Όλες οι ιστορίες περί ακουστικής του 2.300 ετών αρχαίου θεάτρου της Επιδαύρου λέγονται πάντα στον υπερθετικό βαθμό.
Οι τουρίστες εξάλλου αλλά και η μαθητιώσα νεολαία της Ελλάδας περνούν αναγκαστικά από κάποιο αρχαίο θέατρο όχι μόνο για να θαυμάσουν τη μεγαλειώδη απλότητά του, αλλά και να έρθουν σε επαφή με την περίφημη ακουστική του, την τελειότερη, εξαιρετικότερη, αρτιότερη και καλύτερη που έχει φτιάξει ποτέ ανθρώπου χέρι.
Όλοι στέκονται σε κάποιο σημείο της πίσω σειράς, κλείνουν τα μάτια και προσπαθούν να συγκεντρωθούν στους ήχους της σκηνής, εκεί δηλαδή που ο ξεναγός πετά ένα κέρμα ή σκίζει ένα χαρτί.
Τη θρυλική ακουστική της Επιδαύρου την επιβεβαιώνουμε διαισθητικά ή εμπειρικά όλοι, μόνο που προσφάτως έχει τεθεί στο στόχαστρο της επιστήμης. Και η ετυμηγορία μερικών χωρά σε σαφώς μικρότερο καλάθι.
Ίσως έχουν παρέλθει οι εποχές που η ακουστική των αρχαιοελληνικών θεάτρων λογιζόταν «τέλεια προσαρμοσμένη και κατάλληλη για την υποστήριξη της ομιλίας σε παραστάσεις αρχαίου δράματος», όπως κατέληγε άλλοτε για την ακουστική της Επιδαύρου η Ευρωπαϊκή Ένωση Ακουστικής.
Στην επιστημονική επιθεώρηση της οποίας διαβάζαμε στις αρχές του 2013 πως ξεχωριστές ομάδες ερευνητών, χρησιμοποιώντας την τελευταία λέξη της τεχνολογίας των ακουστικών μετρήσεων, είχαν καταλήξει πως η Επίδαυρος, η ίδια η πηγή του ακουστικού σχεδιασμού όλων των χώρων μεγάλων ακροατήριων που ακολούθησαν, είχε τέλεια ακουστική.
Πήρε πράγματι άριστα στα τεστ και ειδικά σε ό,τι αφορούσε στην καταληπτότητα της ομιλίας ακόμα στις τελευταίες θέσεις και τα πιο απομακρυσμένα σημεία από τη σκηνή. Η Ευρωπαϊκή Ένωση Ακουστικής μας είχε πει μάλιστα πως ακόμα και μετρήσεις που έγιναν παρουσία θεατών δεν κατέγραψαν ουσιαστική μείωση της εξαιρετικής ακουστικής του θεάτρου.
Οι ευρωπαίοι ειδικοί κατέληξαν πως ήταν η λειτουργία των παροιμιωδών αντανακλάσεων των ελληνικών θεάτρων που συνέβαλλαν στο ακουστικό θαύμα τόσο της Επιδαύρου όσο και των άλλων ελληνικών αμφιθεάτρων που ελέγχθηκαν. Αντανακλάσεις που φτάνουν στον ακροατή από τις κοντινές επιφάνειες των εδωλίων και λειτουργούν υποβοηθητικά στο αρχικό ακουστικό σήμα.
Ακόμα και ο Ρωμαίος Βιτρούβιος ομολογούσε ήδη τον 1ο αιώνα π.Χ. (στα «Δέκα Βιβλία Αρχιτεκτονικής» του) την αξιοθαύμαστη αρχιτεκτονική των ελληνικών αμφιθεάτρων. Το ίδιο έκαναν και συγγραφείς του 17ου αιώνα, όταν ο ήχος άρχισε να μελετάται επιστημονικά, πόσο μάλλον στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν η επιστήμη της ακουστικής πια είχε την Επίδαυρο ως τον μεγαλύτερο σταθμό στην εξέλιξη του ηχητικού σχεδιασμού.
Στην περίφημη μελέτη του άλλωστε το 1975, ο Shankland δεν είχε κανένα πρόβλημα να παρατηρήσει πως τα θέατρα της αρχαίας κλασικής περιόδου είχαν αξιοσημείωτη ακουστική όσον αφορά στην ευκρίνεια του λόγου, στο σόλο ή το ομόφωνο τραγούδι, την ψαλμωδία και τα μουσικά όργανα.
Κι ενώ αυτά ξέραμε μέχρι τώρα, πλέον κάποιοι αμφισβητούν την παροιμιώδη ακουστική των θεάτρων των προγόνων μας, προκαλώντας πύρινες μάχες εντός της επιστήμης…
Όταν έβαζε τις τελευταίες πέτρες στο μεγαλειώδες θέατρό του στην Επίδαυρο κατά τον 4ο αιώνα π.Χ., ο αρχιτέκτονας Πολύκλειτος ο Νεότερος δεν θα μπορούσε να ξέρει πως είχε δημιουργήσει ένα σοφιστικέ ακουστικό φίλτρο. Όταν όμως οι πρώτοι θεατές των πίσω σειρών μπορούσαν να ακούσουν ό,τι εκτυλισσόταν στη σκηνή με εξαιρετική καθαρότητα, οι Έλληνες κατάλαβαν πιθανότατα ότι τα είχαν κάνει όλα σωστά.
Τόσο σωστά που κάθε απόπειρα να μιμηθούν άλλοι τον αριστοτεχνικό σχεδιασμό της Επιδαύρου δεν θα απέδιδε ποτέ τους ίδιους καρπούς! Οι μελέτες τόσο ελλήνων ερευνητών όσο και ξένων ακαδημαϊκών μας λένε πως η πολυθρύλητη ηχητική των αρχαίων θεάτρων που θαυμάζουμε σήμερα εξασφαλιζόταν όχι αποκλειστικά με τον σχεδιασμό του αμφιθεάτρου, αλλά και με κάποια τρικ των προγόνων μας.
Όπως τα αντηχούντα αγγεία που βρίσκονταν κάτω από τα σκαλιά του κοίλου, κάτι που αποκάλυψε η αρχαιολογική σκαπάνη στο αρχαίο θέατρο του Δίου. Αυτά τα αγγεία τοποθετούνταν στρατηγικά σύμφωνα με μαθηματικούς τύπους σε κόγχες κάτω από τα σκαλιά του κοίλου, ώστε να κάνουν εντονότερη την αντήχηση σε συγκεκριμένες νότες. Λειτουργούσαν δηλαδή σαν πραγματικά μεγάφωνα.
Η φωνή των ηθοποιών συντονιζόταν με την αντήχηση των αγγείων και γινόταν εξόχως δυνατότερη. Αλλά και όλος ο σχεδιασμός του θεάτρου είχε πολλά μαθηματικά εντός του, μια κληρονομιά των Πυθαγορείων στην αρχιτεκτονική, ενσωματώνοντας τις αρμονικές θεωρίες των μαθητών του Πυθαγόρα.
Τα θέατρα των Ελλήνων υιοθετούσαν περαιτέρω τεχνικές ηχοπροστασίας, αλλά και μεθόδους ενίσχυσης της φωνής με στρατηγικές ηχοαντανακλάσεις πάνω στο ίδιο το θέατρο. Έτσι αναπληρώνονταν οι φυσικές εξασθενίσεις του ήχου και έφτανε αυτός ως και τα υψηλότερα καθίσματα του κοίλου. Κοντολογίς, οι αντανακλάσεις της ορχήστρας και της σκηνής κάλυπταν όλο το θέατρο, μην αφήνοντας κανέναν θεατή παραπονεμένο.
Ακόμα και οι μάσκες, τα προσωπεία, που φορούσαν οι ηθοποιοί του αρχαίου δράματος επηρέαζαν σημαντικά την ένταση της φωνής. Σύγχρονες τεχνικές έρευνας έχουν αποκαλύψει εδώ και καιρό ότι μπορεί η ομιλία των ηθοποιών να αλλοιωνόταν μέσω της μάσκας, την ίδια στιγμή ωστόσο ενισχυόταν η ένταση της φωνής που εκπέμπεται από την πίσω πλευρά του κεφαλιού.
Αυτά τα στοιχεία φαίνεται πως ενυπήρχαν στα θέατρα των προγόνων μας στην Αθήνα, τη Λάρισα, το Άργος, τη Μαντίνεια, την Κόρινθο, τη Μεσσήνη, τους Δελφούς, τη Ρόδο, τη Δωδώνη κ.λπ.
Ακαδημαϊκοί ερευνητές της ακουστικής από το Πολυτεχνείο της Τζόρτζια των ΗΠΑ έχουν υποδείξει άλλωστε ότι το θαύμα της ελληνικής ακουστικής βασιζόταν κυρίως στη διάταξη των θέσεων. Αυτές οι πέτρινες σειρές σχηματίζουν ένα αποτελεσματικότατο ακουστικό φίλτρο, μας λένε, που κόβει τους χαμηλής συχνότητας θορύβους του περιβάλλοντος, όπως το βουητό του πλήθους, και αντανακλά τις υψηλής συχνότητας φωνές των ερμηνευτών της σκηνής.
Αυτός ο δαιμόνιος σχεδιασμός με τα φυσικά αντηχεία έκανε την ανθρώπινη λαλιά να φτάνει ανεμπόδιστα ως τα πίσω καθίσματα, μας λένε οι ερευνητές στο άρθρο τους που δημοσιεύτηκε στο «Journal of the Acoustics Society of America», χρησιμοποιώντας σύγχρονες τεχνικές ακουστικής και υπερήχων.
Κι ενώ πολλοί υποπτεύονταν μέχρι τώρα ότι η διάταξη των θέσεων είχε πολλά να κάνει με την παροιμιώδη ακουστική της Επιδαύρου, ήταν η πρώτη φορά που αποδείχτηκε κάτι τέτοιο ερευνητικά και αναπαράχθηκε πειραματικά. Οι αμερικανοί ακαδημαϊκοί μας λένε μάλιστα πως τα άλλα στοιχεία (όπως οι μάσκες και τα αγγεία) διαδραμάτιζαν αναμφίβολα ενισχυτικό ρόλο, ήταν όμως πρωτίστως τα πέτρινα καθίσματα που έκαναν το θαύμα.
Δεν ήταν λοιπόν ότι έχτιζαν τα θέατρά τους κατά τη διεύθυνση του ανέμου (από τη σκηνή προς το κοινό), όπως θεωρούσαν παλαιότερα, αλλά η αντανάκλαση του ήχου στις πτυχωτές επιφάνειες της Επιδαύρου που ευθύνονται για τον καθάριο ήχο. Το χαμηλής συχνότητας μουρμουρητό των θεατών κοβόταν λοιπόν στα κατασκευαστικά φίλτρα του θεάτρου και την ίδια στιγμή ενισχυόταν καθοριστικά η ακουστικότητα των φωνών των ηθοποιών. Τόσο απλά, τόσο ευφυώς, μας λένε οι δύο ερευνητές…
Όλη αυτή η λατρεία για την ακουστική της Επιδαύρου δεν είναι καθόλου δικαιολογημένη, μας λένε ολλανδοί ερευνητές του Πολυτεχνείου του Αϊντχόφεν. Η δική τους ομάδα ανέλυσε την ακουστική τριών ελληνικών θεάτρων, με περισσότερες μάλιστα από 10.000 μετρήσεις, και βρήκε πως ο ηθοποιός μπορούσε πράγματι να ακουστεί στα πάνω καθίσματα φτάνει να μιλούσε δυνατά. Ένας ψίθυρος, ένα κέρμα, το άναμμα του σπίρτου ή το σκίσιμο του χαρτιού φτάνει όμως μόνο μέχρι το μισό του κοίλου, καταλήγουν, απορρίπτοντας τα περί θρυλικής ακουστικής.
Οι Ολλανδοί ανέλυσαν τα αρχαία θέατρα της Επιδαύρου, του Άργους και του Ηρώδου του Αττικού με μια δική τους πρωτοποριακή εργαστηριακή μέθοδο ταυτόχρονης ανάλυσης μέσω ασύρματων ηχείων και κατέληξαν πως οι ανεπαίσθητοι αυτοί ήχοι, όπως του νομίσματος ή του χαρτιού, θα μπορούσαν πράγματι να ακουστούν σε όλο το θέατρο, θα αναγνωρίζονταν ωστόσο ως τέτοιοι μόνο μέχρι τη μέση του. Όσο για τους ψιθύρους των ηθοποιών, αυτοί θα ακούγονταν μόνο από τις προνομιούχες μπροστινές θέσεις.
Μόνο όταν οι ηθοποιοί μιλούσαν δυνατά και καθαρά τους άκουγαν τα τεχνητά αυτιά των ερευνητών στα πάνω καθίσματα. Και στα τρία θέατρα. Κι έτσι κατέληξαν πως ναι μεν η ακουστική ποιότητα των θεάτρων είναι καλή, δεν είναι όμως κατά κανέναν τρόπο αξιοσημείωτη. Στους Ολλανδούς απάντησε το Ελληνικό Ινστιτούτο Ακουστικής και μίλησε για «προσπάθεια εντυπωσιασμού» των ερευνητών, αν και εκείνοι απάντησαν πως δεν κυνηγούν «γρήγορη φήμη», επισημαίνοντας ότι η ακουστική των τριών θεάτρων που ερεύνησαν δεν είχε ποτέ εξεταστεί με τόση λεπτομέρεια.
«Ήμασταν σε θέση να πραγματοποιήσουμε τόσο πολλές μετρήσεις λόγω νέων, ταχύτερων και ακριβέστερων τεχνικών μέτρησης, οι οποίες δεν ήταν διαθέσιμες ακόμα σε προηγούμενες μελέτες. Αυτό μας έδωσε τη δυνατότητα να καταλήξουμε σε συμπεράσματα που δεν μπόρεσαν να βρουν οι προηγούμενες μελέτες. Οι μετρήσεις έγιναν στην Ελλάδα την άνοιξη του 2015», απάντησαν οι Ολλανδοί.
Αφήνοντας κατά μέρος τις επιστημονικές έριδες των δύο πλευρών, ο αναπληρωτής καθηγητής κλασικών σπουδών του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, Armand D’Angour, είπε το προφανές: «Η νέα έρευνα βασίζεται σε ένα θέατρο που έχει αλλάξει με το πέρασμα των αιώνων», κι έτσι «δεν μπορούμε να είμαστε καθόλου βέβαιοι ότι σήμερα οι ήχοι ακούγονται ακριβώς όπως τότε».
Και επισήμανε κι αυτός με τη σειρά του πως οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν διάφορους τεχνητούς και ευφάνταστους τρόπους για να ενισχύουν τους ήχους, κάτι που δεν λαμβάνεται υπόψη στη μελέτη του Πολυτεχνείου του Αϊντχόφεν.
Και πράγματι, όπως παραδέχονται και οι ίδιοι οι Ολλανδοί, οι συνθήκες θα ήταν τελείως διαφορετικές 2.000 χρόνια πριν. Πλέον λείπουν τα αγγεία και τα άλλα τρικ των Ελλήνων για να δυναμώνουν τις φωνές και τους ήχους της σκηνής, αυτά που μάγευαν άλλοτε την αρχαία γραμματεία και μιλούσε για θαύμα ακουστικής.
Ακόμα και οι επιφάνειες των θεάτρων ήταν διαφορετικές, γυαλιστερές και αστραφτερές, καθώς ξέρουμε πως οι πρόγονοί μας περιποιούνταν τακτικά τα μάρμαρα της Επιδαύρου. Όλοι πάντως ανεξαιρέτως παραδέχονται πως όποιοι έφτιαξαν αυτά τα θέατρα ήξεραν πολύ καλά τι έκαναν, ακόμα και χωρίς την επιστήμη της ακουστικής να καθοδηγεί τα καινοτόμα βήματά τους. Και παρά την αναγκαστική φθορά των αιώνων, οι διατεταγμένες αυτές αμφιθεατρικές πέτρες έχουν πολλά ακόμα να μας πουν, φτάνει να έχουμε τον σεβασμό να τις ακούσουμε…
Πηγή