Μετά την κατάρριψη του ρωσικού βομβαρδιστικού Sukhoi Su – 24 μέσα στον εναέριο χώρο της Συρίας από τουρκικά μαχητικά αεροσκάφη F – 16 πριν από μερικά χρόνια, οι διαχρονικά κακές ρωσοτουρκικές σχέσεις έφθασαν σε οριακό σημείο. Εκεί όμως που φαινόταν ότι θα οδηγούμασταν σε κάποιας μορφής σύγκρουση μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας, αυτό που προέκυψε ήταν μια απρόσμενη ρωσοτουρκική προσέγγιση.
Του Κωνσταντίνου Γρίβα*
Σε μεγάλο βαθμό, η εξέλιξη αυτή προέκυψε ως αναγκαστική πολιτική για τη Μόσχα, δεδομένου ότι η σύγκρουση με ένα μέλος του ΝΑΤΟ θα οδηγούσε περίπου αναπόφευκτα και σε σύγκρουση με τη Δύση εν συνόλω, με απρόβλεπτες συνέπειες, χωρίς να μπορεί να αποκλειστεί ακόμη και το ενδεχόμενο πυρηνικού πολέμου.
Η συμμετοχή της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ αποτελεί οργανικό στοιχείο της «συμμαχίας» της με τη Μόσχα
Η Τουρκία, από πλευράς της, το τελευταίο πράγμα που χρειαζόταν ήταν μια ανεξέλεγκτη σύγκρουση με τη Ρωσία. Έτσι, οι δύο χώρες επέλεξαν να οδηγηθούν σε μια ιδιόρρυθμη συμμαχία, η οποία τιθάσευσε προσωρινώς τα ανταγωνιστικά στοιχεία στις γεωπολιτικές τους ταυτότητες, χωρίς όμως να τα εξαλείψει. Αξιοσημείωτο είναι ότι κομβικό στοιχείο σε αυτή τη «λυκοφιλία» των δύο χωρών είναι η συμμετοχή της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ. Το γεγονός αυτό προσφέρει στη Ρωσία μια πέμπτη φάλαγγα μέσα στη Συμμαχία ενώ για την Τουρκία εξασφαλίζει ότι η Μόσχα δεν θα μπει στον πειρασμό να ρυθμίσει τις διαχρονικές διαφορές της με την Άγκυρα δια στρατιωτικών μέσων. Άρα, η παραμονή της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ είναι οργανικό στοιχείο της διατήρησης της ρωσοτουρκικής «συμμαχίας». Βέβαια, σε βάθος χρόνου, τα πράγματα μπορεί να αλλάξουν. Για παράδειγμα, η Ρωσία μπορεί να έχει ως μακρόπνοο στόχο να οδηγήσει την Τουρκία σιγά σιγά έξω από το ΝΑΤΟϊκό μαντρί, ώστε να την απομονώσει και να μπορέσει να ασκήσει πιο «σκληρές» πολιτικές εναντίον της. Προς ώρας όμως, τόσο την Τουρκία όσο και τη Ρωσία, δείχνει να τις βολεύει η παραμονή της πρώτης στο ΝΑΤΟ. Η συμμετοχή στο ΝΑΤΟ εξασφαλίζει στην Άγκυρα προστασία έναντι της Ρωσίας και στη Μόσχα μια σαθρή συμμαχική δομή την οποία θα μπορεί ενδεχομένως να αξιοποιήσει.
Θέλουν οι ΗΠΑ την Τουρκία εκτός ΝΑΤΟ;
Βέβαια, αυτός ο εν δυνάμει διαλυτικός ρόλος της Τουρκίας θα μπορούσε να οδηγήσει τις ΗΠΑ να την εκδιώξουν από το ΝΑΤΟ. Όμως, αυτό δεν είναι και τόσο εύκολο να συμβεί. Εκτός των άλλων προβλημάτων, δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι η Ουάσιγκτον θα εξασφάλιζε την απαιτούμενη συναίνεση για να επιτύχει κάτι τέτοιο. Χώρες όπως η Γερμανία, η Μεγάλη Βρετανία αλλά και η Γαλλία έχουν σημαντικές οικονομικές αλλά και γεωπολιτικές σχέσεις με την Τουρκία και δύσκολα θα επέλεγαν να τις θέσουν εν κινδύνω.
Το σημαντικότερο όμως είναι ότι ούτε οι Αμερικανοί είναι σίγουρο ότι θέλουν την Τουρκία εκτός ΝΑΤΟ. Αντιθέτως, έχουν κάνει τόσο μεγάλη γεωπολιτική επένδυση στην Τουρκία που πολύ δύσκολα θα πάρουν τη μεγάλη απόφαση να ξεκόψουν ολοκληρωτικά και απόλυτα μαζί της. Επιπροσθέτως, οι ηγετικοί κύκλοι της Ουάσιγκτον γνωρίζουν ότι σε περίπτωση που η Τουρκία εκδιωχθεί εκτός ΝΑΤΟ ενδέχεται να ωθηθεί στο να αποτελέσει μέρος ενός διαμορφούμενου πανευρασιατικού γεωπολιτικού σχήματος, καθοδηγούμενο από τη Μόσχα και το Πεκίνο, που αποτελεί τον απόλυτο εφιάλτη για τους ηγεμονικούς σχεδιασμούς των ΗΠΑ.
Το πιο πιθανόν λοιπόν είναι οι ΗΠΑ να επιλέξουν μια «υβριδική» σχέση με την Τουρκία, όπου η εχθρότητα θα παραμείνει «εγκιβωτισμένη» στο πλαίσιο μιας επίσημης συμμαχίας, ευελπιστώντας ότι τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν στο μέλλον.
Και πράγματι μπορεί να αλλάξουν. Όσο δε και αν φαίνεται παράδοξο, ο καταλύτης μπορεί να είναι η εντεινόμενη σύγκρουση ΗΠΑ – Τουρκίας για το θέμα το πάστορα Μπράνσον. Συγκεκριμένα, όσο το ζήτημα αυτό παίρνει διαστάσεις, τόσο λειτουργεί ως σημείο απορρόφησης και συμπύκνωσης των τουρκοαμερικανικών διαφορών. Άρα, αν επιλυθεί ενδέχεται να οδηγήσει σε ριζική αντιστροφή του κλίματος μεταξύ των δύο χωρών. Και αν ο Πρόεδρος Ερντογάν θεωρήσει ότι ήλθε η στιγμή να δείξει γενναιοδωρία ή υποχωρητικότητα, απελευθερώνοντας τον Αμερικανό πάστορα, τότε οι σχέσεις των δύο χωρών μπορεί να επαναδιατυπωθούν από τη μία στιγμή στην άλλη. Βέβαια, συμβαίνουν και ατυχήματα, ενώ πολλές φορές οι συγκρουσιακές καταστάσεις αποκτούν τη δική τους δυναμική και ξεφεύγουν από τον έλεγχο των εμπλεκομένων. Ωστόσο, είναι πολύ νωρίς για να διακρίνουμε αν η σύγκρουση Ουάσιγκτον – Άγκυρας θα οδηγήσει σε οριστικό και βαθύ σχίσμα στις σχέσεις των δύο χωρών ή θα αποδειχθεί ότι είναι οι ωδίνες του τοκετού μιας νέας τουρκοαμερικανικής σχέσης. Και φυσικά είναι εξαιρετικά πρόωρο για να αποφανθούμε ότι η Τουρκία οδηγείται εκτός ΝΑΤΟ, τη στιγμή που κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να είναι η επιθυμία, τουλάχιστον σε μεσοπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα, ούτε της Ουάσιγκτον, ούτε της Μόσχας ούτε της Άγκυρας.
(*) Ο Κωνσταντίνος Γρίβας είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Γεωπολιτικής στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Διδάσκει επίσης Γεωγραφία της Ασφάλειας στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή στο Τμήμα Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο news.gr
localStorage.clear();
Πηγή