«Αυτήν τη στιγμή δεν υπάρχουν άλλα μέτρα», σημειώνουν αρμόδιες πηγές, επιχειρώντας να «φρενάρουν» σενάρια κι αιτήματα για διεύρυνση των επιδοτήσεων στα καύσιμα.
Με φόντο τα νεώτερα στοιχεία από το Παρατηρητήριο Καυσίμων, που δείχνουν ότι σε 34 Νομούς της χώρας η μέση τιμή της βενζίνης έχει σπάσει το «φράγμα» των 2,20 ευρώ, το ζητούμενο είναι τι πρόκειται να γίνει από τις 30 Ιουνίου και μετά, όταν δηλαδή εκπνέει η οριζόντια επιδότηση στο πετρέλαιο κίνησης και η στοχευμένη επιδότηση στην αμόλυβδη.
Τα δύο βαρόμετρα
«Δεν υπάρχει χώρος τώρα», τονίζουν οι ίδιες πηγές κι αυτό σημαίνει πρακτικά ότι αν δεν αλλάξουν τα έως τώρα δεδομένα, από την 1η Ιουλίου τελειώνει η επιδότηση των καυσίμων. Υπάρχει έστω ένα «παράθυρο» για αλλαγή πλεύσης; Υπάρχουν δύο βαρόμετρα.
Το πρώτο έχει να κάνει με το Μηχανισμό για το ρεύμα, που στηρίζεται στην παραδοχή ότι η τιμή του φυσικού αερίου θα κινείται στα 100 ευρώ. Αν η τιμή είναι μικρότερη, τότε το κόστος των επιδοτήσεων από τον Προϋπολογισμό για τη χρηματοδότηση του πλαφόν, θα είναι μικρότερο άρα θα υπάρχει χώρος για άλλες παρεμβάσεις στα καύσιμα. Ωστόσο, τα δεδομένα για το φυσικό αέριο δεν μπορούν να εξάγονται με ασφάλεια ανά μήνα, κάτι που σημαίνει ότι ασφαλής εκτίμηση για την ύπαρξη δημοσιονομικού χώρου εξ αυτού του λόγου δεν μπορεί να γίνει νωρίτερα από το Φθινόπωρο.
Το δεύτερο και πιο ασφαλές βαρόμετρο είναι τα έσοδα από τον Τουρισμό. Εάν επιβεβαιωθούν οι εκτιμήσεις ότι πάμε για εισπράξεις 2019, τότε αυτομάτως ανοίγει διάπλατα η πόρτα για τη χρηματοδότηση νέων μέτρων στήριξης απέναντι στο αυξημένο κόστος καυσίμων.
Τα δεδομένα μπορούν να αλλάξουν αν η Ευρώπη αποφασίσει επιτέλους να κινηθεί συντονισμένα και ενεργοποιήσει νέα χρηματοδοτικά «εργαλεία» για τις επιπτώσεις του ενεργειακού κόστους. Επί του παρόντος όλες οι συζητήσεις αφορούν σε αδιάθετα κονδύλια από το Ταμείο Ανάκαμψης και τα Διαρθρωτικά Ταμεία, αλλά όπως σημειώνουν αρμόδιες πηγές, τα κονδύλια αυτά δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για επιδοτήσεις νοικοκυριών- επιχειρήσεων, αλλά για τη χρηματοδότηση ενεργειακών υποδομών, που θα οδηγήσουν μεσομακροπρόθεσμα- αλλά προφανώς όχι άμεσα- στη μείωση του ενεργειακού κόστους.
Πηγή