Υπάρχουν ακόμη βίντεο κλαμπ; Καλά, ποιος πάει ακόμα στο βίντεο κλαμπ της γειτονιάς; Στο πλαίσιο αυτών των ερωτημάτων αλλά και μίας μικρής νοσταλγίας για τα καταστήματα που κάποτε έμπαινες αναζητώντας εκείνη την ταινία εκείνη που θα σου κρατούσε συντροφιά, επισκεφθήκαμε το πρώτο βίντεο κλαμπ που άνοιξε στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στον Πειραιά, στη περιοχή Καλλίπολη, το 1976.
«Ξεκινήσαμε το 1976 ανοίξαμε δίσκους, κασέτες σε ένα μαγαζί λίγο πιο κάτω, πάλι στην Καλλίπολη στο παλιό ταχυδρομείο απέναντι. Το 1978, αγοράζαμε κασέτες από την Scotch, τις 3 Μ» μας λέει ο ιδιοκτήτης του βίντεο κλαμπ Boom Αντώνης Λαγουρός που εδώ και 40 χρόνια με μεράκι και ευαισθησία έχει συγκρατήσει από τη λήθη τα στοιχεία μίας εποχής που μας χαρακτήρισε.
«Σε ένα τιμοκατάλογο βλέπω κάποια στιγμή VHS 120 και τιμή δίπλα, 180 και τιμή δίπλα. Λέω τι να είναι αυτά; Μου λέει βιντεοκασέτες. Τον ρωτάω τι είναι αυτό; δεν ξέραμε τι είναι βιντεοκασέτα. Μου εξήγησε ο πωλητής τι είναι βιντεοκασέτα κι έτσι γεννήθηκε η ιδέα να μπορούσαμε να έχουμε βιντεοκασέτες και να τις αλλάζουμε όπως αλλάζαμε μικροί τα Μίκυ Μάους, τους Μικρούς Ήρωες και με 50 λεπτά δίναμε αυτό που έχουμε διαβάσει και παίρναμε αυτό που δεν έχουμε διαβάσει.
Αγόρασα μερικές άδειες βιντεοκασέτες VHS από την Scotch, πήρα και δύο βίντεο National Panasonic. Τότε είχαμε ΕΡΤ και ΥΕΝΕΔ. Το βράδυ έδειχνε η ΕΡΤ έργο, το έγραφα σε μία τρίωρη βιντεοκασέτα ολόκληρο και την άλλη μέρα που πήγαινα νωρίς στο μαγαζί έπαιζε το ένα βίντεο το έργο και έγραφε το άλλο χωρίς τη διαφήμιση. Έτσι δημιουργούσα μία ταινία, ένα έργο που είχε δείξει η τηλεόραση. Ξεκίνησα έτσι τη μορφή βίντεο κλαμπ. Ερχόταν τότε ο πελάτης και αγόραζε δύο βιντεοκασέτες, τις οποίες τις πουλάγαμε 5.000 δραχμές, 2.500 η μία. Έργα βέβαια από την τηλεόραση. Όταν τις έβλεπε, όποτε τις έβλεπε, ερχόταν και τις άλλαζε με ένα πεντακοσάρικο τη μία. Πήγα στο Λονδίνο και βρήκα εκεί μία εταιρεία η οποία πουλούσε βιντεοκασέτες και πήρα ταινίες οι οποίες δεν χρειάζονταν υπότιτλους: αθλητικά, μίκυ μάους και μουσικά. Τα έφερα κι αυτά. Το 1980-1981 φτιάξαμε το πρώτο μαγαζί μεγαλύτερο πλέον σε χώρο.
Το 1981-1982 εμφανίστηκε η πρώτη εταιρεία, η οποία ήταν η Videosonic, Σάρρας- Παπαδημητρίου στη Λαγουμτζή, η πρώτη εταιρεία παραγωγής βιντεοκασετών. Ήδη είχαν ξεκινήσει και κάποια μαγαζιά, πλέον νοικιάζαμε με την ημέρα, θυμάμαι ήταν 100 δραχμές η μέρα».
«Υπήρχαν 3-4 εταιρίες στην Ελλάδα. Ήταν η Videosonic, μετά ήρθε η Audiovisual του Βαρδινογιάννη, μετά η CBS και καθεμία από αυτές έπαιρνε και μία εταιρεία την Disney, την Warner όλες αυτές ήρθαν σιγά σιγά στην Ελλάδα. Βέβαια, ανάμεσα στην πρώτη και στη δεύτερη φάση των εταιρειών, υπήρξε και η φάση του Χατζάρα.
Ο Χατζάρας είναι αυτός που έβαλε τα βίντεο στα σπίτια των ανθρώπων. Ήταν ένας άνθρωπος στη Θεσσαλονίκη, εγώ δεν τον γνώρισα ποτέ οπτικά, μιλούσαμε στο τηλέφωνο. Μόλις ξεκίνησε το βίντεο και δεν υπήρχαν ακόμα οι εταιρείες ο Χατζάρας είχε κανα δύο ανθρώπους στην Αμερική, στο Λονδίνο, του στέλνανε ταινίες. Αυτοί οι άνθρωποι που ήταν εκεί ξέρανε από κινηματογράφο, γιατί οι ταινίες που του στέλνανε ήταν το “Όσα παίρνει ο άνεμος”, το “Κεντρί”, “ο Πεταλούδας”, “Για μία χούφτα δολάρια”, μεγάλες παραγωγές που ο κόσμος τις γνώριζε στην Ελλάδα. Τις πέρναγε τελεσινέ, είχε βρει μία πατέντα να βάζει υποτίτλους και τις διέθετε στα βίντεο κλαμπ. Ήταν παράνομο βέβαια. Η ποιότητα ήταν κακή καμία σχέση με την ποιότητα που είχαμε μετά σε βιντεοκασέτα. Παίρναμε τηλέφωνο, τον ρωτούσαμε τι ταινίες έχει, μας έστελνε ένα κατάλογο και παραγγέλναμε» λέει ο κ. Λαγούρος και συνεχίζει:
«Επειδή ο Πειραιάς είναι και ναυτικόκοσμος, πήγαινε ο άλλος έξω κι έφερνε το βίντεο σαν μηχάνημα. Είχαμε δικτυωθεί και με μαγαζιά όπως ο Κορασίδης, η Electrolux, βρίσκαμε τον πωλητή και του λέγαμε “φίλε πάρε μερικές καρτούλες εμείς έχουμε βιντεοκασέτες, όποιος πάρει βίντεο να έρθει σε εμάς”.
Το 1984-1986 που άρχισαν οι εταιρείες είχαμε πολλή δουλειά. Να είμαι εδώ στο κομπιούτερ και η ουρά να είναι έξω από το μαγαζί για να πάρουν ταινίες ή να επιστρέψουν.
Κάθε Σάββατο είχαμε πάρα πολλή δουλειά. Εγώ ερχόμουν στο μαγαζί 5 το πρωί. Είχα ένα σημείωμα κι έγραφα το νούμερο του πελάτη με έπαιρνε μου έλεγε κράτα μου πέντε ταινίες. Ήξερα βέβαια τι έβλεπε. Οπότε έφτιαχνα τσάντες με το νούμερο του πελάτη, τις ετοίμαζα το πρωί, τις χρέωνα στο πελάτη και ερχόταν ο πελάτης και έπαιρνε την τσάντα του. Μπορούσα να νοικιάσω έτσι 200-300 ταινίες το πρωί. Βγάζαμε λεφτά τότε. Ζήσαμε οικογένειες, σπουδάσαμε παιδιά. Ήταν μία χρυσή εποχή το ’80 για τα βίντεο κλαμπ.
Θα σας πω κι ένα αστείο περιστατικό: Είχαμε μία γιαγιά που έπαιρνε γουέστερν. Τις ετοίμαζα 5-6 ταινίες κάθε Σάββατο. Είχε το νούμερο 189 κι είχα κι έναν πελάτη που είχε το 181 κι έπαιρνε τσόντες. Το μεσημέρι πήρε η γιαγιά τηλέφωνο στο μαγαζί και με ζήτησε. “Αν Αντώνη μου μου λέει σε ευχαριστώ πολύ για αυτό που έκανες αλλά άργησες αγόρι μου, άργησες πάρα πολύ…”. Είχαν μπερδευτεί οι τσάντες και η γιαγιά πήρε εκείνη με τις τσόντες.
«Όταν ήρθε το Mega και ο Ant1 κάναμε την κοιλιά, μετά από 6 μήνες ένα χρόνο περίπου. Ήταν το καινούριο ιδιωτικό κανάλι, είχε έργα σειρές, για εμάς άρχισε η κάμψη. Εγώ νοίκιαζα τότε πάνω από 1000 ταινίες τη μέρα κι έφτασα μία μέρα να νοικιάζω 7.
Και μετά ήρθε το dvd, σαν καινούριο είδος μας έδωσε ώθηση που μας πήγε πλέον μέχρι το 2006-2007 που βγήκε το Blue Ray, που θα μας έδινε κι άλλη ώθηση αλλά ήρθε η κρίση.
Πόσο όμως έχουν πληγεί τα βίντεο κλαμπ από την πειρατεία, το ίντερετ, το youtube:
«Εγώ νομίζω ότι μετά το 2008-2009 δεν είναι πλέον η πειρατεία του ίντερνετ το πρόβλημα το δικό μας για την πτώση. Είναι η ψυχολογία. Δεν έχει ο άλλος διάθεση να δει ταινία. Πόσο μάλλον να κάτσει να την κατεβάσει».
Τι βλέπει σήμερα ο κόσμος: «Το παιδικό το δουλεύεις πάντα. Όσος καιρός και να περάσει, το παιδικό δεν παλιώνει ποτέ όπως και οι ελληνικές ταινίες. Ακόμα αυτές τις Φίνος Φιλμ ακόμα και μετέπειτα του Ψάλτη, του Μουστάκα, του Γαρδέλη, δουλεύουν, έχουν το κοινό τους. Ενώ οι ταινίες, οι παραγωγές του 2017, θα δουλέψουν το 2017. Πρέπει να είναι η τοπ ταινία για να έρθει κάποιος μετά από 1-2 χρόνια και να στη ζητήσει».
Ο κ. Λαγουρός μας μιλάει και για τις πιο δημοφιλείς ταινίες αλλά και τις τσόντες:
«”Ο Μονομάχος”, “Η τελευταία έξοδος”, “οι Άθικτοι”, “Spiderman”, “Superman”, είναι οι πιο δημοφιλείς. Από τις ελληνικές τις φίνος φιλμ δεν μπορείς να ξεχωρίσεις καμία. Το “Βασικά Καλησπέρα σας”, “Έλα να αγαπηθούμε ντάρλινγκ”, “Καμικάζι αγάπη μου” με τον Ψάλτη έχουν πολλή πέραση. Ξέρετε, ο κόσμος έχει την εντύπωση ότι τα έχουμε δει όλα και τα έχουμε δει όλα αλλά με αυτά που μας λένε οι πελάτες. Υπάρχουν ταινίες που δεν τις έχω δει ποτέ και τις ξέρω. Τις τσόντες τις είχαμε σε χώρο που δεν ερχόταν σε επαφή με άλλον για να μην το βλέπουν. Ακόμα και τώρα όταν διαλέγει κάποιος τσόντα, παίρνει τρία dvd και το μεσαίο είναι πάντα η τσόντα, έτσι την κρύβει από τους άλλους».
Και κάπως έτσι η συζήτηση φτάνει στο σήμερα…
«Είναι τα πράγματα πολύ πεσμένα αλλά εγώ νομίζω ότι ένα μαγαζί συντηρείται αν θέλει να σέβεται τον εαυτό του και την ιστορία του. Να φέρνει κυκλοφορίες. Δεν μπορεί ένα μαγαζί να καθίσει και να περιμένει τον πελάτη. Πρέπει και να αγοράσει ταινίες. Δεν είμαστε εμπορικό μαγαζί, έχω ένα είδος το πούλησα, το αντικατέστησα. Είτε νοικιάσω την ταινία είτε δεν νοικιάσω εγώ πρέπει να φέρω τις κυκλοφορίες που θα βγάλουνε, αν όχι όλες, κάποιες από αυτές. Αυτή τη στιγμή υπάρχουν 3-4 καλές εταιρείες, η Odeon, η Audiovisual, Feelgood, δεν θα φέρω όλες τις παραγωγές τους αλλά τουλάχιστον τις μισές πρέπει να τις φέρω και για να τις φέρω πρέπει να δώσω λεφτά. Όταν βάλεις τα έξοδα του μαγαζιού, τη φορολογία και βάλεις και τις αγορές το υπόλοιπο είναι μηδέν».
«Το μαγαζί διατηρείται. Μέχρι εκεί όμως. Εγώ πάντως θα είμαι ο τελευταίος που θα φύγω. Δεν είμαι μόνο ο πρώτος που ασχολήθηκε με τη λέξη βίντεο, εγώ 40 χρόνια είμαι εδώ πίσω. Δεν έβαλα μία ξανθιά να μασάει τσίχλα και να περνάω να ρωτάω πώς πάει η δουλειά. Εγώ δίνω παραγγελίες, εγώ εξυπηρετώ τον πελάτη. Είμαι εδώ. Για αυτό και θα μείνω εδώ».
Πηγή