Οι τράπεζες πρέπει να προβούν σε μεγαλύτερου εύρους αναδιαρθρώσεις των μη εξυπηρετούμενων στεγαστικών και μη εξυπηρετούμενων επιχειρηματικών δανείων μικρομεσαίων επιχειρήσεων, με μείωση επιτοκίων, αύξηση περιόδου χάριτος και επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής.
Αυτή είναι μία από τις έξι παραμέτρους που αναφέρονται σε άρθρο στην τετραμηνιαία έκδοση του το Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών «για να μπορέσει η ελληνική οικονομία να απαλλαχθεί οριστικά από τα capital controls» όπως σημειώνεται.
Στο άρθρο με τίτλο «το ελληνικό τραπεζικό σύστημα και ο ρόλος του στην επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας: Οι προϋποθέσεις για την πλήρη άρση των capital controls» που υπογράφει ο Νικόλαος Γεωργικόπουλος, σημειώνεται ακόμη ότι οι τράπεζες οφείλουν να επικεντρωθούν στο μείζον πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ώστε να επιτύχουν τους στόχους που τέθηκαν από την Τράπεζα της Ελλάδος για την άμεση μείωσή τους το επόμενο χρονικό διάστημα.
Σε ειδικές περιπτώσεις, λοιπόν, όπως αναφέρει το σχετικό άρθρο αν όλα τα προηγούμενα μέτρα δεν αποδώσουν, τότε οι τράπεζες θα μπορούσαν να προβούν και σε άμεση απομείωση «haircut» ενός μέρους του αρχικού κεφαλαίου των προβληματικών αυτών δανείων, υπό την προϋπόθεση ότι θα καταστούν εξυπηρετήσιμα.
Ταυτόχρονα, όμως, πρέπει να τους «επιτραπεί» να προβούν άμεσα σε περιορισμένης κλίμακας πλειστηριασμούς ακινήτων και επιχειρήσεων των οποίων αποδεδειγμένα οι ιδιοκτήτες – κάτοχοι είναι «στρατηγικοί κακοπληρωτές». Το μέτρο αυτό, όπως σημειώνεται, θα λειτουργήσει ως μέσο πίεσης προς τους τελευταίους και θα ανακόψει την αυξητική πορεία των επισφαλειών, απελευθερώνοντας συνάμα ρευστότητα στην πραγματική οικονομία.
Για να μπορέσει λοιπόν η ελληνική οικονομία να απαλλαχθεί οριστικά από τα capital controls, θα πρέπει εκτός των όσον αναφέρθηκαν παραπάνω να εκπληρωθούν κάποιες ακόμη αναγκαίες προϋποθέσεις που σύμφωνα με το όσα αναφέρονται στο άρθρο είναι οι εξής:
1. Οι αξιολογήσεις του οικονομικού χρηματοδοτικού προγράμματος της Ελλάδας πρέπει να είναι επιτυχείς, χωρίς περαιτέρω καθυστερήσεις το επόμενο χρονικό διάστημα. Επιπροσθέτως, απαραίτητη κρίνεται η εφαρμογή όλων των υπόλοιπων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που περιγράφονται στο τρέχον Μνημόνιο, καθώς και των αναπτυξιακών πολιτικών που έχουν ως στόχο την έξοδο της ελληνικής οικονομίας από την ύφεση και την ολοκλήρωση της δημοσιονομικής εξυγίανσης.
2. Το χρέος πρέπει να αναδιαρθρωθεί, έστω και βραχυπρόθεσμα σε πρώτο στάδιο, μετά την ολοκλήρωση της τρέχουσας αξιολόγησης (Οκτώβριο 2016), ώστε να γίνει πραγματικά βιώσιμο με την «πιστοποίηση» της έκθεσης βιωσιμότητας από το ∆ΝΤ και την έγκρισή της από την ΕΚΤ. Κάτι που θα σημάνει αυτομάτως και την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE) της ΕΚΤ.
3. Η εμπιστοσύνη των πολιτών προς το κράτος και το πολιτικοοικονομικό σύστημα πρέπει να αποκατασταθεί άμεσα. Όσο υπάρχει αβεβαιότητα στο κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλον και οι Έλληνες δεν εμπιστεύονται την οικονομική στρατηγική που προτείνεται, η όποια προσπάθεια γίνεται για ανασύσταση της ελληνικής οικονομίας δεν θα έχει ουσιαστικό αποτέλεσμα.
4. Η εδραίωση της εμπιστοσύνης των Ελλήνων καταθετών προς το ελληνικό τραπεζικό σύστημα κρίνεται απαραίτητη. Αυτό αντανακλάται στην επιστροφή (αύξηση) των καταθέσεων. Δεν δύναται να υπάρξει πλήρης άρση των capital controls αν δεν επιστρέψουν περίπου τα 2/3 των καταθέσεων που αποσύρθηκαν από το τραπεζικό σύστημα το διάστημα μεταξύ Δεκεμβρίου του 2014 και λίγο πριν την επιβολή των περιορισμών (περίπου Euro20 δις). Μόνο με αυτό τον τρόπο, θα μπορέσουν οι τράπεζες να μειώσουν δραστικά τον ELA και να αντικαταστήσουν το μεγαλύτερο μέρος αυτού με απευθείας δανεισμό από την ΕΚΤ.
5. Για όσο χρονικό διάστημα η Ελλάδα βρίσκεται στο πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής, η ευρωπαϊκή οδηγία αναφορικά με την εγγύηση των καταθέσεων μέχρι 100.000 ευρώ, θα πρέπει να ισχύσει κατά γράμμα και χωρίς εξαιρέσεις, συμβάλλοντας έτσι στη δημιουργία συνθηκών εμπιστοσύνης στο τραπεζικό σύστημα.
Πηγή