Σάββατο , 28 Δεκέμβριος 2024

Βουλή: Εγκρίθηκε η κύρωση της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την αναγνώριση των τίτλων σπουδών

Δεκτό κατά πλειοψηφία έγινε από την αρμόδια Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων το σχέδιο νόμου του Υπουργείου Παιδείας, με το οποίο κυρώνεται η Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την αναγνώριση των τίτλων σπουδών, σχετικά με την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση στην ευρωπαϊκή Περιφέρεια.

Υπέρ του νομοσχεδίου τάχθηκε η ΝΔ, ο ΣΥΡΙΖΑ δήλωσε ότι τοποθετηθείται μεν αρνητικά αλλά επιφυλάσσεται για την Ολομέλεια, καταψήφισε το ΚΚΕ και η Νίκη, ενώ όλα τα υπόλοιπα κόμματα επιφυλάχθηκαν να τοποθετηθούν στην Ολομέλεια.

Η υφυπουργός Παιδείας, Ιωάννα Λυτρίβη, τόνισε ότι η κυβέρνηση ενισχύει το δημόσιο πανεπιστήμιο, στη λογική της εξωστρέφειας και της διεθνοποίησης, αυτό όμως που αυτή τη στιγμή πετυχαίνουμε παραπάνω με την κύρωση της Σύμβασης είναι ότι ανοιγόμαστε και στο διεθνές περιβάλλον. Ξεκαθάρισε ότι με την κύρωση της Σύμβασης της Λισαβόνας, δεν αλλάζει τίποτα στο Εθνικό Σύστημα Αναγνώρισης, προσέθεσε πως και το ΔΟΑΤΑΠ και το ΑΤΕΕΝ συνεχίζουν να κάνουν τη δουλειά τους όπως την έκαναν, διευκρίνισε ότι τα Κολέγια είναι εκτός ρυθμιστικού πλαισίου της Σύμβασης, και διέψευσε με κατηγορηματικό τρόπο τις αιτιάσεις ότι αναγνωρίζονται ΙΕΚ και Κέντρα Ελευθέρων Σπουδών.

Ο εισηγητής της πλειοψηφίας, Χρήστος Καπετάνος, τόνισε ότι η Σύμβαση της Λισσαβόνας για την αναγνώριση είναι μια διεθνής σύμβαση, που αναπτύχθηκε από το Συμβούλιο της Ευρώπης σε συνεργασία με την UNESCO, αναφέρεται στην Ανώτατη Εκπαίδευση σε όλον τον ευρωπαϊκό χώρο, υιοθετήθηκε από εθνικούς εκπροσώπους στη Λισσαβόνα, τον Απρίλιο του 1997 και τέθηκε σε ισχύ το 1999 και αποτελεί το θεσμικό νομικό εργαλείο για την αναγνώριση ακαδημαϊκών προσόντων στην ευρωπαϊκή περιοχή της UNESCO. Μέχρι σήμερα, τα 45 από τα 46 κράτη-μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης έχουν επικυρώσει τη Σύμβαση ή έχουν προσχωρήσει σε αυτήν, με 45η και τελευταία χώρα που προσχώρησε το Μάρτιο του 2023 να αποτελεί το Μονακό, όπου δεν υπάρχουν καν Πανεπιστήμια. Η Ελλάδα παραμένει μέχρι σήμερα, η μοναδική χώρα από τις 46 του Συμβουλίου της Ευρώπης, η οποία δεν έχει προσχωρήσει ακόμη, παρ’ όλες τις συνέπειες που έχει αυτό για τη χώρα, η οποία μάλιστα κατέχει εξέχουσα θέση στην ακαδημαϊκή και επιστημονική ευρωπαϊκή κοινότητα, ενώ στη Σύμβαση έχουν προσχωρήσει ακόμη 12 χώρες, που δεν είναι μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης, καθώς και οι ΗΠΑ επίσης έχουν υπογράψει τη Σύμβαση αλλά δεν έχουν προσχωρήσει ακόμη σε αυτήν.

Το γεγονός αυτό υπογραμμίζει τη σπουδαιότητα και τον χαρακτήρα αυτής της Σύμβασης, της οποίας βασικός σκοπός είναι η διασφάλιση του δικαιώματος της αναγνώρισης ακαδημαϊκών προσόντων, μεταξύ των κρατών-μελών, ενισχύοντας και διευκολύνοντας την κινητικότητα των νέων για συνέχιση των σπουδών τους σε άλλη χώρα-μέλος.

Αναφέρθηκε στα οφέλη της συνθήκης της Λισαβόνας, μεταξύ των οποίων: η προώθηση του δικαιώματος στην εκπαίδευση και ιδιαίτερα στην τριτοβάθμια, η προώθηση της αμοιβαίας κατανόησης, της ειρήνης, της ανεκτικότητας, της δημιουργίας αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των λαών και των εθνών, η προώθηση της ακαδημαϊκής κινητικότητας, η διεθνοποίηση των πανεπιστημίων μας κι ακόμη οικονομικά, πολιτικά και πολιτιστικά οφέλη λόγω του ότι θα καταστεί η χώρα μας ως ένας από τους κύριους προορισμούς για τους διεθνώς μετακινούμενους φοιτητές. Το μεγαλύτερο όμως όφελος για την Ελλάδα – όπως είπε ο εισηγητής της πλειοψηφίας – είναι ότι οι απόφοιτοι των ελληνικών ΑΕΙ, θα μπορούν να συνεχίσουν τις σπουδές τους σε οποιαδήποτε χώρα συμμετέχοντας στη διαδικασία της αυτόματης αναγνώρισης, που η συνθήκη της Λισαβόνας προωθεί με τη σύσταση του, από το 2018, Ευρωπαϊκού Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης ΕΧΑΕ, που συμφωνήθηκε στη Ρώμη το 2020 και το στήριξε και η Ελλάδα ως ιδρυτικό μέλος.

Ο κ. Καπετάνος σημείωσε ότι η καθυστέρηση αυτή της Ελλάδας στην υπογραφή της συνθήκης της Λισαβόνας και την προσχώρηση σε αυτήν δημιουργεί μόνο κωλύματα προσδίδοντας στη χώρα μας το χαρακτηριστικό της δύσκολα προσβάσιμης για την εξέλιξη της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, φέρνοντας πολλές φορές τους εκπροσώπους μας στην ευρωπαϊκή κοινότητα σε δύσκολη θέση. Ωστόσο εξήγησε ότι η καθυστέρηση οφειλόταν σε περιορισμούς που είχε υιοθετήσει στο θεσμικό πλαίσιο ακαδημαϊκής αναγνώρισης με το νόμο 3328 του 2005, που βρισκόταν σε αντίθεση με βασικές αρχές της Σύμβασης. Με το νόμο 4957 του 2022, που ψήφισε η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και επέφερε τον εκσυγχρονισμό των διαδικασιών του ΔΟΑΤΑΠ ξεπεράστηκαν πολλά από τα εμπόδια με κύρια αλλαγή την υιοθέτηση της έννοιας των ουσιωδών διαφορών, όπως ορίζεται στη σύμβαση της Λισσαβόνας, αλλά και επιμέρους λεπτομερειών όπως παραδείγματος χάρη, η απαίτηση που υπήρχε να έχει σπουδάσει κάποιος τουλάχιστον τα δύο τελευταία χρόνια στο Ίδρυμα Απονομής του Καταλυτικού Τίτλου. Η τελευταία εκκρεμότητα που υπήρχε η δυνατότητα αναγνώρισης περιόδων σπουδών ρυθμίστηκε με το νόμο για τα παραρτήματα αλλοδαπών ΑΕΙ.

Τα κόμματα

Η εισηγήτρια της μειοψηφίας, Ράνια Θρασκιά, είπε ότι με την Σύμβαση αυτή δίδεται διεθνής νομιμοποίηση στην καταπάτηση του άρθρου 16 του Συντάγματός μας και αναρωτήθηκε αν τελικά όλα αυτά μπαίνουν στη λογική της αγοράς και σε εύλογο χρονικό διάστημα και τα δημόσια πανεπιστήμια με δίδακτρα ή ότι άλλο μπορεί αυτό να σημαίνει. Έθεσε επίσης τα ερωτήματα: Τι κάνουμε με την υπονόμευση της αξίας του πανεπιστημίου; Της ποιότητας της εκπαίδευσης; Τι γίνεται με τη διαφοροποίηση της ανώτατης και της ανώτερης σχολής στην Ελλάδα; Είναι απλά ένα ακόμη όπλο στη φαρέτρα της κυβέρνησης ενάντια στο άρθρο 16 για να καθησυχαστούν και οι πιθανοί επενδυτές που θέλουν να έρθουν στη χώρα μας και να δημιουργήσουν ιδιωτικά πανεπιστήμια ή τα κολέγια να ανωτατοποιηθούν μέσω αυτής της κύρωσης; Ποιες δικλείδες ασφαλείας βάζετε στη διασφάλιση της ποιότητας των σπουδών; Ποιοι είναι οι λόγοι της επιφύλαξης σε σχέση με τις μεταπτυχιακές και διδακτορικές σπουδές και όχι, σε αυτό σε σχέση με την ποιότητα των σπουδών; Γιατί δεν διαλέγει η κυβέρνησή να επιφυλαχθεί σε σχέση με το άρθρο 4, στην παράγραφο 5, που στην πραγματικότητα ανοίγει ένα παραθυράκι για την εισαγωγή σε ελληνικά ΑΕΙ μαθητών που δεν έχουν περάσει από τις εισαγωγικές πανελλήνιες εξετάσεις; Δηλαδή, για την ίδια σχολή, το ίδιο κτίριο, το ίδιο πτυχίο, τα παιδιά από την Ελλάδα να πηγαίνουν με πανελλήνιες εξετάσεις και το βάσανο αυτό και ότι σημαίνει για την ελληνική οικογένεια και τους ίδιους και παιδιά που θα έρχονται από άλλες χώρες που υπάρχουν μέσα στη Συνθήκη να μπαίνουν χωρίς πανελλήνιες εξετάσεις; Γιατί, εδώ δεν έχουμε επιφύλαξη; Πώς εξισώνετε τις τριετείς σπουδές με τις τετραετείς και τις πενταετείς σπουδές;

Ο ειδικός αγορητής του ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ, Στέφανος Παραστατίδης, ανέφερε ότι μπορεί να αποτελεί επιδιωκόμενο στόχο της προσπάθειας αυτής, η δημιουργία ενός ενιαίου συστήματος αναγνώρισης και ο διεθνής συντονισμός των εθνικών συστημάτων εκπαίδευσης και πιστοποίησης προσόντων, το πώς όμως αυτά οργανώνονται, αποτελεί εθνική υπόθεση που ανήκει στο σκληρό πυρήνα των κρατικών εξουσιών. “Δεν επιβάλλει η Σύμβαση της Λισαβόνας ούτε το πώς και πόσο θα χρηματοδοτήσουμε τα πανεπιστήμια μας, πώς θα τα στελεχώσουμε, πώς και πόσα θα ιδρύσουμε και πώς θα τα αξιολογήσουμε” ανάφερε κι επισήμανε ότι το ΠΑΣΟΚ, επιχείρησε να αναδείξει ακριβώς αυτή την ιδιαιτερότητα, προτείνοντας ένα μοντέλο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, που έρχεται σε αντίθεση με την προσπάθεια μεταφύτευσης ενός μοντέλου όπως αυτού των παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων που πολύ μικρή σχέση έχει με το χαρακτήρα του ελληνικού πανεπιστημίου αλλά και τις επιθυμητές προδιαγραφές ποιότητας μιας καλά ρυθμισμένης τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Προσέθεσε ότι αυτή η προσπάθεια έγινε κόντρα σε μια λογική που δυστυχώς για ακόμη μια φορά επικράτησε στο δημόσιο διάλογο εντός και εκτός του Κοινοβουλίου και ξεκαθάρισε ότι αυτή την προσπάθεια, θα συνεχίσει το κόμμα του και δήλωσε επιφύλαξη για την Ολομέλεια.

Η ειδική αγορήτρια του ΚΚΕ, Αφροδίτη Κτενά, υπογράμμισε ότι η Σύμβαση έρχεται στη Βουλή τώρα που πλέον στην αγορά μπαίνουν και τα ιδιωτικά πανεπιστήμια ως παραρτήματα ξένων, επισήμανε ότι δεν μένουν έξω από τη συζήτηση τα εκκρεμή επαγγελματικά δικαιώματα μιας σειράς τμημάτων δημόσιων πανεπιστημίων, αφού σύμφωνα με τη σύμβαση εξάλλου η αναγνώριση ενός προσόντος ανώτατης εκπαίδευσης, μεταξύ άλλων μπορεί να χρησιμοποιηθεί για πρόσβαση στην αγορά εργασίας. Γι’ αυτό, αναρωτήθηκε για ποιον λόγο, η βιασύνη με την υπογραφή της, όταν ακόμα δεν έχει τακτοποιηθεί το εσωτερικό μπάχαλο με τα επαγγελματικά δικαιώματα που όλες οι κυβερνήσεις δημιούργησαν όλα τα χρόνια.

“Είναι παιδιά κατώτερου θεού όσες και όσοι έχουν πτυχία από δημόσια πανεπιστήμια και πρώην ΤΕΙ, αλλά με τις παρελκυστικές τακτικές όλων σας, την κοροϊδία τόσων χρόνων, το εμπόριο ελπίδων όλων των κυβερνήσεων μέχρι σήμερα, δεν έχουν ακόμα αυτά τα προσόντα επαγγελματική αναγνώριση; Τι λέτε σε όλους αυτούς και στις οικογένειές τους, ότι κακώς πέτυχαν και τέλειωσαν Δημόσιο Πανεπιστήμιο; Ας πλήρωναν να αγοράσουν ένα πτυχίο από κάποιο μαγαζί; Πώς εννοείται η επιφύλαξη ως προς τη μη εφαρμογή του άρθρου 6.3 της σύμβασης που αφορά τις συνέπειες αναγνώρισης των σπουδών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ως προς την πρόσβαση σε περαιτέρω σπουδές υγείας εκπαίδευσης, στη κτήση ακαδημαϊκού τίτλου και στη διευκόλυνση πρόσβασης στην αγορά εργασίας;” έθεσε τα ερωτήματα η κα Κτενά. Καταλήγοντας δε, επισήμανε ότι αυτή η συμφωνία αφορά όλη την ελληνική κοινωνία και όχι μόνο την ακαδημαϊκή κοινότητα.

Εκ μέρους της Ελληνικής Λύσης, η ειδική αγορήτρια Χάιδω Ασημακοπούλου ανέφερε ότι το παράδοξο σε αυτή την Συμφωνία είναι ότι καλούμαστε να αναγνωρίσουμε σπουδές και τίτλους από Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα της αλλοδαπής, άρα και επαγγελματικά και ακαδημαϊκά δικαιώματα χωρίς την ίδια στιγμή να αναγνωρίζουμε επαγγελματικά δικαιώματα αποφοίτων των Ελληνικών Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων. “Με λίγα λόγια, σε λίγα χρόνια, θα υπάρχουν φοιτητές που απέκτησαν ίδια ειδικότητα σε διαφορετική χρονική διάρκεια; Είναι δίκαιο πιστεύετε ένα τέτοιο ενδεχόμενο; Ως τίτλος σπουδών θεωρείται οποιοδήποτε πτυχίο, δίπλωμα ή άλλο πιστοποιητικό. Δεν φαίνεται να υπάρχει κανένας ποιοτικός ή χρονικός περιορισμός. Θα αναγνωρίζονται ουσιαστικά όλα όσα έχουν αποκτηθεί είτε είναι πτυχία είτε διπλώματα, αλλά και τα πιστοποιητικά;” διερωτήθηκε και προσέθεσε τον προβληματισμό πόση σε διάρκεια μπορεί να είναι η περίοδος σπουδών που θα αναγνωριστεί;

Η ειδική αγορήτρια της Νέας Αριστεράς, Μερόπη Τζούφη, υπογράμμισε ότι καμία κυβέρνηση από όλο το πολιτικό φάσμα δεν ήθελε μέχρι σήμερα ή δεν κατάφερε να προκαλέσει ανυπολόγιστες συνέπειες στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση της χώρας και στους αποφοίτους των Ελληνικών Πανεπιστημίων με την αναγνώριση πτυχίων τριετούς διάρκειας κι αυτό γιατί η κύρωση της Συνθήκης θα μπορούσε να προσκρούσει στο Σύνταγμα μέσω της αναγνώρισης επαγγελματικών δικαιωμάτων και ακαδημαϊκών προσόντων από ιδιωτικά ιδρύματα του εξωτερικού που δεν πληρούσαν τις τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις και μια από τις προϋποθέσεις είναι, φυσικά, η διάρκεια σπουδών. Όλα αυτά όμως – είπε η κα Τζούφη – μέχρι την δεύτερη κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας που ψήφισε τα ιδιωτικά πανεπιστήμια καταπατώντας το άρθρο 16 και που έχει καταδικάσει τα δημόσια Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα στην υποχρηματοδότηση, την υποστελέχωση και τα μείζονα κτιριακά προβλήματα.

Από τη Νίκη, ο ειδικός αγορητής, Σπυρίδων Τσιρώνης, είπε ότι με την κύρωση της Σύμβασης της Λισσαβόνας και σε συνέχεια της Ιδιωτικοποίησης της Ανώτατης Εκπαίδευσης, η κυβέρνηση ανοίγει την «κερκόπορτα» των τριετών σπουδών, με τα πάσης φύσεως και αμφιβόλου εκπαιδευτικής αξίας παραρτήματα ξένων πανεπιστημίων, ενώ παράλληλα κλείνει το μάτι στην προώθηση ποικίλων ειδών Fast Track προγραμμάτων σπουδών, σεμιναρίων και μεταπτυχιακών από τα δημόσια που μαζί με τα ξενόγλωσσα προπτυχιακά θα αποτελούν το νέο «Ελντοράντο» της δήθεν σίγουρης επαγγελματικής αποκατάστασης. “Δυστυχώς, επιβεβαιωνόμαστε ότι η κυβέρνηση καταστρατηγεί δια της πλαγίας οδού, την οποία έχει κάνει πλέον πεπατημένη την καταπάτηση του Συντάγματος, σε ότι αφορά τη Δημόσια Δωρεάν Εκπαίδευση και έτσι κατοχυρώνεται, η δημιουργία φοιτητών δύο ταχυτήτων. Αυτών, που πρέπει να «φτύσουν αίμα» για να εισαχθούν στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, να πάρουν ένα πτυχίο με πολύ μικρότερο πλέον αντίκρισμα στην αγορά εργασίας την οποία και έχετε άλλωστε διαλύσει” ανέφερε.

Ο Αθανάσιος Χαλκιάς από τους Σπαρτιάτες, υποστήριξε ότι η Σύμβαση αυτή έρχεται τώρα αφού άλλαξε το τοπίο στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, με τα Ιδιωτικά Πανεπιστήμια και ανέκυψαν ορισμένες δυσκολίες στην εφαρμογή του νόμου, που επιλύονται με την κύρωση αυτής της Σύμβασης. “Όπως και ο νόμος για τα Ιδιωτικά Πανεπιστήμια, έτσι και αυτή η Σύμβαση, έρχεται σε αντίθεση με το Σύνταγμα και συγκεκριμένα με την παράγραφο 5 του άρθρου 16, βάσει του οποίου η Ανώτατη Εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα, που αποτελούν Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση” είπε επίσης και κατέληξε λέγοντας πως υπάρχουν μόνο δύο επιλογές: Ή διατηρούμε επιφυλάξεις για το σύνολο των επίμαχων άρθρων ή προχωράμε σε συνταγματική αναθεώρηση αφού τροποποίηση του Συντάγματος δια της πλαγίας οδού δεν πρόκειται να γίνει αποδεκτή.

Ο ειδικός Αγορητής της Πλεύσης Ελευθερίας, Σπύρος Μπιμπίλας, σημείωσε ότι το συγκεκριμένο θέμα είχε έρθει προς συζήτηση και ψήφιση ως νομοθετικό έργο στην Ολομέλεια την Πέμπτη 1η Φεβρουαρίου του 2024, ενώ η Κύρωση αυτή αποτελεί προαπαιτούμενο για τη δημιουργία και τη διασύνδεση παραρτημάτων ιδιωτικών πανεπιστημίων και η υπογραφή της αποφεύγεται από το 1999 από όλες τις κυβερνήσεις των τελευταίων ετών. “Δυστυχώς, στείλατε τη Συνθήκη για κύρωση εσπευσμένα και μάλιστα κατατέθηκε πάνω σε ένα τριήμερο αργίας για να μην προκληθούν δικαιολογημένες αντιδράσεις, αφού έρχεται να λύσει προβλήματα που ο προηγούμενος νόμος για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια προκάλεσε. Τα ελληνικά ΑΕΙ αναγνωρίζονται από χώρες που έχουν υπογράψει. Ωστόσο, δεν αναγνωρίζονται όλοι οι δικοί τους ξένοι τίτλοι στην Ελλάδα και σε πολλές περιπτώσεις δικαιολογημένα, αφού έχουν άλλη χρονική διάρκεια οι σπουδές” τόνισε επίσης.

Απαντήσεις υφυπουργού Παιδείας, Ιω. Λυτρίβη

Απαντώντας στις παρατηρήσεις, τους προβληματισμούς και τα ερωτήματα των εκπροσώπων των κομμάτων, η υφυπουργός Παιδείας, Ιωάννα Λυτρίβη, ανέφερε ότι δεν αλλάζει τίποτα στο Εθνικό Σύστημα Αναγνώρισης, άρθρα 298 με 314 του ν. 4957/2022, δηλαδή, όσα προβλέφθηκαν εκεί για τον εκσυγχρονισμό και την εξυγίανση του ΔΟΑΤΑΠ. Επίσης, η κα Λυτρίβη ξεκαθάρισε ότι τα Κολέγια είναι εκτός ρυθμιστικού πλαισίου της Σύμβασης, αφενός, επειδή στο Εκπαιδευτικό μας Σύστημα, όσον αφορά στην Ανώτατη Εκπαίδευση, εντάσσονται μόνο τα ΑΕΙ και, αφετέρου, τα Κολέγια των τρίτων χωρών αποκλείονται από τα δικαιώματα ακαδημαϊκής αναγνώρισης με βάση την επιφύλαξη που θέτει το υπουργείο στο συγκεκριμένο άρθρο.

Ειδικότερα εξήγησε ότι διατυπώνεται επιφύλαξη στο εν λόγω άρθρο: Πρώτον, διότι η αναγνώριση δικαιώματος εισαγωγής σε μεταπτυχιακές και διδακτορικές σπουδές, ως αυτόματο αποτέλεσμα της αναγνώρισης του προπτυχιακού τίτλου, περιορίζει το αυτοδιοίκητο των ΑΕΙ, τα οποία έχουν σχετική διακριτική ευχέρεια να κρίνουν τους δικαιούχους εισαγωγής. “Σεβασμός απόλυτος στο αυτοδιοίκητο των ΑΕΙ, το οποίο κατοχυρώνεται με το Σύνταγμα, το οποίο σεβόμαστε απολύτως” είπε χαρακτηριστικά. Δεύτερον, διότι παράλληλα οι τίτλοι που στην Ελλάδα διαθέτουν μόνο επαγγελματική αναγνώριση – τα Κολέγια με συμφωνία δικαιόχρησης από αλλοδαπά ιδρύματα- θα μπορούσαν να επιτύχουν έμμεσα ακαδημαϊκή αναγνώριση “κάτι που εμείς δεν θέλουμε”. “Είναι, λοιπόν, σοβαρή και ουσιαστική και όχι προσχηματική, δικλείδα ασφαλείας για αυτό που συμβαίνει αυτή τη στιγμή στη χώρα μας και αυτό που επιτάσσει το Σύνταγμά μας” είπε η κα Λυτρίβη. Προσέθεσε ότι θα μπορούσαν να επιτύχουν, λοιπόν, έμμεσα ακαδημαϊκή αναγνώριση, δανειζόμενα εκείνη των αλλοδαπών τους ιδρυμάτων και εξήγησε επιπλέον “άλλωστε η βασική διάκριση μεταξύ ακαδημαϊκής και επαγγελματικής αναγνώρισης, όπως την έχει διαπλάσει το Συμβούλιο της Επικρατείας, ερμηνεύοντας το άρθρο 16 του Συντάγματος, είναι στην πράξη, ότι δεν επιτρέπεται στους δεύτερους να εισέλθουν σε μεταπτυχιακές σπουδές ΑΕΙ με κατατακτήριες εξετάσεις κτλ.”. Τρίτον, η επιφύλαξη διατυπώνεται διότι χρήση ενός ορισμένου τίτλου και η είσοδος στην αγορά εργασίας, παραμένουν θέματα που ορίζονται από το Εθνικό και το Ενωσιακό Δίκαιο και δεν υπάρχει λόγος ανάληψης υποχρέωσης ενώπιον της διεθνούς κοινότητας, δεδομένης της ύπαρξης δυνατότητας επιφύλαξης.

«Γιατί τώρα;»

Σχετικώς με το ερώτημα γιατί ήρθε τώρα προς Κύρωση η Σύμβαση, η υφυπουργός Παιδείας υπογράμμισε ότι πέραν της εκκρεμότητας που υφίστατο, ο λόγος που δεν είχε γίνει τόσα χρόνια ήταν, ότι από το 2005 με το ν.3328, που ουσιαστικά γινόταν μετατροπή από το ΔΙΚΑΤΣΑ στο ΔΟΑΤΑΠ, μέχρι και το 2022, οπότε και εξυγιάνθηκε και εκσυγχρονίστηκε ο ΔΟΑΤΑΠ με τον ν.4957, υπήρχαν πάρα πολλοί όροι που έρχονταν σε βασική αντίθεση με τις βασικές αρχές της Σύμβασης, οπότε δεν ήταν δυνατόν να κυρωθεί η Σύμβαση μέχρι το 2022. Επιπροσθέτως εξήγησε ότι ο λόγος για τον οποίο ο υπουργός είχε προαναγγείλει ότι θα γίνει η Κύρωση μετά την ψήφιση του ν.5094 ήταν διότι στο άρθρο για την αναγνώριση των περιόδων σπουδών, ήταν και αυτός ένας από τους όρους που έπρεπε να έχει εκπληρωθεί ουσιαστικά για να περάσουμε στη διαδικασία της κύρωσης της Σύμβασης. “‘Αρα γιατί τώρα; Γιατί τώρα έχουν εκπληρωθεί όλοι αυτοί οι όροι”, είπε η κα Λυτρίβη.

Η υφυπουργός Παιδείας τόνισε ότι η κυβέρνηση ενισχύει το δημόσιο πανεπιστήμιο, στη λογική της εξωστρέφειας και της διεθνοποίησης, αυτό όμως που αυτή τη στιγμή πετυχαίνουμε παραπάνω με την κύρωση της Σύμβασης είναι ότι, αφενός ανοιγόμαστε και στο διεθνές περιβάλλον και δεν περιοριζόμαστε στα ευρωπαϊκά, αφετέρου, οι απόφοιτοι των ελληνικών ΑΕΙ, που θέλουν να συνεχίσουν τις σπουδές τους σε οποιαδήποτε χώρα της Συνθήκης της Λισαβόνας, θα μπορέσουν να συμμετάσχουν σιγά-σιγά και στη διαδικασία, που με σύσταση της Κομισιόν του 2018 για την αυτόματη αναγνώριση. “Διότι τώρα δεν εισάγεται αυτόματη αναγνώριση”, ξεκαθάρισε και προσέθεσε πως και το ΔΟΑΤΑΠ στο κομμάτι της ακαδημαϊκής αναγνώρισης και το ΑΤΕΕΝ στο κομμάτι της επαγγελματικής αναγνώρισης συνεχίζουν να κάνουν τη δουλειά τους όπως την έκαναν. Διέψευσε επίσης με κατηγορηματικό τρόπο ότι αναγνωρίζονται ΙΕΚ και Κέντρα Ελευθέρων Σπουδών.

Στις αιτιάσεις ότι “θα έρθει κάποιος από το εξωτερικό έχοντας κάνει δύο χρόνια σπουδές σε ίδρυμα του εξωτερικού να συνεχίσει τις σπουδές σε ελληνικό ίδρυμα και θα πάρει πτυχίο από το ελληνικό ίδρυμα”, η κα Λυτρίβη ξεκαθάρισε ότι αυτό δεν ισχύει. Διευκρίνισε ότι αυτό που ισχύει αφορά μόνο τα οκτώ ξενόγλωσσα προγράμματα που υπάρχουν αυτή τη στιγμή στην ελληνική επικράτεια και αφορά μόνο σε αλλοδαπούς αλλογενείς φοιτητές.

Ως προς τα εθνικά μητρώα, τόνισε ότι για να ισοτιμηθεί ένα πτυχίο από το ΔΟΑΤΑΠ πρέπει να απαντά “και να έχει βρει τον εαυτό του” σε τρία διαφορετικά μητρώα: Το ένα αφορά τα ιδρύματα, το δεύτερο είναι το μητρώο αναγνωρισμένων τίτλων και το τρίτο είναι το μητρώο το οποίο ουσιαστικά δείχνει ότι δεν επιτρέπεται να συμβεί αυτό όταν υπάρχει δικαιόχρηση.

“‘Αρα, το θέμα των κολεγίων, δεν υπάρχει, δεν καταλαμβάνεται και δεν εντάσσεται αυτήν τη στιγμή στο πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης” επανέλαβε η υφυπουργός, καταλήγοντας την τοποθέτησή της.


Πηγή