολοσσιαίο σε διαστάσεις, το Ολυμπιείο, όπως ήταν γνωστό εναλλακτικά, έφερε 104 κίονες κορινθιακού ρυθμού, αν και σήμερα στέκουν όρθιοι μόλις μια χούφτα από αυτούς.

Ως ένδοξο ερείπιο τον ξέρουμε εξάλλου εμείς, απομεινάρι μιας άλλης ξακουστής εποχής. Οι ιστορικοί υποθέτουν πως ο μεγαλοπρεπής ναός πρέπει να καταστράφηκε κατά τη διάρκεια των βυζαντινών χρόνων και το πεντελικό του μάρμαρο να χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή άλλων κτισμάτων.

Η πρώτη και εκτεταμένη ανασκαφή του έλαβε χώρα την περίοδο 1889-1896 από τη Βρετανική Αρχαιολογική Σχολή της Αθήνας, ακολούθησε μία το 1922 από ομάδα γερμανών αρχαιολόγων και το 1960 ολοκληρώθηκε από την αρχαιολογική ομάδα του Ιωάννη Τραυλού.

Έκτοτε έχει περάσει στις συνειδήσεις μας ως άλλο ένα καταστραμμένο δείγμα της ξακουστής αρχιτεκτονικής των προγόνων μας, αφήνοντάς το στην πάλλευκη αταραξία του. Εκτός ίσως από κείνη την παθιασμένη κουβέντα για το αν είναι «στύλοι» ή «στήλες» του Ολυμπίου Διός που μας απασχόλησε σχετικά πρόσφατα.

Τα χρόνια πέρασαν όμως και μόλις πέρυσι, το 2017, ένας βρετανός συγγραφέας και ερευνητής ονόματι Paul M.M Cooper σκόνταψε πάνω σε ένα μυστήριο. Γεννημένος στο Λονδίνο και με δύο πτυχία στα χέρια του, ο Cooper γράφει μπεστ-σέλερ βιβλία (όπως το «River of Ink») που πατούν γερά πάνω στην Ιστορία.

Σε μια τέτοια προσωπική μελέτη λοιπόν έπεσε πάνω σε μια φωτογραφία με ζωή 160 ετών. Μια φωτογραφία που έδειχνε τους Στύλους του Ολυμπίου Διός όπως δεν τους είχε ξαναδεί κανείς! Τι ήταν αυτό το περίεργο προσάρτημα στην κορυφή αυτού που απέμενε πια από τον Ναό του Ολυμπίου Διός;

Η αναζήτηση θα τον οδηγούσε στην αποκάλυψη της πραγματικής ιστορίας ενός σωστού αρχιτεκτονικού θρίλερ. Το οποίο ξεδίπλωσε μάλιστα δαιμόνια στο Twitter, σε μια σειρά από «τιτιβίσματα», μετατρέποντας το κοινωνικό μέσο σε αιχμή του δόρατος της ιστορικής μελέτης.

Ό,τι ακολουθεί, είναι ένα τρενάκι αποκαλύψεων με σπασμένα τα φρένα…

Μια εικόνα του ναού ολότελα διαφορετική

Ο Cooper ξεκινά την ηλεκτρονική του αφήγηση παραθέτοντας μια φωτογραφία του 1858 από τον Ναό του Ολυμπίου Διός στην Αθήνα, μια «απίστευτη φωτογραφία», όπως σπεύδει να τη χαρακτηρίσει. Την εικόνα που τον έκανε να ψάξει το θέμα βαθύτερα…

«Αυτό που μου τράβηξε την προσοχή ήταν αυτό το παράξενο εξόγκωμα στην κορυφή. Έμοιαζε πραγματικά περίεργο και δεν κολλούσε με το υπόλοιπο κτίριο», παρατηρεί στην ιστορική εικόνα του 1858.

«Και δεν ταιριάζει επίσης με τις αναπαραστάσεις του πώς έδειχνε αρχικά το κτίριο», σημειώνει, παραθέτοντας τη σχετική εικόνα.

Και τώρα είναι ώρα να ξεδιπλωθεί το μυστήριο σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια: «Πίστεψα πως βρήκα την απάντηση όταν βρήκα ένα ακριβές αντίτυπο της εικόνας, αλλά με το εξόγκωμα να λείπει. Όλοι οι άνθρωποι κ.λπ. είναι στις ίδιες θέσεις, αλλά κανένας περίεργος όγκος στην κορυφή».

«Πίστεψα πως είχα βρει την απάντηση», επιμένει, «κάποιος είχε μοντάρει την αυθεντική φωτογραφία, προσθέτοντας ένα περίεργο κομμάτι ερειπίων στην κορυφή για να το κάνει να φαίνεται ψηλότερο και πιο επικό». Και εκεί που πήγε να ηρεμήσει, η συνέχιση της έρευνας έβγαλε «λαβράκι»…

«Αυτό μέχρι να δω αυτόν τον πίνακα του 1833 του Johann Michael Wittmer».

«Να το πάλι», λέει με έκπληξη κάνοντας κοντινό στον πίνακα.

«Και όταν είδα αυτή τη φωτογραφία του 1862 από άλλη γωνία, ήταν πια προφανές πως το εξόγκωμα είναι κοπεί από την άλλη φωτογραφία, όχι προστεθεί στην πρώτη». Οι βάσεις της πραγματικότητας είχαν ήδη μπει…

«Αποδείχτηκε πως ήταν οι χριστιανοί ασκητές γνωστοί ως στυλίτες, ή ‘‘άγιοι των στύλων’’, η εξήγηση. Οι στυλίτες πίστευαν πως το να ζουν στην κορυφή ψηλών στύλων τους έφερνε πιο κοντά στον Θεό και προκαλούσε ταυτοχρόνως ιερή σωματική εξασθένιση, εξιλεώνοντας τις αμαρτίες τους».

«Κάποια στιγμή από την καταστροφή του ναού τον 3ο αιώνα μέχρι και την εξέτασή του από τους αρχαιολόγους κατά τον 19ο αιώνα, οι στυλίτες είχαν χτίσει επίπονα μια μικρή πέτρινη καλύβα στην κορυφή των κατεστραμμένων στύλων του ναού».

«Σε αυτό το άρθρο του 1922 ‘‘η δόξα που ήταν η Ελλάδα’’, ο Alexander Wilbourne περιγράφει τις διηγήσεις των ντόπιων που έκαναν λόγο για μια μακρά σειρά από στυλίτες που έζησαν στην κορυφή του ναού και τους έφερναν φαγητό και νερό με σχοινιά και κουβάδες», παρατηρεί.

«Περιγράφει ακόμα και τη συνάντηση με έναν παλιό Αθηναίο που θυμόταν να παίρνει προσφορές από ψωμιά και φρούτα για να τα στείλει πάνω στους στυλίτες του ναού του Διός, οι οποίοι κατέβαζαν κουβά για να τις παραλάβουν».

«Μετά την ανεξαρτησία της Ελλάδας από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, έγιναν προσπάθειες στον 19ο αιώνα ώστε να ενδυναμωθεί η εθνική ταυτότητα επιστρέφοντας στο μεγαλείο του ελληνικού παρελθόντος. Κι έτσι στα μάτια των ελληνικών αρχών, η χριστιανική προσθήκη έπρεπε να φύγει».

«Η δεύτερη εικόνα που σας έδειξα λοιπόν είναι μέρος αυτής της προσπάθειας να σβηστεί η παρουσία των στυλιτών από το αρχείο. Αν κοιτάξετε καλά, μπορείτε να δείτε τα κενά από το σβήσιμο της καλύβας τους».

«Αυτή είναι λοιπόν η αυθεντική φωτογραφία του ναού του Ολυμπίου Διός, με την καλύβα των στυλιτών και τα πάντα».

«Είναι πάντα ενδιαφέρον να δεις πώς τα ερείπια χρησιμοποιούνται πολιτικά και πώς κατασκευάζουν και ενδυναμώνουν ιδέες ταυτότητας», καταλήγει.

Αυτούς τους καρπούς απέδωσε η έρευνά του για ένα μνημείο της Αθήνας που δύσκολα μπορείς να φανταστείς αλλιώς…


Πηγή