Πίσω στο μακρινό 1966 η κλεψύδρα για τη Δημοκρατία στη χώρα που τη γέννησε είχε αρχίσει να αδειάζει επικίνδυνα. Η Ελλάδα είχε μπει στο δρόμο χωρίς επιστροφή. Το πολιτικό σκηνικό θύμιζε μπαρουταποθήκη έτοιμη να εκραγεί. Όλα έδειχναν πως η επιβολή μιας δικτατορίας είναι θέμα χρόνου. Το ζήτημα ήταν μόνο από ποιους και πότε ακριβώς.
Είναι η εποχή της αποστασίας. Των μεγάλων και δραματικών γεγονότων. Ταυτόχρονα, ωστόσο, είναι μια περίοδος μοναδικής δημιουργίας για μεγάλους καλλιτέχνες. Είναι από τις περιόδους που το σκληρό πρόσωπο της ζωής μετατρέπεται σε έμπνευση και δημιουργούνται έργα αξεπέραστα που αφήνουν το στίγμα τους μέσα στο πέρασμα του χρόνου που δεν καταφέρνει να τ’ αγγίξει κι εκείνα μένουν αναλλοίωτα.
Στον εορτασμό των Θεοφανίων εκείνης της χρονιάς θα δοθεί η αφορμή για να δημιουργηθεί ένα τέτοιο αξεπέραστο μουσικό έργο. Ήταν η αστυνομική βία και η καταστολή που οδήγησαν τον σπουδαίο Μίκη Θεοδωράκη να πει μια φράση -μάλλον διττή- που έμελλε να μείνει στην ιστορία: «Έφτασε η ώρα της Ρωμιοσύνης»!..
Η αποστασία και η δημοκρατία που οδηγείται στον «γύψο»
Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, μερικούς μήνες μόνο πριν την επιβολή της δικτατορίας από τους συνταγματάρχες, το πολιτικό κλίμα στην χώρα ήταν ιδιαίτερα οξυμένο. Για την ακρίβεια το κλίμα αυτό συντηρούνταν με σημαντικές αυξομειώσεις από τη λήξη του εμφυλίου πολέμου και έπειτα.
Ήταν σαν οι δυο πλευρές να ήθελαν να κλείσουν τους ανοιχτούς λογαριασμούς που είχαν. Η αλήθεια, πάντως, είναι πως η κατάσταση είχε αρχίσει να ξεφεύγει από κάθε έλεγχο ήδη από τον Μάη του 1963 όταν παρακρατικοί δολοφόνησαν στη Θεσσαλονίκη, τον βουλευτή της ΕΔΑ, Γρηγόρη Λαμπράκη.
Από εκείνο το σημείο και έπειτα η χώρα μπήκε σε έναν διαρκή κατήφορο. Η αντίστροφη μέτρηση προς τη χούντα, ωστόσο, ξεκίνησε στις 15 Ιουλίου 1965. Εκείνη την ημέρα ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου ουσιαστικά εξαναγκάστηκε σε παραίτηση από τον νεαρό τότε βασιλιά Κωνσταντίνο, επειδή θέλησε να αναλάβει ο ίδιος το υπουργείο Εθνικής Άμυνας, αντί του εκλεκτού του Παλατιού, Πέτρου Γαρουφαλιά.
Την ίδια ημέρα ορκίστηκε κυβέρνηση από στελέχη της Ένωσης Κέντρου που επέλεξαν να εγκαταλείψουν τον «γέρο της Δημοκρατίας». Η κίνηση τους αυτή έμεινε στην ιστορία ως «αποστασία».
Ξεσπούν μαζικές και αιματηρές κινητοποιήσεις με τους διαδηλωτές να συγκρούονται επί πολλές ώρες σχεδόν καθημερινά με τις αστυνομικές δυνάμεις. Σε μια από αυτές τις διαδηλώσεις δολοφονείται ο φοιτητής Σωτήρης Πέτρουλας και η λαϊκή οργή γιγαντώνεται.
Ο επεισοδιακός εορτασμός των Θεοφανίων στον Πειραιά
Μέσα σε αυτό το κλίμα -και με τα χειρότερα να έρχονται- η Ελλάδα υποδέχεται το νέο χρόνο. Στις 6 Ιανουαρίου 1966 είχε προγραμματιστεί ο αγιασμός των υδάτων στο μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας. Τον Πειραιά.
Ο Γεώργιος Παπανδρέου αποφασίζει πως είναι μια πρώτης τάξης ευκαιρία προκειμένου να κάνει επίδειξη δύναμης κατά του Παλατιού. Σε συνεννόηση με τους επιτελείς του κόμματός του, μετατρέπουν την ημέρα σε ημέρα αντίστασης.
Όλα όσα ακολούθησαν, μοιάζουν να ήταν αναπόφευκτά. Η κινητοποίηση της Ένωσης Κέντρου αλλά και η εκπεφρασμένη θέληση της Αριστεράς να συμμετάσχει στη διαδήλωση (μετά το πρωτοχρονιάτικο μήνυμα του βασιλιά που είχε χαρακτηρίσει «μίασμα» τον κομμουνισμό) αναγκάζουν κυβέρνηση και Παλάτι να «μετακομίσουν» για πρώτη φορά την επίσημη τελετή από το λιμάνι του Πειραιά στο Τουρκολίμανο.
Η αλλαγή αυτή, ωστόσο, δεν ήταν ικανή να σταματήσει τη ροή των γεγονότων. Την ημέρα των Θεοφανίων στο λιμάνι συγκεντρώνονται χιλιάδες εξαγριωμένοι διαδηλωτές. Σύμφωνα με την Ένωση Κέντρου ξεπερνούν τις 200.000.
Ξένοι ανταποκριτές μεταδίδουν πως οι συγκεντρωμένοι έφτασαν τις 50.000, ενώ η αστυνομία έκανε λόγο για λιγότερους από 10.000! Παρών στη συγκέντρωση – εορτασμό και ο ίδιος ο Γ. Παπανδρέου ο οποίος έφτασε στον Πειραιά με μια τεράστια αυτοκινητοπομπή που ξεκίνησε από το Καστρί!
Σύντομα ξεσπούν συγκρούσεις μεταξύ διαδηλωτών και συγκρούσεις. Τα επεισόδια, όσο περνά η ώρα, γενικεύονται και ο Πειραιάς θυμίζει «πεδίο μάχης». Ανάμεσα στους διαδηλωτές που συγκρούονται με τους αστυνομικούς είναι και ο βουλευτής της ΕΔΑ και πρόεδρος της νεολαίας «Λαμπράκη», Μίκης Θεοδωράκης ο οποίος χτυπιέται βάναυσα.
Ξύλο, τραυματισμοί και συλλήψεις σημαδεύουν τους εορτασμούς εκείνης της ημέρας με την κυβέρνηση να κάνει λόγο για «οχλοκρατική συγκέντρωση» και να δικαιολογεί την αστυνομική βία και την αντιπολίτευση να καλεί τον λαό σε αντίσταση.
«Έφτασε η ώρα της Ρωμιοσύνης»
Γυρνώντας τον χρόνο μερικά χρόνια πίσω και συγκεκριμένα το 1959 ο Θεοδωράκης βρίσκεται στο Παρίσι, μέσα στο αυτοκίνητό του και περιμένει τη γυναίκα του που έχει πάει για ψώνια. Εκείνη την ώρα της αναμονής μελοποιεί τον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου.
Μέσα από διάφορες περιπέτειες το έργο κυκλοφορεί σε δίσκο και έτσι η πρώτη «συνάντηση» του μουσικού με τον σπουδαίο ποιητή «γεννά» ένα έργο που μένει στην ιστορία και θα ταυτιστεί με σημαντικές στιγμές.
Λίγα χρόνια αργότερα, ο Ρίτσος επιλέγει κάποια αποσπάσματα από τη «Ρωμιοσύνη» και τα δίνει σε γυναίκες πολιτικών κρατουμένων οι οποίες τα πηγαίνουν στον Θεοδωράκη προκειμένου να τα μελοποιήσει. Εκείνος, δεν τους δίνει ιδιαίτερη σημασία, τα αφήνει σε κάποιο συρτάρι και τα ξεχνάει.
Όταν μετά τα επεισόδια της 6ης Ιανουαρίου 1966 ο Θεοδωράκης επιστρέφει στο σπίτι του, χτυπημένος, με τα ρούχα του γεμάτα αίματα και μέσα στις λάσπες, πηγαίνει κατ’ ευθείαν στο γραφείο του προκειμένου να μη συναντηθεί με τους δικούς του ανθρώπους και τρομάξουν με την εικόνα του.
Ο δημοσιογράφος και στιχουργός Φώντας Λάδης στο βιβλίο του «Μίκης Θεοδωράκης: Το χρονικό μιας επανάστασης 1960-1967» (εκδ. Εξάντας) περιγράφει το σκηνικό: «Ένας υπαστυνόμος ούρλιαξε: “Ακούς εκεί να μην πάει κανένας στο βασιλιά και να ‘ρθουν όλοι στον Παπανδρέου και την ΕΔΑ!”. Άρχισε η επίθεση της αστυνομίας. Έπεφταν με λύσσα σ’ όποιον έβρισκαν στο πέρασμά τους. Ρίχτηκαν πάνω στο Μίκη. Τον τραυμάτισαν. Ένας αρχιφύλακας ούρλιαξε με τη σειρά του: Θεοδωράκη, Βούλγαρε»!
Εκείνη την ώρα, ανακαλύπτει ξανά τα χειρόγραφα που του είχε στείλει μέσω των γυναικών των πολιτικών κρατουμένων, ο Γιάννης Ρίτσος. Τα διαβάζει και όπως ο ίδιος έχει εξομολογηθεί σε παλαιότερες συνεντεύξεις του, συνταράσσεται! «Έπιασα στα χέρια μου τα χειρόγραφα και όταν διάβασα το στίχο ‘’αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό’’, είπα πως “έφτασε η ώρα της Ρωμιοσύνης” και έκατσα στο πιάνο».
Παρασυρμένος από το πάθος και την οργή του ο Μίκης Θεοδωράκης δεν βγαίνει από το γραφείο του και μέσα στις επόμενες ώρες καταφέρνει αυτό που για κάποιον άλλο θα έμοιαζε αδιανόητο. Μελοποιεί εννέα τραγούδια από τη «Ρωμιοσύνη» τα οποία λίγο καιρό αργότερα τα παραδίδει στο κοινό τραγουδισμένα με συγκλονιστικό τρόπο από τον αξέχαστο «sir» του Ελληνικού τραγουδιού, Γρηγόρη Μπιθικώτση, με τον οποίο είχαν γνωριστεί στην εξορία.
Η πρώτη παρουσίαση του έργου έγινε στο θέατρο «Κεντρικόν» λίγο πριν το Πάσχα του 1966! Κατά την περίοδο της δικτατορίας τα «όταν σφίγγουν το χέρι» και «θα σημάνουν οι καμπάνες» μετατράπηκαν σε ύμνους, ιδιαίτερα για τους εξεγερμένους φοιτητές του Πολυτεχνείου.
Πηγή