Το απόγευμα της 17ης Ιουλίου 1960, το ραδιόφωνο έπαιζε στη διαπασών στο σπίτι της οικογένειας του Θ.Γ. σε ένα χωριό κοντά στο Κιλκίς. Όμως, οι γείτονες ξεχώρισαν μια ανδρική φωνή να καλεί σε βοήθεια. Αν και η μουσική εξακολουθούσε να παίζει δυνατά ήταν ξεκάθαρο πως στο σπίτι γινόταν μεγάλος καβγάς γι’ αυτό και οι γείτονες, ανήσυχοι, ειδοποίησαν την αστυνομία.
Γράφει η Μαρία Ζαχαροπούλου
Λίγη ώρα αργότερα δυο αστυνομικοί χτυπούσαν την πόρτα της οικογένειας. Μέσα στο σπίτι επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Η οικογένεια, οι γονείς και οι δυο κόρες τους, κάθονταν στο σαλόνι και συζητούσαν σαν να μην είχε συμβεί τίποτα αλλά το μεγάλο μυστικό κρυβόταν, λίγα μέτρα μακριά τους, στο διπλανό δωμάτιο.
Έτσι, όταν οι αστυνομικοί πέρασαν το κατώφλι της κουζίνας ήρθαν αντιμέτωποι με ένα αποτρόπαιο θέαμα. Στο πάτωμα της κουζίνας, μέσα σε μια λίμνη αίματος, κείτονταν κατακρεουργημένος ένας άνδρας.
Όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια, νεκρός ήταν ο 31χρονος Ι.Π. ο οποίος ήταν παντρεμένος με την μεγαλύτερη κόρη της οικογένειας και είχε μαζί της ένα παιδί. Ο 56χρονος πεθερός του θύματος ισχυρίστηκε πως διέπραξε, μαζί με την 16χρονη κόρη του, το αποτρόπαιο έγκλημα γιατί ο 31χρονος την είχε βιάσει, τρία χρόνια νωρίτερα, ενώ ήταν αρραβωνιασμένος με την αδελφή της. Από την έρευνα της αστυνομίας, ωστόσο, προέκυψε πως δράστης και θύμα είχαν κτηματικές διαφορές. Ο 56χρονος αγρότης είχε τάξει στο γαμπρό του ότι θα του δώσει προίκα ένα χωράφι πέντε στρεμμάτων αλλά μετά το γάμο με την κόρη του, που είχε γίνει με συνοικέσιο, πήρε την υπόσχεσή του πίσω.
Τον Φεβρουάριο του 1961, ο 56χρονος αγρότης κάθισε στο εδώλιο του Κακουργιοδικείου Θεσσαλονίκης κατηγορούμενος για τη δολοφονία του γαμπρού του. Δίπλα του η 50χρονη σύζυγος του και η 27χρονη κόρη του και σύζυγος του θύματος οι οποίες εμφανίστηκαν ως συνεργοί στο έγκλημα. Η 16χρονη κόρη που ομολόγησε ότι είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στην δολοφονία, αν και παραπέμφθηκε να δικαστεί στο αρμόδιο δικαστήριο ανηλίκων, οδηγήθηκε ενώπιον του κακουργιοδικείου για να δώσει τη δική της εκδοχή για τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν το μοιραίο απόγευμα.
«Άρπαξα ένα σκεπάρνι από τη σάλα και μπήκα στην κουζίνα»
Το όμορφο νεαρό κορίτσι ανέβηκε στο βήμα του μάρτυρα και απευθυνόμενο στο δικαστήριο ισχυρίστηκε πως το θύμα την είχε βιάσει όταν ήταν μόλις 13 ετών. Την είχε αιφνιδιάσει, είπε, ενώ ήταν μόνη της στο σπίτι και από τότε την παρενοχλούσε συστηματικά.
Αναφερόμενη στην ημέρα του εγκλήματος η 16χρονη είπε: «Βρισκόμουν στο σπίτι με τη μητέρα μου και την αδελφή μου όταν ήρθε ο πατέρας μου με τον Γ. Οι δυο τους κάθισαν στην κουζίνα και άρχισαν να κουβεντιάζουν. Κάποια στιγμή άκουσα τον πατέρα μου να του λέει ότι θα του νοίκιαζε ένα σπίτι για να μείνει με την αδελφή μου. Ο γαμπρός μας, όμως, έλεγε πως δεν ήθελε να φύγει από το σπίτι της μητέρα του. Έπειτα είπε πως θα άφηνε την αδελφή μου και τότε ο πατέρας μου του απάντησε: “Καλά αυτή την παίρνω πίσω με την μικρή, όμως, που τη διέφθειρες τι θα κάνω;”. Εκείνος του απάντησε πως δεν έκανε τίποτα μαζί μου και υποστήριξε πως είχα σχέση με έναν συγχωριανό μας». Το νεαρό κορίτσι ισχυρίστηκε πως στο άκουσμα αυτού του ψέματος αγανάκτησε και έχασε τον έλεγχο.
«Άρπαξα ένα σκεπάρνι από τη σάλα και μπήκα στην κουζίνα. Θόλωσε το μυαλό μου και όρμισα επάνω του να τον χτυπήσω. Αυτός έβαλε το χέρι του στο πρόσωπο, απέφυγε το χτύπημα και μετά μου πήρε το σκεπάρνι. Ο πατέρας μου φοβήθηκε μην μας χτυπήσει και τον έπιασε, άρχισαν να παλεύουν. Εγώ βγήκα στη σάλα και βρήκα ένα σκοινί για να τον δέσουμε. Μετά άρπαξα ένα ξύλο και άρχισα να τον χτυπάω στο κεφάλι μέχρι που έσπασε το ξύλο. Ο πατέρας μου και ο Γ. εξακολουθούσαν να παλεύουν ενώ εγώ βγήκα στην αυλή και πήρα ένα τσεκούρι με το οποίο τον χτύπησα στο κεφάλι. Μετά δεν ξέρω τι έγινε…» είπε στην κατάθεσή του το ανήλικο κορίτσι.
Η περιγραφή της εικόνας του θύματος στην κουζίνα του σπιτιού, από τα χείλη του αδελφού του, σόκαρε το δικαστήριο.
«Ήταν πεσμένος μπρούμυτα και τα μυαλά του πεταγμένα γύρω του. Έπλεε ολόκληρος στο αίμα του. Το αίμα αυτό δεν θα το ξεχάσουμε αν δεν χυθεί και το αίμα αυτών των κακούργων. Για πέντε στρέμματα χωράφι έσφαξαν σαν αρνί τον αδελφό μου» κατέθεσε ο μεγαλύτερος αδελφός του θύματος.
Όλα τα μέλη της οικογένειας του άτυχου 31χρονου εμφανίστηκαν πεπεισμένα πως το έγκλημα ήταν προμελετημένο και έγινε για τα χωράφια. Για να ενισχύσουν, μάλιστα, τον ισχυρισμό τους αναφέρθηκαν σε διάφορα επεισόδια που είχαν προηγηθεί της δολοφονίας με κορυφαίο αυτό στο σπίτι τους όταν ολόκληρη η οικογένεια, όπως είπαν, ξεκαθάρισε στον 31χρονο πως δεν πρόκειται να πάρει το χωράφι που του είχαν υποσχεθεί. Μάλιστα, όπως κατέθεσε ο μικρότερος αδελφός του θύματος ο κατηγορούμενος εξαγριωμένος είχε πει στον γαμπρό του: «Κλήρο δεν πρόκειται να πάρεις. Αίμα θα χύσω, το χωράφι δεν θα στο δώσω».
Όσο για τον ισχυρισμό των κατηγορουμένων ότι το θύμα είχε βιάσει την 16χρονη αδελφή της γυναίκας του όλοι απέκλεισαν το ενδεχόμενο. «Τον ήξερε όλο το χωριό και κλαίει για το θάνατο του» είπε η μαυροφορεμένη μητέρα του 31χρονου.
«Αν τον άφηνα θα μας σκότωνε εκείνος»
Στην απολογία του ο 56χρονος ισχυρίστηκε πως αν δεν χτυπούσε τον γαμπρό του θα τους σκότωνε εκείνος κι έριξε όλη την ευθύνη για τη δολοφονία στην ανήλικη κόρη του την οποία, όπως είπε, είχε βιάσει ο γαμπρός του.
«Όρμισα επάνω του για να τον συγκρατήσω. Αν τον άφηνα θα μας σκότωνε εκείνος. Στο μεταξύ καταλάβαινα πως η μικρή μου κόρη τον χτυπούσε» είπε. Η 50χρονη πεθερά του θύματος και η 27χρονη σύζυγος του, η οποία εμφανίστηκε στο δικαστήριο με το παιδί τους στην αγκαλιά, αρνήθηκαν οποιαδήποτε εμπλοκή στο έγκλημα. Η 50χρονη γυναίκα, μάλιστα, επέμεινε πως μπήκε στη μέση να χωρίσει τους δυο άνδρες και τότε ο γαμπρός της τη δάγκωσε στο χέρι.
Η 27χρονη, από την πλευρά της, υποστήριξε πως την ώρα του εγκλήματος είχε βγει από το σπίτι γιατί άκουσε παιδιά να καβγαδίζουν και νόμιζε πως μεταξύ αυτών ήταν και το δικό της. «Όταν μπήκα στην κουζίνα είδα τον πατέρα μου να χτυπά στο κεφάλι τον άνδρα μου» υποστήριξε η νεαρή γυναίκα και επιβεβαίωσε πως υπήρχε ένταση στην οικογένεια λόγω της υπόσχεσης που δεν τήρησε ο πατέρας της για την προίκα. Ο εισαγγελέας της έδρας ζήτησε την ενοχή και των τριών κατηγορουμένων χωρίς κανένα ελαφρυντικό. Μάλιστα, για τον 56χρονο εισηγήθηκε την ποινή του θανάτου.
Τελικά, το δικαστήριο έκρινε ένοχο για την δολοφονία του νεαρού άνδρα τον 56χρονο αγρότη και του επέβαλε ισόβια κάθειρξη. Η σύζυγος του καταδικάστηκε σε κάθειρξη 10 ετών για απλή συνέργεια στη δολοφονία με τα ελαφρυντικά της μέτριας συγχύσεως και του πρότερου έντιμου βίου. Η 27χρονη σύζυγος του θύματος αθωώθηκε καθώς το δικαστήριο έκρινε πως από την ακροαματική διαδικασία δεν προέκυψε ότι συμμετείχε στη δολοφονία.
localStorage.clear();
Πηγή