«Πυρά» κατά του Κώστα Καραμανλή εξαπέλυσε ο Κώστας Σημίτης αναφορικά με τον τρόπο που διαχειρίστηκε το θέμα της Τουρκίας στη Σύνοδο Κορυφής το 2004, όταν η Νέα Δημοκρατία είχε ανέβει στην εξουσία.
Σε άρθρο του στην εφημερίδα «Τα Νέα», ο πρώην πρωθυπουργός περιγράφει την πολιτική της κυβέρνησής του στο Ελσίνκι και κάνει λόγο για μια επιτυχία, η οποία όμως ουδέποτε ολοκληρώθηκε, κάνοντας λόγο για «χαμένη ευκαιρία».
Μάλιστα, όπως αναφέρει, η ελληνική αντιπροσωπεία απέρριψε άμεσα το πρώτο κείμενο της Συνόδου, το οποίο απείχε πολύ από τις ελληνικές θέσεις, υπογραμμίζοντας ότι στις 10 Δεκεμβρίου 1999 δήλωσε στους εταίρους πως αδυνατεί να συναινέσει στην υποψηφιότητα της Τουρκίας εάν δεν αντιμετωπιστεί θετικά και η υποψηφιότητα της Κύπρου.
Στη συνέχεια, θυμίζει ότι μπροστά στο αδιέξοδο που δημιουργήθηκε, το Συμβούλιο διεκόπη και ιστορεί τι έγινε μέχρι την απόφαση του Ελσίνκι, αλλά και την οργισμένη αντίδραση των Τούρκων.
«Για αυτό και ο κ. Σολάνα μετέβη αμέσως στην Άγκυρα για να καθησυχάσει την τουρκική ηγεσία, το οποίο και πέτυχε» τονίζει ο πρώην πρωθυπουργός, προσθέτοντας: «Η Κύπρος εντάχθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση μαζί με 10 άλλες χώρες την 1η Μαΐου 2004. Η υπογραφή της Συνθήκης Προσχώρησης έγινε στην Αθήνα τον Απρίλιο του 2003 όταν η Ελλάδα προήδρευε του Συμβουλίου Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης».
«Το 2004, όταν πραγματοποιήθηκε, σύμφωνα με την απόφαση του Ελσίνκι, η Σύνοδος Κορυφής στις Βρυξέλλες για να αποφασιστεί η έναρξη των συνομιλιών με την Τουρκία, την Ελλάδα εκπροσωπούσε ο νέος πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής» γράφει ο κ. Σημίτης και συμπληρώνει: «Στη Σύνοδο Κορυφής των Βρυξελλών αποφασίστηκε η εκκίνηση της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας παρ’ όλο που δεν είχε τακτοποιήσει τις διαφορές της με την Ελλάδα, όσον αφορά την ΑΟΖ και την υφαλοκρηπίδα. Ο Έλληνας πρωθυπουργός κατά τη συζήτηση, αν και είχε τη δυνατότητα, δεν πρόβαλε την ένσταση για την έλλειψη ανταπόκρισης της Τουρκίας στον όρο που είχε τεθεί στο Ελσίνκι και αφορούσε την ύπαρξη διαφορών σχετικά με την έκταση της τουρκικής υφαλοκρηπίδας. Αντίθετα, επεσήμανε, ότι “οι ασφυκτικοί χρονικοί περιορισμοί δεν βοηθούν”. Απεδέχθη έτσι, την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Τουρκία με ανεπίλυτες τις ελληνοτουρκικές διαφορές ως προς τα όρια των υφαλοκρηπίδων και αιγιαλίτιδων ζωνών τους. Ίσως σήμερα, με την εμπειρία των εξελίξεων στην Τουρκία προβληθεί το επιχείρημα ότι ο Ερντογάν δεν θα δεχόταν ποτέ την παραπομπή των υφισταμένων διαφορών στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, αδιαφορώντας για την ένταξη της Τουρκίας. Όμως το 2004, ο Ερντογάν δεν υποστήριζε ακόμη τις απόψεις για μια Τουρκία διάδοχο της οθωμανικής αυτοκρατορίας, η οποία έχει δικαιώματα σε όλη την ανατολική Μεσόγειο. Τις απόψεις του αυτές πρόβαλε αργότερα, ιδίως μετά το 2016, μετά την απόπειρα πραξικοπήματος εναντίον του. Το 2004, επιθυμούσε ιδιαίτερα την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση».
Κατόπιν, ο Κώστας Σημίτης εκτιμά πως μετά τη συμφωνία του Ελσίνκι αναπτύχθηκε μια δυναμική στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, «αποτέλεσμα της οποίας ήταν και οι αλλεπάλληλες διερευνητικές συνομιλίες για την αντιμετώπιση των υφισταμένων διαφορών».
«Αλλά και στις συζητήσεις αυτές η τότε νέα ελληνική κυβέρνηση τελικά δεν έδωσε συνέχεια» τονίζει ο κ. Σημίτης, συνεχίζοντας: «Το αποτέλεσμα της στάσης του 2004 είναι οι σημερινές απειλές και οι εκβιασμοί της Τουρκίας».
«Συμπληρωματικά πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, η προσφυγή στη Χάγη δεν αποκλείει ούτε την ανάπτυξη των πολιτικών και οικονομικών σχέσεων των δύο χωρών, ούτε την πραγματοποίηση διερευνητικών συνομιλιών για την αντιμετώπιση των μεταξύ τους προβλημάτων. Είναι ένα μέσο για την ειρηνική διευθέτηση των ελληνοτουρκικών διαφορών» καταλήγει ο πρώην πρωθυπουργός.
Πηγή