Ήταν αργά το μεσημέρι της 4ης Οκτωβρίου του 1970 όταν ο 20χρονος Γιάννης μπήκε στο καφενείο του χωριού του, λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Δράμα. Είχε ραντεβού με ένα φίλο του για να παίξουν τάβλι.
Γράφει η Μαρία Ζαχαροπούλου
Η παρτίδα, μεταξύ των δυο φίλων, βρισκόταν στη μέση όταν ο νεαρός ένιωσε έντονη αδιαθεσία. Λίγα λεπτά αργότερα έπεσε στο πάτωμα του καφενείου σφαδάζοντας από πόνους στην κοιλιά. Οι συγχωριανοί του έσπευσαν να τον βοηθήσουν και τον μετέφεραν στο σπίτι του. Τα συμπτώματα, όμως, δεν υποχωρούσαν και ο 20χρονος μεταφέρθηκε σε κλινική της Δράμας αλλά κι εκεί δεν κατάφεραν να τον βοηθήσουν και ο 20χρονος μετά από λίγο εξέπνευσε.
Η οικογένεια του νεαρού βυθίστηκε στο πένθος. Ο θάνατος του ήταν ένα ακόμη βαρύ πλήγμα, καθώς κι ο πατέρας του Γιάννη είχε φύγει από τη ζωή ξαφνικά, λίγα χρόνια νωρίτερα.
Ο αιφνίδιος θάνατος του 20χρονου, ωστόσο, δημιούργησε υπόνοιες πως μπορεί κάτι ύποπτο να είχε συμβεί. Έτσι, η αστυνομία άρχισε να ερευνά την υπόθεση αφήνοντας ανοικτά όλα τα ενδεχόμενα ακόμη και αυτό της εγκληματικής ενέργειας. Οι αρμόδιες αρχές διέταξαν την διενέργεια νεκροψίας, νεκροτομής με τα εργαστήρια της Αθήνας να αναλαμβάνουν τις τοξικολογικές εξετάσεις.
Παράλληλα, οι αστυνομικοί άρχισαν να ερευνούν τους ανθρώπους του στενού οικογενειακού και φιλικού περιβάλλοντος του νεαρού. Από τις μαρτυρίες των προσώπων που πέρασαν από το αστυνομικό τμήμα προέκυψε ότι ο νεαρός δεν είχε διαφορές με κανέναν. Ωστόσο, στο χωριό ήταν κοινό μυστικό πως ο 20χρονος καβγάδιζε τακτικά με τον 78χρονος παππού του Θεόδωρο Κ. για οικονομικούς λόγους. Ο 20χρονος ζητούσε από τον παππού του να τακτοποιήσουν τα περιουσιακά τους αλλά ο 78χρονος αρνιόταν κατηγορηματικά με αποτέλεσμα να δημιουργούνται συνεχώς εντάσεις.
Οι αστυνομικοί δεν άργησαν να βάλουν στο μικροσκόπιο τους τον 78χρονο άνδρα, καθώς όλοι οι μάρτυρες έκαναν λόγο για έναν ιδιόρρυθμο ηλικιωμένο που κατά καιρούς δημιουργούσε προβλήματα. Μάλιστα, οι μάρτυρες δεν παρέλειψαν να αναφέρουν το γεγονός πως ο 78χρονος δεν παρέστη στην κηδεία του εγγονού του. Οι αστυνομικοί ήξεραν πως οι τελευταίες ώρες του Γιάννη έκρυβαν το μυστικό του θανάτου του και εκεί εστίασαν το ενδιαφέρον τους.
Ψάχνοντας, λοιπόν, την άκρη του νήματος διαπίστωσαν πως ο Γιάννης, την μοιραία εκείνη ημέρα, λίγο πριν πάει στο καφενείο, είχε περάσει από το σπίτι του παππού του ο οποίος τον κράτησε για φαγητό. Οι δυο άνδρες έφαγαν για μεσημεριανό σούπα και ο Γιάννης, αμέσως μετά έφυγε για να συναντήσει το φίλο του με τον οποίο είχε ραντεβού στο καφενείο.
Τα αποτελέσματα των τοξικολογικών εξετάσεων ήρθαν για να φωτίσουν τα αίτια του θανάτου του Γιάννη και να ενισχύσουν τις υπόνοιες των αστυνομικών. Ο νεαρός είχε δηλητηριαστεί από φυτοφάρμακο το οποίο είχαν ρίξει μέσα στη σούπα που έφαγε για μεσημεριανό.
Οι αρχές προχώρησαν στην σύλληψη του παππού του Γιάννη κατηγορώντας τον ότι δηλητηρίασε με φυτοφάρμακο το νεαρό. Ωστόσο, ο 78χρονος αρνήθηκε επίμονα, από την πρώτη στιγμή, πως ήταν υπεύθυνος για τον θάνατο του εγγονού του.
Την ίδια στάση τήρησε και 8 μήνες αργότερα όταν ο 78χρονος κάθισε το εδώλιο του κακουργιοδικείου Καβάλας. Δήλωσε αθώος επιμένοντας πως αγαπούσε τον εγγονό του και δεν θα του έκανε ποτέ κακό.
Οι συγγενείς και φίλοι του άτυχου Γιάννη που πέρασαν από το βήμα του μάρτυρα επανέλαβαν πως οι σχέσεις παππού και εγγονού ήταν τεταμένες καθώς είχαν περιουσιακές διαφορές.
Ο ηλικιωμένος, όπως είπαν, ήταν δύστροπος και τον είχαν ακούσει πολλές φορές να απειλεί τον νεαρό λέγοντας: «και άλλος πρόκειται να πεθάνει». Και αυτό γιατί, όπως εξήγησαν, υπήρχαν υπόνοιες ότι ο 78χρονος ήταν υπεύθυνος και για τον θάνατο του γιου του χωρίς, ωστόσο, ουδέποτε να έχει αποδειχθεί κάτι.
Οι ισχυρισμοί του ηλικιωμένου ότι δεν εμπλέκεται με το θάνατο του εγγονού του δεν κατάφεραν να πείσουν το δικαστήριο. Οι δικαστές, υιοθετώντας την εισαγγελική πρόταση, τον έκριναν ένοχο για ανθρωποκτονία από πρόθεση αλλά του αναγνώρισαν το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου καταδικάζοντας τον σε κάθειρξη 15 ετών.
Πηγή