Έπειτα από κάποιες ταλαντεύσεις της και εντυπωσιακή μείωση της μέσα στο 2012 , η αποδοχή των Αυστριακών για το ευρώ, φαίνεται να σταθεροποιείται τα τελευταία χρόνια και δύο στους τρεις (ποσοστό 66%) εμφανίζονται αισιόδοξοι για το μέλλον του κοινού νομίσματος.
Όπως διαπιστώνεται σε αντιπροσωπευτική δημοσκόπηση της Αυστριακής Εταιρείας Ευρωπαϊκής Πολιτικής, οι ερωτηθέντες θεωρούν σε ποσοστό 16% πως το ευρώ θα εξακολουθήσει «οπωσδήποτε» να υπάρχει και σε ποσοστό 50% ότι «μάλλον» θα εξακολουθήσει να υπάρχει και στο μέλλον.
Σύμφωνα με τον γενικό γραμματέα της Αυστριακής Εταιρείας Ευρωπαϊκής Πολιτικής, Πάουλ Σμιντ, το ευρώ υπάρχει εδώ και 15 χρόνια ως μετρητό χρήμα, περνώντας μεγάλες αναταράξεις της οικονομικής και δημοσιονομικής κρίσης, ωστόσο οι Αυστριακοί εκτιμούν αισιόδοξα την σημασία και το μακροπρόθεσμο μέλλον του ενιαίου νομίσματος.
Στην ίδια δημοσκόπηση, τα τρία τέταρτα των ερωτηθέντων, ποσοστό 76%, εκτιμούν πως για τη θέση της Ευρωπαϊκής Ενωσης το ευρώ είναι «πολύ σημαντικό» (ποσοστό 33%) ή «σημαντικό» (ποσοστό 43%), ενώ συνολικά σε ποσοστό μόλις 20% διατυπώνουν τις αμφιβολίες τους ως προς τη σημασία του ευρώ.
Σε ποσοστό 58% οι ερωτηθέντες στη δημοσκόπηση της Αυστριακής Εταιρείας Εξωτερικής Πολιτικής, θεωρούν το ευρώ «σημαντικό» σε σχέση με την περαιτέρω εξέλιξη του συνόλου της ΕΕ.
Οπως παρατηρεί ο Πάουλ Σμιτ, «το ευρώ, το οποίο συγκαταλέγεται στα μεγαλύτερα άλματα ολοκλήρωσης στην Ευρώπη και στο οποίο έχουν ήδη ενταχθεί οι 19 από τις 28 χώρες-μέλη της ΕΕ, είναι σε παγκόσμιο επίπεδο το δεύτερο σημαντικό αποθεματικό νόμισμα και προστατεύει από νομισματικές κερδοσκοπίες».
Αξίζει να σημειωθεί πως η κρίση στην Ευρωζώνη είχε κλονίσει σημαντικά την εμπιστοσύνη των Αυστριακών στο κοινό ευρωπαικό νόμισμα μέσα στο διάστημα 2011 και 2012, όταν αντί του ποσοστού 70%, που το Μάρτιο του 2010 εμφανίζονταν να έχουν «πολύ μεγάλη» ή «μεγάλη» εμπιστοσύνη στο ευρώ, το ποσοστό αυτό είχε μειωθεί τον Οκτώβριο του 2012 μόλις στο 38%.
Την ίδια στιγμή, το ποσοστό εκείνων που δεν είχαν «απολύτως καμία» εμπιστοσύνη είχε υπερδιπλασιαστεί, φτάνοντας στο 60% το 2012, έναντι ενός 29% το 2010.
Πηγή