Τους λόγους για τους οποίους επιβαρύνθηκε η ψυχική υγεία των εργαζομένων κατά τη διάρκεια της πανδημίας, ανέλυσε η υφυπουργός Υγείας, Ζωή Ράπτη.
«Η πανδημία άλλαξε τη ζωή μας με πολλούς τρόπους, επηρεάζοντας την υγεία μας, σωματική και ψυχική, με σημαντικό αντίκτυπο σε βασικές πτυχές της δραστηριότητάς μας, όπως η εργασία και το επιχειρείν», ανέφερε η κ. Ράπτη, κατά την ομιλία της σε ημερίδα του ΕΒΕΑ, με θέμα «Ψυχική υγεία, εργασία στην πανδημία και μετά».
Η κ. Ράπτη σημείωσε ότι κατά την περίοδο της πανδημίας, η εργασιακή ανασφάλεια, το οικονομικό άγχος, καθώς και η απομόνωση από τον εργασιακό χώρο με την τηλεργασία, επιβάρυναν σημαντικά την ψυχική υγεία των εργαζομένων. Παρατηρήθηκε αύξηση των επιπέδων, κατάθλιψης, άγχους και οργής, του αισθήματος κοινωνικού αποκλεισμού και μοναξιάς, της επιβλαβούς χρήσης αλκοόλ, ναρκωτικών και φαρμάκων, της ενδοοικογενειακής βίας, των αυτοτραυματισμών ή ακόμη και της αυτοκτονικής συμπεριφοράς.
Ιδιαίτερα δύσκολη, όπως είπε, ήταν η κατάσταση για τις οικογένειες με παιδιά, και για τους εργαζόμενους γονείς στο πλαίσιο του περιορισμού τους στο σπίτι με την τηλεκπαίδευση για τα παιδιά και την τηλεργασία για τους γονείς. Οι επιχειρήσεις από την πλευρά τους, ανέφερε, κλήθηκαν να προσαρμοστούν σε θέματα οργάνωσης της εργασίας, όσο και σε θέματα υγείας των εργαζομένων τους, σωματικής αλλά και ψυχικής.
Παράλληλα, η πανδημία θεωρήθηκε απειλή για τις εμπορικές επιχειρήσεις, καθώς το 88% αυτών θεωρούσε πως η Covid-19 θα επηρεάσει αρνητικά τον κύκλο εργασιών τους και το 56% των επιχειρήσεων εκτιμούσε πως η πτώση του κύκλου εργασιών θα υπερβεί το 40%, ενισχύοντας έτσι την αγωνία των επιχειρήσεων και των εργαζομένων για την επόμενη ημέρα.
«Στο περιβάλλον αυτό, η διαχείριση της πρόληψης και αντιμετώπισης των ψυχοκοινωνικών κινδύνων στους χώρους εργασίας, αποτελεί τη βασική πρόκληση για την κοινωνική αλλά και οικονομική πολιτική όλων των χωρών, καθότι η ψυχική υγεία επηρεάζει την παραγωγικότητα των ανθρώπων», επισήμανε η κ. Ράπτη. Χαρακτηριστικά ανέφερε ότι σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, μόνο η κατάθλιψη και το άγχος κοστίζουν περίπου ένα τρισεκατομμύριο δολάρια ετησίως σε χαμένη παραγωγικότητα.
Σήμερα περισσότερο από ποτέ, με τις πολυδιάστατες προκλήσεις της σύγχρονης κοινωνίας, γίνεται ολοένα και πιο επιτακτική η ανάγκη ύπαρξης αποτελεσματικών συστημάτων που θα παρέχουν ολιστική και επιτόπια υποστήριξη, σε οποιοδήποτε προσωπικό, εργασιακό ή οικογενειακό πρόβλημα αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι και τα μέλη της οικογένειάς τους, σημείωσε η κ. Ράπτη.
Η ίδια αναφέρθηκε εκτενώς στις δράσεις για την ενίσχυση της ψυχικής ανθεκτικότητας των πολιτών από την έναρξη της πανδημίας, όπως τη λειτουργία της δωρεάν γραμμής ψυχοκοινωνικής υποστήριξης του γενικού πληθυσμού, 10306, σε 24ωρη βάση, η οποία έχει λάβει μέχρι σήμερα 210.000 κλήσεις. «Πολλά τηλεφωνήματα σχετίζονται με την έκφραση έντασης, στρες, και ενδοοικογενειακών διαπληκτισμών λόγω της υποχρεωτικής συνύπαρξης των μελών της οικογένειας στο πλαίσιο της τηλεργασίας» είπε η υφυπουργός Υγείας.
Επίσης μίλησε για το πρόγραμμα ψυχοκοινωνικής υποστήριξης «κανένας μόνος στην πανδημία», λέγοντας ότι συνολικά έχουν υποστηριχθεί πάνω από 12.000 άτομα. Η κ. Ράπτη μίλησε ακόμη για την ολοκλήρωση του «Εθνικού Σχεδίου Ψυχικής Υγείας», όπου «έχουμε αναδείξει το θέμα της ψυχικής υγείας των εργαζομένων σε διακριτό άξονα, έτσι ώστε, με χρηματοδότηση από ευρωπαϊκά εργαλεία, όπως το Ταμείο Ανάκαμψης, να προχωρήσουμε σε ανάπτυξη: 7 κέντρων ημέρας ειδικά για εργαζόμενους, προγραμμάτων επιμόρφωσης των ιατρών εργασίας, ως τμήμα της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, καθώς και προγραμμάτων ένταξης στην αγορά εργασίας ατόμων με ψυχικά προβλήματα και προγραμμάτων για την παροχή ψυχοκοινωνικής υποστήριξης και ψυχοεκπαιδεύσης εργαζομένων και ανέργων».
Τα επιμελητήρια έχουν προσδιοριστεί ως στρατηγικός εταίρος για την εφαρμογή των παραπάνω πολιτικών. «Η προσπάθειά όλων μας θα πρέπει να είναι κοινή, ώστε να μην μείνει κανένας μόνος του, να μην μείνει κανένας πίσω», κατέληξε η κ. Ράπτη.
Πηγή