Οι νέοι είναι τα κύρια θύματα του οικονομικού μαρασμού που προκάλεσε η πανδημία του νέου κορονοϊού, αποκαλύπτει η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας σε έκθεσή της που δημοσιεύεται σήμερα, με έναν στους έξι νέους να μην έχει δουλειά.
Παρουσιάζοντας την έκθεση στα ΜΜΕ, ο γενικός διευθυντής της ΔΟΕ, Γκάι Ράιντερ, κάλεσε τις κυβερνήσεις να δώσουν «ιδιαίτερη προσοχή σε αυτή τη γενιά του lockdown» ώστε να μην επηρεαστεί από την κρίση μακροπρόθεσμα.
Σύμφωνα με το ΑΠΕ – ΜΠΕ εξήγησε πως οι νέοι πλήττονται δυσανάλογα από την κρίση, λόγω των διαταράξεων στην αγορά εργασίας και στους τομείς της εκπαίδευσης και της επαγγελματικής κατάρτισης.
Σύμφωνα με την έρευνα που διενήργησε η ΔΟΕ μεταξύ νέων κάτω των 29 ετών, ένας στους έξι ερωτηθέντες νέους σταμάτησε να εργάζεται μετά την εμφάνιση της COVID-19, ενώ όσοι διατήρησαν την εργασία τους είδαν τις ώρες εργασίας τους να μειώνονται κατά 23%.
Επιπλέον, περίπου οι μισοί νεαροί φοιτητές κάνουν λόγο για μια «πιθανή καθυστέρηση» στην ολοκλήρωση των σπουδών τους ενώ 10% από αυτούς δεν περιμένουν ότι θα είναι σε θέση να τις ολοκληρώσουν.
Με ποσοστό 13,6% το 2019, η ανεργία των νέων ήταν ήδη η πιο υψηλή από οποιαδήποτε άλλη πληθυσμιακή κατηγορία. Περίπου 267 εκατομμύρια νέοι ήταν χωρίς δουλειά καθώς δεν είχαν τελειώσει εγκύκλιες σπουδές ούτε είχαν επαγγελματική κατάρτιση.
Οι νέοι ηλικίας 15-25 ετών που εργάζονταν απασχολούνταν γενικά με μορφές απασχόλησης που τους καθιστούσαν πιο ευάλωτους, είτε γιατί ήταν χαμηλά αμειβόμενες ή ανεπίσημες θέσεις εργασίας, είτε λόγω του καθεστώτος τους ως μετανάστες εργαζόμενοι.
«Η οικονομική κρίση που οφείλεται στην Covid-19 πλήττει τους νέους –ιδιαίτερα τις γυναίκες– πιο σκληρά και πιο γρήγορα από ό,τι τις υπόλοιπες κατηγορίες του πληθυσμού», ανέφερε σε μια ανακοίνωση ο Γκάι Ράιντερ.
«Αν δεν ληφθούν επειγόντως δυναμικά μέτρα προκειμένου να βελτιωθεί η κατάστασή τους, θα αναγκαστούμε ίσως να αναλάβουμε το βάρος της κληρονομιάς του ιού για δεκαετίες», πρόσθεσε.
Η σχέση των μαζικών τεστ με την εργασία
Αυτή η τέταρτη έκδοση του Παρατηρητηρίου της ΔΟΕ για την επίδραση της Covid-19 δείχνει επίσης πως μια μαζική διενέργεια διαγνωστικών τεστ οδηγεί σε πολύ μικρότερες διαταράξεις στην αγορά εργασίας και στο κοινωνικό επίπεδο απ’ ό,τι τα μέτρα καραντίνας και περιορισμού (lockdown).
Στις χώρες που πραγματοποιούν μαζικά τεστ στον πληθυσμό και οργανώνουν μεγάλες επιχειρήσεις εντοπισμού του ιού, η μέση μείωση των ωρών εργασίας είναι μειωμένη έως και 50%.
Σύμφωνα με τη ΔΟΕ, υπάρχουν τρεις λόγοι γι΄αυτό: τα τεστ μειώνουν την ανάγκη να εφαρμοστούν αυστηρά μέτρα περιορισμού, προωθούν την εμπιστοσύνη του κοινού, ενθαρρύνοντας την κατανάλωση και συμβάλλοντας στη στήριξη της εργασίας και, τέλος, επιτρέπουν να μειωθούν στο ελάχιστο οι επιχειρησιακές διαταράξεις στον χώρο εργασίας.
Εξάλλου τα διαγνωστικά τεστ μπορούν να συμβάλουν άμεσα στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, ακόμη και προσωρινών.
«Τα τεστ μπορούν να είναι μια πολύτιμη συνιστώσα στη στρατηγική για την αντιμετώπιση του φόβου, τη μείωση των κινδύνων και την ταχεία επανεκκίνηση των οικονομιών και των κοινωνιών μας» , εκτίμησε ο Ράιντερ.
Συνολικά, η κρίση εξακολουθεί να οδηγεί σε «μια μείωση άνευ προηγουμένου της οικονομικής δραστηριότητας και του χρόνου εργασίας παγκοσμίως», παρατηρεί εξάλλου η ΔΟΕ, με την περιοχή της Βόρειας και της Νότιας Αμερικής να έχει επηρεαστεί πιο πολύ, ακολουθούμενη από την Ευρώπη και την κεντρική Ασία.
Σε σχέση με το τέταρτο τρίμηνο του 2019, η οργάνωση παρατηρεί μια μείωση 4,8% των ωρών εργασίας στο πρώτο τρίμηνο του 2020 (που ισοδυναμεί με 135 εκατομμύρια θέσεις εργασίας στη βάση μιας εργάσιμης εβδομάδας 48 ωρών).
Όσο για τις προοπτικές για το δεύτερο τρίμηνο είναι «καταστροφικές»: οι ώρες εργασίας αναμένεται να μειωθούν περίπου κατά 10,7% (ποσοστό που αντιστοιχεί σε 305 εκατομμύρια θέσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης).
Πηγή