Κατά το ισχύον Σύνταγμα κατοχυρώνεται ρητώς το πολιτικό δικαίωμα των Ελλήνων πολιτών, που δικαιούνται να συμμετέχουν στην εκλογική διαδικασία, να ιδρύουν και να συμμετέχουν σε πολιτικά κόμματα, η οργάνωση και η δράση των οποίων «οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος» (άρθρο 29 παρ. 1).
Όπως είναι γνωστό, η δεοντολογικού περιεχομένου επιταγή του Συντάγματος ως προς την οργάνωση και δράση των πολιτικών κομμάτων, η «δημοκρατική ρήτρα» δηλαδή του άρθρου 29 Σ, παρέμεινε για πολλές δεκαετίες από τη θέσπιση της διάταξης μέχρι πρόσφατα σχετικά αδρανής, αφού πρακτικά η κοινή νομοθεσία περιορίστηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα απλώς στην αναφορά στην ιδρυτική δήλωση των κομμάτων δήλωσης σεβασμού της συνταγματικής υποχρέωσης.
Αυτή η πρακτική θεωρήθηκε εν πολλοίς επιβεβλημένη ενόψει της δραματικής ιστορικής εμπειρίας (απαγόρευση του ΚΚΕ, η οποία έληξε το πρώτον το 1974), κατ’ επίκληση των προπαρασκευαστικών εργασιών του Συντάγματος 1975, στη διάρκεια των οποίων συζητήθηκε και αποκλείσθηκε η εκδοχή πρόβλεψης μηχανισμού απαγόρευσης κομμάτων, αλλά και της αναποτελεσματικότητας που παρατηρήθηκε σε σχέση με την εφαρμογή ανάλογων περιορισμών σε άλλες έννομες τάξεις. Έτσι, κατά το Σύνταγμα έγινε σαφής επιλογή, η οποία διαφοροποιείται από την επιλογή άλλων εννόμων τάξεων και ιδίως του Θεμελιώδους Νόμου της Βόννης, στο άρθρο 21 παρ. 2 επ. του οποίου ρυθμίζεται εκτενώς η επιβολή σχετικών απαγορεύσεων με απόφαση του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου.
Περιορισμοί σε συνάρτηση με τη δράση πολιτικών κομμάτων επιβλήθηκαν σε πρώτο στάδιο με τον Ν. 4304/2014 ως προς τα θέματα κρατικής χρηματοδότησης και στη συνέχεια με τον Ν.4804/2021, με τον οποίο ρυθμίσθηκαν μεταξύ άλλων οι προϋποθέσεις συμμετοχής κομμάτων στην διαδικασία βουλευτικών εκλογών. Με το άρθρο 93 Ν.4804/2021, ο οποίος ψηφίσθηκε με ευρεία συναίνεση, τροποποιήθηκε η εκλογική νομοθεσία (άρθρο 32 π.δ. 26/2012) και ορίσθηκε ότι δικαίωμα κατάρτισης συνδυασμού ενός ή περισσοτέρων πολιτικών κομμάτων για τη συμμετοχή στις βουλευτικές εκλογές έχουν όσα πολιτικά κόμματα: «α) ιδρύθηκαν νόμιμα, και β) ο πρόεδρος, ο γενικός γραμματέας, τα μέλη της διοικούσας επιτροπής και ο νόμιμος εκπρόσωπος δεν έχουν καταδικασθεί: βα) σε κάθειρξη για τα αδικήματα των κεφαλαίων 1-6 του Δεύτερου Βιβλίου του Ποινικού Κώδικα ή ββ) σε οποιαδήποτε ποινή για εγκλήματα του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα που επισείουν την ποινή της ισόβιας κάθειρξης ή βγ) σε ισόβια κάθειρξη για κάθε άλλο αδίκημα. Η αποστέρηση του δικαιώματος κατάρτισης συνδυασμών, σύμφωνα με την παρούσα περίπτωση, ισχύει για τη χρονική διάρκεια της επιβληθείσας ποινής. Το χρονικό διάστημα αποστέρησης του δικαιώματος κατάρτισης συνδυασμών υπολογίζεται από την επομένη της ημέρας της οριστικής καταδικαστικής απόφασης. Η έκτιση ή μη της ποινής ή η παραγραφή αυτής δεν ασκεί επιρροή στον υπολογισμό του ανωτέρω χρονικού διαστήματος.».
Ήδη, η τροπολογία που συζητείται αφορά στην τροποποίηση της διάταξης αυτής ως προς τα εξής βασικά σημεία:
(α) Προστίθεται στις περιπτώσεις καταδίκης, που ενεργοποιούν την απαγόρευση συμμετοχής στις βουλευτικές εκλογές, η περίπτωση της «πραγματικής ηγεσίας». Παράλληλα, διευκρινίζεται ρητώς η έννοια της πραγματικής ηγεσίας, ως η περίπτωση κατά την οποία «πρόσωπο άλλο από εκείνο που κατέχει τυπικά θέση προέδρου, γενικού γραμματέα, μέλους της διοικούσας επιτροπής ή νομίμου εκπροσώπου με συγκεκριμένες πράξεις του εμφανίζεται να ασκεί διοίκηση του κόμματος, ή να έχει τοποθετήσει εικονική ηγεσία, ή να έχει τον ηγετικό πολιτικό ρόλο προς το εκλογικό σώμα.»
(β) Καθορίζονται κριτήρια για την κρίση περί του σεβασμού της δημοκρατικής ρήτρας, και στο πλαίσιο αυτό προβλέπεται ειδικότερα ότι για την αξιολόγηση λαμβάνεται υπ’ όψιν τυχόν καταδίκη σε οποιονδήποτε βαθμό υποψηφίων βουλευτών, ή ιδρυτικών μελών, ή διατελεσάντων προέδρων για τα αδικήματα και στις ποινές των μελών της ηγεσίας του κόμματος που οδηγούν σε αποκλεισμό από την εκλογική διαδικασία.
(γ) Ρυθμίζεται διαδικασία ελέγχου του σεβασμού της δημοκρατικής ρήτρας, όπως άλλωστε εν γένει για τη συνδρομή των όλων των προϋποθέσεων της διάταξης και προβλέπεται για το σκοπό αυτό αυτεπάγγελτος έλεγχος από το Α’ Τμήμα του Αρείου Πάγου, με δυνατότητα υποβολής υπομνημάτων από κάθε ενδιαφερόμενο εντός τακτής προθεσμίας.
Σχετικά με τις αλλαγές που προτείνονται ως άνω παρατηρούνται τα εξής:
(α) Οι μηχανισμοί αποκάλυψης παρένθετων προσώπων σε διαδικασίες συμμετοχής σε συναλλαγές δεν είναι άγνωστοι στο Δίκαιο, απολήγουν δε υπό προϋποθέσεις στην αναγνώριση κοινής ευθύνης όλων των συμμετεχόντων, άρα επέκτασης των εννόμων συνεπειών. Βεβαίως, η σύγκριση της πολιτικής διαδικασίας με διαδικασίες συναλλαγών δεν είναι καθόλου γραμμική ή αυτονόητη. Αποδεικνύεται ωστόσο από μία τέτοια σύγκριση ότι η έννομη τάξη δεν μπορεί να ανέχεται χωρίς συνέπειες τεχνικές παράκαμψης των κανόνων που ισχύουν. Από την άλλη πλευρά, τυχόν ενεργοποίηση μίας τέτοιας διάταξης για το πεδίο της εκλογικής αντιπαράθεσης επιβάλλει αυξημένες υποχρεώσεις αιτιολογίας των σχετικών κρίσεων εκ μέρους των αρμοδίων Δικαστηρίων.
(β) Με την προσθήκη της προϋπόθεσης σεβασμού της δημοκρατικής ρήτρας, η προτεινόμενη διάταξη διαφοροποιείται ουσιωδώς από το νομικό πλαίσιο, το οποίο μέχρι σήμερα έχει υιοθετηθεί. Στην πραγματικότητα, για πρώτη φορά προβλέπεται ότι θα ενεργοποιείται πρακτικά ένας μηχανισμός που ταιριάζει στην αντίληψη της «μαχόμενης δημοκρατίας».
Η άσκηση της σχετικής αρμοδιότητας, λαμβάνοντας υπόψη όλα όσα προαναφέρθηκαν και συνδέονται με το ιστορικό πλαίσιο διαμόρφωσης των συνταγματικών κανόνων, επιβάλλει σίγουρα στους αρμόδιους Δικαστές ένα σύνθετο έργο, το οποίο εξίσου με όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω υπό (α) προϋποθέτει τεκμηρίωση των σχετικών αποφάσεων. Παρέχοντας συγκεκριμένα κριτήρια, τα οποία συναρτώνται με εγκληματικές συμπεριφορές και τον ποινικό κολασμό τους, ο νομοθέτης οριοθετεί με σαφή τρόπο την ανάγκη φειδωλής ενεργοποίησης των σχετικών απαγορεύσεων. Με αυτόν τον τρόπο επιδιώκεται η αναγκαία και ζητούμενη ισορροπία ανάμεσα στην ελευθερία, την προστασία της αξίας του ανθρώπου (άρθρο 2 παρ. 1 Σ) και τον σεβασμό λοιπών συνταγματικά προστατευόμενων αγαθών. Η προτεινόμενη διάταξη νοείται έτσι ως ενεργοποίηση της δημοκρατικής ρήτρας του άρθρου 29 παρ. 1 Σ και όχι ως παράβαση του Συντάγματος.
Άλλωστε, οι περιορισμοί που επιδιώκεται να επιβληθούν δεν αφορούν στο δικαίωμα του εκλέγεσθαι, το οποίο περιορίζεται αποκλειστικά και μόνον σύμφωνα με όσα προβλέπονται στο άρθρο 51 παρ. 3 Σ (μεταξύ άλλων, αμετάκλητη ποινική καταδίκη για ορισμένα εγκλήματα), αλλά συνιστούν περιορισμούς ως προς τη δυνατότητα εκμετάλλευσης της δυναμικής που παρέχει η οργάνωση του κόμματος στο πλαίσιο της εκλογικής αναμέτρησης, αποβλέποντας στη διαφύλαξη της βασικής κανονιστικής επιλογής του Συντάγματος, που είναι ο σεβασμός της αξίας του ανθρώπου στο πλαίσιο της δημοκρατικής τάξης.
(γ) Κεντρική σημασία για την αξιολόγηση του προτεινόμενου πλαισίου έχει η θεσμική οργάνωση της εφαρμογής των νέων διατάξεων. Η ανάθεση της σχετικής αρμοδιότητας στο Α’ Τμήμα του Αρείου Πάγου είναι εύλογη, επειδή αρμοδιότητες για την επίλυση δημοσίου δικαίου διαφορών πολιτικών κομμάτων ήδη ασκούνται από το Τμήμα αυτό. Θα ήταν σκόπιμο ίσως να συμπληρωθεί το πλαίσιο με σαφείς δικονομικής φύσεως κανόνες για την επίλυση σχετικών διαφορών που μπορεί να ανακύπτουν.
*Η Αικατερίνη Ν. Ηλιάδου είναι Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ
Πηγή