Την ύπαρξη πολλών και σοβαρών λαθών στις μελέτες κτηματογράφησης, τόσο κατά το πιλοτικό στάδιο της λειτουργίας των μεταβατικών κτηματολογικών γραφείων, όσο και στις νεότερες μελέτες, διαπιστώνει η συντονιστική επιτροπή Συμβολαιογραφικών Συλλόγων Ελλάδας.
Η συντονιστική επιτροπή προσθέτει δε, ότι σημαντικό ποσοστό ακινήτων δεν έχουν δηλωθεί, παρά την ολοκλήρωση της κτηματογράφησης της περιοχής στην οποία βρίσκονται, ενώ τα λάθη επίσης στις αρχικές δηλώσεις είναι πάρα πολλά. Π.χ. στην Ανατολική Αττική και στην Καλαμαριά Θεσσαλονίκης το ποσοστό των συνολικών λαθών ανέρχεται σε 70%.
Ειδικότερα, όπως υπογραμμίζουν σε ανακοίνωσή τους οι συμβολαιογραφικοί σύλλογοι ύστερα από ημερίδα που πραγματοποιήθηκε σχετικά με το έργο, «στις αρχικές εγγραφές τα λάθη οφείλονται κυρίως σε δομικά προβλήματα του Κτηματολογίου. Βασικότερο όλων το γεγονός, ότι οι πολίτες, εντελώς ξένοι προς την νοοτροπία του κτηματολογίου και με έλλειψη ενημέρωσης σχετικά με την υποχρέωσή τους να δηλώσουν εγκαίρως και σωστά, δηλαδή αξιοποιώντας τους υφιστάμενους μετεγγραμμένους τίτλους ιδιοκτησίας τα εμπράγματα δικαιώματά τους, κλήθηκαν να υποβάλλουν δηλώσεις οι ίδιοι, για τα ακίνητα των κτηματογραφούμενων περιοχών».
Επιπλέον, προσθέτουν ότι «στο αρχικό στάδιο ο μεγαλύτερος ιδιοκτήτης της χώρας, το Ελληνικό Δημόσιο, εξαιρέθηκε της δήλωσης των εμπραγμάτων δικαιωμάτων του με την –τουλάχιστον- επιπόλαιη, αποδεδειγμένα όμως, επικίνδυνη σκέψη των υπευθύνων για την οργάνωση του έργου, ότι ούτως ή άλλως τα μη δηλωμένα ακίνητα, φερόμενα ως αγνώστου ιδιοκτήτη, θα περιέλθουν στο Δημόσιο όταν εκπνεύσει η προθεσμία της διόρθωσης των αρχικών εγγραφών. Κατά συνέπεια, πολλές από τις εσφαλμένες αρχικές εγγραφές, βασίσθηκαν σε ψευδείς ή ελλιπείς δηλώσεις των δικαιούχων ή των φερόμενων ως δικαιούχων, οι οποίοι είτε δήλωσαν εσφαλμένα ή και αναληθή δικαιώματα επί ακινήτων, τα οποία δεν τους ανήκαν, είτε υπέδειξαν εσφαλμένες θέσεις ή όρια των ακινήτων τους, είτε δεν δήλωσαν καθόλου την ακίνητη περιουσία τους, αδιαφορώντας για τη διαδικασία της σύνταξης κτηματολογίου και θεωρώντας ότι είναι ″καλυμμένοι″ νομικά από την ύπαρξη των μετεγγραμμένων στο υποθηκοφυλακείο τίτλων τους».
Ως άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα ελλιπούς οργάνωσης, αναφέρεται το γεγονός ότι τα πιστωτικά ιδρύματα δεν δήλωσαν, όπως θα έπρεπε, τα εγγεγραμμένα υπέρ αυτών βάρη επί των κτηματογραφούμενων ακινήτων, με συνέπεια να γεννάται σοβαρότατο ζήτημα ασφάλειας δικαίου για τις αρχικές εγγραφές.
Επίσης, συνεχίζουν, από την εμπειρία της λειτουργίας των μεταβατικών κτηματολογικών γραφείων, έχουν αναδειχθεί πολυάριθμες περιπτώσεις εσφαλμένης καταγραφής των γαιών, με συνέπεια αστικά ακίνητα να φέρονται ως αγροί και παραθαλάσσια να εμφανίζονται στα όρη της νησιωτικής Ελλάδος. Συνέπεια αυτού ήταν να απαιτηθεί ακόμη και επανακτηματογράφηση ολοκλήρων περιοχών, όπως στην Λευκάδα, την Χίο και τη Λέσβο.
Όπως σχολιάζουν οι συμβολαιογραφικοί σύλλογοι, «η φύση των νομικών ζητημάτων που ανέκυψαν κατά την διαδικασία των εξωδίκων και δικαστικών τρόπων διορθώσεων, η ποικιλία των προβλημάτων που παρουσιάσθηκαν στις αρχικές εγγραφές, η συνδυαστική ακόμη εμφάνιση προβλημάτων που αφορούσαν σε πολλαπλές διορθώσεις και εμπραγμάτων δικαιωμάτων και γεωμετρικών μεταβολών επί των ακινήτων και όλα αυτά χωρίς, σε πολλές περιπτώσεις, ειδική πρόβλεψη στο νόμο ή χωρίς να έχει διαμορφωθεί νομολογία, οδήγησαν στο να καταγραφεί αρνητικό πρόσημο μπροστά από το έργο του ελληνικού Κτηματολογίου για τον συναλλασσόμενο».
Στα παραπάνω, προσθέτουν ότι «η κακή ποιότητα των κτηματογραφήσεων, η έλλειψη βασικής εκπαίδευσης και τεχνογνωσίας στο προσωπικό που υποδέχεται τις δηλώσεις δικαιωμάτων στα γραφεία των μελετητών, η περιορισμένη δυνατότητα διορθώσεων με τη διαδικασία του προδήλου σφάλματος, που αφαιρεί από τον Υποθηκοφύλακα την ευκαιρία να διευκολύνει την συναλλαγή με μια ευρύτερη δυνατότητα διόρθωσης, τα υπερφορτωμένα πινάκια των ελληνικών δικαστηρίων και η σωρεία καινούργιων ζητημάτων για τους κτηματολογικούς δικαστές που καταβάλουν φιλότιμες προσπάθειες να αντιμετωπίσουν δυσεπίλυτα προβλήματα».
Επίσης, επισημαίνεται ότι η ύπαρξη κυρωμένων δασικών χαρτών αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για τη νόμιμη σύνταξη και λειτουργία του Εθνικού Κτηματολογίου, προϋπόθεση η οποία δεν τηρήθηκε, με αποτέλεσμα σήμερα να κινδυνεύουν να τιναχθούν πολλές μελέτες κτηματογράφησης κυριολεκτικά στον αέρα.
Τέλος, αναφέρουν ότι η λειτουργία του ελληνικού Κτηματολογίου συνοδεύεται από μια ιδιότυπη ηλεκτρονική γραφειοκρατία, η οποία επιβαρύνει οικονομικά τον συναλλασσόμενο πολίτη και έτσι το έργο, που όφειλε να είναι γρήγορο, ασφαλές και φιλικό στον χρήστη, αποδείχθηκε χρονοβόρο, αναξιόπιστο και μη ευέλικτο. Ενώ καταλήγοντας, αναφέρουν χαρακτηριστικά: «για ποιο Κτηματολόγιο μιλάμε όταν δεν έχουμε χάραξη του αιγιαλού σε μία τουριστική χώρα με 16,5 χιλιάδες χιλιόμετρα ακτογραμμή;».
Πηγή