Η μουσική του, αυτό που πολλοί -και ίσως όχι άδικα- προσδιορίζουν ως «αληθινή μουσική»- έχει τη ικανότητα να σε ταξιδέψει σε μέρη ονειρικά. Έχει όμως και την δυνατότητα να στείλει τη σκέψη σου σε μέρη σκοτεινά και παγερά που προκαλούν στον άνθρωπο ανατριχίλα.
Ο Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ, έγραψε εκατοντάδες έργα. Το τελευταίο του, ωστόσο, έμελλε να είναι αυτό που γιγάντωσε τον μύθο γύρω από το όνομά του. Το Ρέκβιεμ, δεν είναι ένα απλό μουσικό έργο. Είναι ένα κατά παραγγελία πένθιμο εμβατήριο για το οποίο κάποια στιγμή ο βαριά άρρωστος δημιουργός του, θεώρησε πως είναι το δικό του πένθιμο εμβατήριο και πως εκείνος που του το παρήγγειλε ήταν ο ίδιος ο Θάνατος.
«Το Ρέκβιεμ του Μότσαρτ είναι θεϊκό μα δεν θα το ακούσουμε ποτέ», έγραψε ο συνθέτης Πιερ-Ανρί Ντιτρόν. Και αυτό είναι μια μεγάλη αλήθεια αν σκεφτεί κανείς πως τελικά ο θάνατος, «επισκέφθηκε» τον Μότσαρτ πριν προλάβει να το ολοκληρώσει. Μόλις στα 35 του χρόνια. Το ολοκλήρωσε ένας νεαρός και άσημος συνθέτης. Οπότε υπό αυτή την έννοια το Ρέκβιεμ είναι ένα επί της ουσίας… σπουδαίο ανολοκλήρωτο έργο.
Όλα αυτά, ωστόσο, που έγιναν ή που δεν έγιναν και αφορούν τη δημιουργία του Ρέκβιεμ είναι και αυτά που το κάνουν τόσο επικίνδυνα ελκυστικό.
Ένα κατά παραγγελία πένθιμο εμβατήριο
Η ιστορική πορεία του Μότσαρτ είναι λίγο- πολύ γνωστή στους πάντες. Ήδη από τα πέντε του χρόνια άρχισε να συνθέτει τα πρώτα του έργα. Με το πέρασμα του χρόνου η φήμη του λάμβανε όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις.
Όπως διαρκώς μεγαλύτερες διαστάσεις λάμβανε και η άσωτη ζωή που έκανε. Αυτή η ζωή σε συνδυασμό με τον διαχρονικό στόχο του να γίνει μέλος της βασιλικής αυλής τον έκαναν να δαπανά τεράστια ποσά.
Αυτό με τη σειρά του δημιούργησε τεράστια χρέη και τον έφερε πολλές φορές στα πρόθυρα της χρεοκοπίας. Συνεπακόλουθα αυτό τον ανάγκαζε να δημιουργεί κατά παραγγελία έργα προκειμένου να ξεχρεώνει.
Προς το τέλος της ζωής του και με δεδομένη την κλονισμένη υγεία του αυτό έγινε ακόμα πιο έντονο. Και έφτασε σε θανατηφόρα όρια όταν κάποια στιγμή στο σπίτι του Μότσαρτ εμφανίστηκε ένας μασκοφόρος άνδρας. Ο άγνωστος ζήτησε από τον διάσημο συνθέτη να του γράψει ένα ρέκβιεμ. Ένα πένθιμο εμβατήριο.
Ο Μότσαρτ συγκλονίστηκε από την παρουσία του άνδρα ο οποίος άρχισε να τον πιέζει αφόρητα προκειμένου να ολοκληρώσει το δυνατόν συντομότερο το έργο. Και όσο πιο πολύ τον πίεζε τόσο ο Μότσαρτ βυθιζόταν σε μια μαύρη δίνη. Η κλονισμένη υγεία του άρχισε να καταρρέει υπό τη συναισθηματική πίεση.
Ο διάσημος συνθέτης παράτησε τα πάντα. Το να ολοκληρώσει το ρέκβιεμ, του έγινε εμμονή. Δεν έτρωγε, δεν κοιμόταν ακόμα και κλινήρης το μόνο που σκεφτόταν ήταν αυτό το έργο. Κάποιες στιγμές ένιωθε πως αυτός ο άνδρας ήταν στην πραγματικότητα ο Θάνατος και πως το έργο το έγραφε για τον εαυτό του!
«Το μυαλό μου είναι σε αναστάτωση. Η εικόνα του άγνωστου ξένου είναι συνεχώς μπροστά στα μάτια μου. Τον βλέπω να με παρακαλάει, να με πιέζει και ανυπόμονα να απαιτεί το έργο. Εγώ δουλεύω, η σύνθεση με κουράζει λιγότερο από το να αναπαύομαι. Άλλωστε, δεν χρειάζεται πια να φοβάμαι. Είμαι απόλυτα σίγουρος ότι το τέλος πλησιάζει. Αυτός είναι ο θρήνος μου. Δεν πρέπει να τον αφήσω μισοτελειωμένο…», έγραφε ο ίδιος.
Τελικά, ο Μότσαρτ δεν κατάφερε να ολοκληρώσει το έργο του. Πέθανε στις 5 Δεκεμβρίου 1791, σε ηλικία 35 ετών.
Την ολοκλήρωση του έργου ανέλαβε, κατ’ εντολήν της χήρας του μεγάλου μουσουργού, λίγο καιρό μετά τον θάνατο του, ο νεαρός μουσικός Φραντς Χάβερ Σούσμαϊερ, ο οποίος τότε παρουσιαζόταν ως μαθητής του Μότσαρτ αλλά στην πραγματικότητα ήταν του Αντόνιο Σαλιέρι!
Ο μυστηριώδης μασκοφόρος και ο «μισητός εχθρός» Αντόνιο Σαλιέρι
Ποιος όμως ήταν ο μυστηριώδης μασκοφόρος; Σε αντίθεση με όσα είχε δημιουργήσει το ταραγμένο μυαλό του Μότσαρτ, η απάντηση είναι απλή και δεν κρύβει καθόλου μυστήριο ή μεταφυσική μέσα της.
Ο εντολέας ήταν ο κόμης Φραντς φον Βάλσεγκ. Ένας γνωστός και μη… εξαιρετέος μουσικόφιλος, καλοπληρωτής μεν, ολίγον κλέφτης δε! Ο φον Βάλσεγκ είχε την κακή συνήθεια να οικειοποιείται (για να το θέσουμε ευγενικά) συνθέσεις διάφορων σπουδαίων δημιουργών της εποχής και στη συνέχεια σε ιδιωτικά κοντσέρτα να τις παρουσιάζει ως δικές του.
Προφανέστατα ο κόμης γνωρίζοντας πόσο βαριά άρρωστος ήταν ο Μότσαρτ προσπάθησε να επωφεληθεί της κατάστασης. Μπορεί όταν είδε πόσο επηρεάζει η εικόνα του τον σπουδαίο μουσουργό να τον πίεζε ακόμα περισσότερο προκειμένου να επισπεύσει το τέλος, ώστε μετά να παρουσιάσει το Ρέκβιεμ ως δικό του έργο.
Ένας άλλος «θρύλος» γύρω από το ρέκβιεμ ήταν η σχέση του Μότσαρτ με τον αυτοκρατορικό συνθέτη, διευθυντή της Ιταλικής Όπερας της Βιέννης και βασιλικό μαέστρο στην αυλή των Αψβούργων, Αντόνιο Σαλιέρι!
Ο μύθος σχετικά με τις σχέσεις των δυο ανδρών τους θέλει διαρκώς «στα μαχαίρια». Αυτό είναι η μισή αλήθεια. Η άλλη μισή είναι πως και οι δυο αναγνώρισαν στο πρόσωπο του αντιπάλου τους μια μουσική ιδιοφυία. Σχετικά πρόσφατα, μάλιστα, αποδείχθηκε πως οι δυο τους είχαν γράψει μαζί ένα έργο. Μια καντάτα διάρκειας τεσσάρων λεπτών η οποία ανακαλύφθηκε στα αρχεία του Εθνικού Μουσείου Μουσικής της Τσεχίας τον Νοέμβριο του 2015.
Οπότε, πώς προέκυψαν οι φήμες πως ο Σαλιέρι ευθυνόταν για το θάνατο του Μότσαρτ; Αρχικά από την εμμονή του ίδιου πως πέθαινε επειδή κάποιος τον είχε δηλητηριάσει. Και ποιος μπορεί να ήθελε το θάνατό του; Μα φυσικά ο Σαλιέρι. Στη συνέχεια υπάρχει μια «ομολογία» του ίδιου του Σαλιέρι, η οποία, όμως, δεν λαμβάνεται υπόψιν.
Το 1823 όντας στο νοσοκομείο, βαριά άρρωστος, με την κατάσταση της υγείας του μη αναστρέψιμη και πνευματικά διαταραγμένος, ο Σαλιέρι, σε μια κρίση, «ομολογεί» πως αυτός σκότωσε τον Μότσαρτ. Προφανώς το είχε ακούσει τόσες πολλές φορές ως κατηγορία που μέσα στο θολωμένο του μυαλό το «μετέτρεψε» σε πραγματικότητα. Αργότερα σε μια στιγμή διαύγειας, ανασκεύασε αλλά ήταν πλέον αργά. Οι φήμες είχαν βρει πρόσφορο έδαφος για να καλλιεργηθούν.
Ο Σαλιέρι πέθανε το 1825 και πέντε χρόνια μετά τον θάνατο του, ο ρώσος ποιητής και πεζογράφος Αλεξάντρ Πούσκιν γράφει το περίφημο «Μότσαρτ και Σαλιέρι». Εκεί ο συγγραφέας παίρνει ως δεδομένες τις φήμες πως ο Σαλιέρι σκότωσε τον Μότσαρτ από ζήλεια ρίχνοντας δηλητήριο στο κρασί του! Πολλές δεκαετίες αργότερα, το 1984, ο σκηνοθέτης Μίλος Φόρμαν δημιουργεί το αριστουργηματικό «Amadeus» και επί της ουσίας μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη, όχι τα πραγματικά γεγονότα αλλά την εκδοχή του Πούσκιν. Κάπως έτσι ο Σαλιέρι έμεινε στην παγκόσμια συνείδηση ως ο «δολοφόνος του Μότσαρτ».
Οι 118 πιθανές αιτίες θανάτου και η ατιμωτική ταφή
Η πραγματικότητα, ωστόσο, αν και παραμένει σύνθετη δεν κρύβει ίχνος μεταφυσικής ή έστω… αστυνομικού δελτίου. Ο Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ, όπως αναφέρει και το επίσημο πιστοποιητικό του θανάτου του, έφυγε από τη ζωή από «οξύ κεχροειδή πυρετό».
Μέχρι και σήμερα έχουν ειπωθεί περισσότερες από 118 θεωρίες σχετικά με τα πραγματικά αίτια του θανάτου.
Μερικοί μελετητές πιστεύουν ότι είχε έξαρση κάποιας φλεγμονώδους νόσου. Ορισμένοι άλλοι έχουν επικεντρωθεί σε ασθένειες όπως η βακτηριακή ενδοκαρδίτιδα, η στρεπτοκοκκική σηψαιμία, η λοίμωξη, η φυματίωση, ενώ δεν λείπουν και αυτοί που «ενοχοποιούν» κάποια μόλυνση από παράσιτο.
Ίσως η πιο ολοκληρωμένη έρευνα που έχει γίνει ποτέ, ανήκει στον ορθοπεδικό και μουσικό William J. Dawson ο οποίος τον Ιούνιο του 2010 εξέδωσε τα συμπεράσματά του σχετικά με το θάνατο του Μότσαρτ. Αφού αναλύει όλες τις θεωρίες τις συγκρίνει με άρθρα που έχουν γραφτεί από τους ιστορικούς, μουσικολόγους, γιατρούς και δημοσιογράφους, καθώς και αποσπάσματα βιβλίων και επιστολές από μέλη της οικογένειας του Μότσαρτ και στο τέλος καταλήγει στο δικό του συμπέρασμα.
Ο Dawson εκτιμά πως ο θάνατος του Μότσαρτ επιταχύνθηκε από την θεραπεία που επέλεξαν οι γιατροί του οι οποίοι στην προσπάθειά τους να περιορίσουν τα συμπτώματα της νόσου, προχώρησαν σε αφαίμαξη! Ο Dawson, θεωρεί, πως ο Μότσαρτ υπέστη οξύ αιμορραγικό σοκ από την αφαίρεση του αίματος του και αυτό είναι η κύρια αιτία θανάτου.
Ο Μότσαρτ, πάλευε σε όλη του τη ζωή να γίνει ευγενής. Δεν τα κατάφερε. Αυτό είχε αντίκτυπο ακόμα και στην ταφή του. Τάφηκε, ως μη ευγενής, φτωχός και χρεοκοπημένος, με έξοδα του δήμου σε ομαδικό τάφο. Ο ακριβής τόπος δεν εντοπίστηκε ποτέ και το μνήμα του στο νεκροταφείο της Βιέννης είναι κενοτάφιο.
Πηγή