«Σημαντική ύφεση της ελληνικής οικονομίας» προβλέπει για το τρέχον έτος το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στην έκθεσή του για το πρώτο τρίμηνο του 2020 που μόλις δόθηκε στη δημοσιότητα.
Ειδικότερα, αναμένεται σημαντική μείωση της οικονομικής δραστηριότητας και σημαντική επιδείνωση του δημοσιονομικού αποτελέσματος και του δημόσιου χρέους.
Το κακό είναι πως τα δεδομένα αποτυπώνουν ανάγλυφα ήδη μια αρνητική εικόνα για την πορεία της οικονομίας μας λόγω του κορονοϊού, ωστόσο «οι μεγαλύτερες επιπτώσεις αναμένεται να εκδηλωθούν πλήρως στη διάρκεια του δεύτερου τριμήνου» όπως τονίζει ο συντονιστής στο Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή Φραγκίσκος Κουτεντάκης.
Τα μέχρι στιγμής δεδομένα δείχνουν μείωση του πληθωρισμού και διεύρυνση του ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
Στην δε αγορά εργασίας δεν έχουν δημοσιευτεί στοιχεία απασχόλησης και ανεργίας μετά τον Φεβρουάριο, ωστόσο οι ροές μισθωτής απασχόλησης του συστήματος Εργάνη για τον Μάρτιο και Απρίλιο καταγράφουν μια δραματική μείωση των προσλήψεων που αναμένεται να αποτυπωθεί στο ποσοστό ανεργίας των επόμενων μηνών.
Τα δημοσιονομικά στοιχεία του πρώτου τριμήνου δείχνουν υστέρηση 1,3 δις ευρώ σε σχέση με τα περσινά επίπεδα και αναμένεται να διευρυνθεί στους επόμενους μήνες.
Τα θετικά στοιχεία
Στα θετικά στοιχεία περιλαμβάνεται το γεγονός ότι επιτεύχθηκε η άρση του περιορισμού για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5%, το να μη συμπεριληφθούν όλες οι δημοσιονομικές δαπάνες στον ορισμό του πρωτογενούς πλεονάσματος και η επιτυχημένη πρόσβαση στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίου, με την έκδοση επταετούς ομολόγου και τις εκδόσεις εντόκων γραμματίων με σχετικά χαμηλές αποδόσεις.
Τα ανωτέρω δείχνουν τη σχετική διατήρηση της αξιοπιστίας της ελληνικής οικονομίας από τους διεθνείς επενδυτές και ότι το ελληνικό δημόσιο διατηρεί ακέραια την πρόσβαση στον εξωτερικό δανεισμό, υποβοηθούμενο από τη συμμετοχή των ελληνικών κρατικών ομολόγων στο νέο έκτακτο πρόγραμμα αγοράς στοιχείων ενεργητικού λόγω πανδημίας της ΕΚΤ.
Σύμφωνα με τους συντάκτες της έκθεσης, η πανδημία του Covid-19 φαίνεται να μπαίνει σε φάση ύφεσης και οι περισσότερες χώρες του κόσμου ακολουθούν πολιτικές σταδιακού ανοίγματος των οικονομικών δραστηριοτήτων και άρσης των περιοριστικών μέτρων.
Παράλληλα, ολοκληρώνεται η πρώτη φάση των οικονομικών παρεμβάσεων «έκτακτης ανάγκης» που κάλυψαν προσωρινά τις εισοδηματικές απώλειες εργαζομένων και επιχειρήσεων και ανέστειλαν την πληρωμή φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων. Ωστόσο, η επερχόμενη κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας θα απαιτήσει ένα νέο κύκλο παρεμβάσεων, με στόχο το περιορισμό της έντασης και της διάρκειας της ύφεσης.
Τι θα πρέπει να γίνει
Οι οικονομικές παρεμβάσεις θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι τα προβλήματα που δημιούργησε η κρίση του κορωνοϊού δεν θα οδηγήσουν σε μόνιμη υποβάθμιση των παραγωγικών δυνατοτήτων της χώρας.
Δηλαδή, θα πρέπει να αποφευχθεί μια παρατεταμένη αύξηση της ανεργίας, μια συνεχιζόμενη κάμψη των επενδύσεων και μια νέα γενιά μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Επιπλέον, οι παρεμβάσεις θα πρέπει να στοχεύουν στη δημιουργία μιας πιο ανθεκτικής και εξωστρεφούς οικονομίας με έμφαση σε δραστηριότητες υψηλής προστιθέμενης αξίας και ειδικευμένης εργασίας.
Παράλληλα, θα πρέπει να ενισχυθούν οι ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης προκειμένου να διασφαλιστεί η γρήγορη επιστροφή στην αγορά εργασίας των εργαζομένων που θα βρεθούν στην ανεργία λόγω της κρίσης του κορωνοϊού.
Η έκθεση αναφέρει ότι ένα ζήτημα που δεν έχει συζητηθεί αρκετά, αφορά το επιπρόσθετο κόστος που προκαλούν οι παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση της πανδημίας.
Σύμφωνα με το πρόγραμμα σταθερότητας που κατέθεσε η κυβέρνηση στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το άμεσο δημοσιονομικό βάρος των μέτρων που έχουν ληφθεί μέχρι σήμερα, χωρίς τις εγγυήσεις, φτάνει τα 10 δις ευρώ, δηλαδή 5,35% του ΑΕΠ.
Με δεδομένες τις σχετικές υποθέσεις για το μέγεθος της ύφεσης (-4,7% στο βασικό σενάριο) το πρωτογενές αποτέλεσμα του 2020 αναμένεται να διαμορφωθεί σε έλλειμμα 1,9% του ΑΕΠ και το χρέος σε 188,8% του ΑΕΠ.
Η δημοσιονομική ισορροπία αναμένεται να αποκατασταθεί όταν η οικονομία επανέλθει στα κανονικά της επίπεδα. Ωστόσο, το αυξημένο δημόσιο χρέος δεν θα εξαλειφθεί αυτόματα με την επιστροφή σε πρωτογενή πλεονάσματα.
Αυτό με τη σειρά του θέτει δύο κρίσιμα ζητήματα:
- Το πρώτο είναι ότι δύσκολα μπορεί να προβλεφθεί ο χρόνος που θα χρειαστεί αυτή η επαναφορά του λόγου χρέους προς ΑΕΠ στα προ κορωνοϊού επίπεδα, στο μεσοδιάστημα της οποίας η χώρα θα βρεθεί εκτεθειμένη στις αβεβαιότητες των διεθνών αγορών. Για αυτόν τον λόγο θα πρέπει να διασφαλιστεί, κυρίως από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η δυνατότητα χρηματοδοτικής στήριξης των πιο ευάλωτων χωρών και να δοθεί επαρκής χρόνος ώστε να αποκαταστήσουν τη δημοσιονομική τους ισορροπία με ομαλό τρόπο.
- Το δεύτερο – και κρισιμότερο – ζήτημα είναι ότι αυτό το αυξημένο χρέος θα πρέπει να πληρωθεί από δημόσιους πόρους επιβαρύνοντας, σε τελική ανάλυση, τους πολίτες της χώρας. Η κατανομή αυτού του βάρους, είτε μεταξύ κοινωνικών ομάδων είτε μεταξύ γενεών, θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο ανοιχτού και ειλικρινούς δημόσιου διαλόγου ώστε να χαραχθεί μια κοινώς αποδεκτή δημοσιονομική στρατηγική για τα επόμενα χρόνια.
Μπορείτε να δείτε όλη την έκθεση εδώ
Πηγή