Χιλιάδες τόμοι έχουν γραφτεί για τα κατορθώματα των Ελλήνων στρατιωτών και του ελληνικού λαού γενικότερα στο μέτωπο της Αλβανίας και στην συνέχεια των οχυρών και της Κρήτης. Εξίσου μεγάλη είναι και η σχετική γνώση που υπάρχει για τις επιτυχίες του Πολεμικού Ναυτικού την περίοδο αυτή.
Μια σημαντική προσπάθεια έχει γίνει και για την Πολεμική Αεροπορία αλλά πολλές λεπτομέρειες δεν έχουν γίνει γνωστές στο ευρύ κοινό καθώς τις «δάφνες» έδρεψαν τα άλλα δύο όπλα μιας και η Αεροπορία ήταν ακόμα εκείνη την εποχή επί της ουσίας σε δεύτερη μοίρα.
Τα κατορθώματα ωστόσο των Ελλήνων πιλότων δεν υστερούν σε τίποτα έναντι των συναδέρφων τους στις μεγάλες συμμαχικές αεροπορίες παρά το γεγονός πως τα αεροπλάνα που είχαν στην διάθεσή τους οι Έλληνες, ειδικά στο μέτωπο της Αλβανίας και κατά το διάστημα της γερμανική εισβολής σίγουρα δεν μπορούν να θεωρηθούν πρώτης γραμμής. Σε σύγκριση με τα γερμανικά αλλά και μερικά ιταλικά ήταν τεχνολογικά σχεδόν μια δεκαετία πίσω.
Στις 28 Οκτωβρίου 1940 ο πόλεμος βρήκε την Ελλάδα με 158 πολεμικά αεροσκάφη διαφόρων τύπων ενταγμένα σε 4 Μοίρες και ένα Σμήνος Παρατήρησης, σε 3 Μοίρες Βομβαρδιστικών, 3 Μοίρες Ναυτικής Συνεργασίας και 4 Μοίρες Δίωξης, εκ των οποίων μόνο τα 128 ήταν εν ενεργεία όταν πέσανε οι πρώτες ντουφεκιές. Στις Μοίρες Δίωξης το «F-16 VIPER» της εποχής, για την Ελληνική Πολεμική Αεροπορία ήταν το Γαλλικό Bloch MB.151, που η δύναμή τους συμπληρωνόταν από 2 Τσεχοσλοβακικής κατασκευής διπλάνα (!) Avia B.534 και τα 14 κατ’ άλλους 19 επίσης διπλάνα Gloster Gladiator MkI από την Βρετανία, καθώς λόγω της Γερμανικής εισβολής στη Γαλλία, η Αθήνα παρέλαβε μόλις 9 από την αρχική παραγγελία των 24 γαλλικών μαχητικών.
Τον κορμό όμως των Μοιρών Δίωξης απάρτιζαν τα 36 Πολωνικά P.Z.L. P.24F/G που ήταν επί της ουσίας ένα «κλικ» όπως θα λέγαμε σήμερα, πιο εξελιγμένα από τα διπλάνα που είχαν αρχίσει να εξαφανίζονται από τα τέλη της δεκαετίας του 30’ από τις ισχυρές τουλάχιστον Πολεμικές Αεροπορίες της υφηλίου. Σε αυτή την κατάσταση η Ελληνική Πολεμική Αεροπορία κλήθηκε να αντιμετωπίσει 463 Ιταλικά μαχητικά πρώτης γραμμής εκ των οποίων τα καθαρόαιμα καταδιωκτικά ήταν 179!
Η επίθεση εναντίον της Ελλάδας διεξήχθη, σύμφωνα με σχετικά κείμενα του ΓΕΕΘΑ, σ’ ένα εκτεταμένο θέατρο επιχειρήσεων που περιελάβανε τη Δ. Μακεδονία και την Ήπειρο. Η πρώτη αεροπορική επίθεση εναντίον της Αθήνας εκδηλώθηκε στις 09:30 της 28ης Οκτωβρίου 1940. Την ίδια περίπου ώρα βομβαρδιζόταν η Πάτρα. Η πρώτη αερομαχία έλαβε χώρα δύο ημέρες αργότερα πάνω από την Κορυτσά μεταξύ τριών ιταλικών καταδιωκτικών Fiat CR.42 Falcos και δύο ελληνικών αναγνωριστικών Ηenschel Hs 126. Τα ελληνικά αεροπλάνα κατόρθωσαν να διαφύγουν. Την ίδια ημέρα, πέντε Fiat CR.42 εντόπισαν δύο ελληνικά Henschel που εκτελούσαν αναγνωριστικές πτήσεις πάνω από το μέτωπο.
Οι Ιταλοί κατόρθωσαν να διατρήσουν τον κινητήρα του ενός, αναγκάζοντάς το σε προσγείωση ΒΑ. της Καστοριάς. Ο παρατηρητής Ανθυποσμηναγός Ευάγγελος Γιάνναρης πληγώθηκε θανάσιμα από τα ιταλικά πυρά. Στη συνέχεια τα ιταλικά καταδιωκτικά έπληξαν και το δεύτερο Henschel, με αποτέλεσμα το θάνατο του χειριστή Ανθυποσμηναγού Λαζάρου Παπαμιχαήλ και του πολυβολητή Σμηνία Κωνσταντίνου Γεμενετζή.
Την επομένη, δύο Fiat CR.42 απογειώθηκαν με σκοπό να αναχαιτίσουν ελληνικό αναγνωριστικό, λόγω όμως της κακοκαιρίας οι χειριστές έχασαν το προσανατολισμό τους και αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα αεροσκάφη. Το απόγευμα της 1ης Νοεμβρίου 1940 είχε έρθει η ώρα για την ελληνική πολεμική αεροπορία να «χύσει» ιταλικό αίμα όταν τρία ελληνικά βομβαρδιστικά Blenheim κατευθύνθηκαν προς τα αεροδρόμια της Κορυτσάς.
Ένα απ’ αυτά με χειριστή τον Υποσμηναγό Κωνσταντίνο Μαργαρίτη εφόρμησε κατά του στόχου, τον οποίο έπληξε με εξαιρετική ακρίβεια. Σαράντα Ιταλοί που ήταν στην αίθουσα ενημέρωσης του αεροδρομίου σκοτώθηκαν και 20 τραυματίστηκαν. Λίγη ώρα αργότερα δύο ιταλικά καταδιωκτικά προσέκρουσαν κατά την προσγείωση σε κρατήρες που είχαν δημιουργηθεί από το βομβαρδισμό και καταστράφηκαν. Την ίδια ημέρα η απάντηση της Regia Aeronautica στράφηκε κατά του άμαχου πληθυσμού και των αστικών κέντρων της Ελλάδας.
Δεκατρείς ελληνικές πόλεις βομβαρδίστηκαν με αποτέλεσμα να φονευθούν 90 άτομα. Η Θεσσαλονίκη επλήγη από σχηματισμό δέκα Savoia Marchetti SIAI S.M. 79 και δέκα CRDA CANT Z 1007, συνοδευόμενων από εννέα καταδιωκτικά Fiat CR.42. Επτά ελληνικά P.Z.L. P.24 απογειώθηκαν για να τα αναχαιτίσουν αλλά το αποτέλεσμα ήταν μάλλον πενιχρό καθώς προξένησαν ζημιές σε ένα μόνο ιταλικό βομβαρδιστικό.
Η συμβολή της Πολεμικής Αεροπορίας στην ανατροπή των σχεδίων του Ιταλού Αρχιστράτηγου Visconti Prasca, που προέβλεπαν την υπερφαλάγγιση των ελληνικών στρατευμάτων στην Ήπειρο και τη διάνοιξη της οδού Ιωαννίνων-Μετσόβου, ήταν καθοριστική. Η Πίνδος αποτελούσε την «αχίλλειον πτέρνα» της ελληνικής αμυντικής διάταξης, διότι οι αμυνόμενοι εκεί είχαν απωθηθεί γρήγορα από την Ιταλική Μεραρχία Αλπινιστών «Julia». Η Μεραρχία έπρεπε να εντοπιστεί το συντομότερο, γιατί το Στρατηγείο Κοζάνης εκτιμούσε ότι θα αδυνατούσε να αντιμετωπίσει ενδεχόμενη κυκλωτική κίνηση απ’ αυτή.
Το πρωί της 2ας Νοεμβρίου 1940 ένα αναγνωριστικό Bréguet Bré 19 με παρατηρητή τον Ανθυποσμηναγό Δημήτρη Καρακίτσο και χειριστή το Σμηνία Ιωάννη Κατσούλα, ανέλαβε αποστολή αναγνώρισης της Πίνδου. Το αεροσκάφος κατέβηκε σε χαμηλό ύψος και πετώντας παράτολμα ανάμεσα στις κορυφές των βουνών εντόπισε την συγκέντρωση των Ιταλών αλπινιστών στην οδό Σαμαρίνας-Δίστρατου. Οι Ιταλοί που δεν πίστευαν πως αεροπλάνο μπορεί να πετάξει τόσο χαμηλά με τόσο άσχημο καιρό μόλις είδαν το αεροπλάνο το θεώρησαν δικό τους και άπλωσαν το κόκκινο ημικυκλικό πλαίσιο αναγνώρισης.
Η πανίσχυρη επίλεκτη Μεραρχία «Julia» είχε εντοπιστεί… Το Στρατηγείο Κοζάνης αξιοποιώντας την πληροφορία ενήργησε αστραπιαία με αποτέλεσμα την ταχεία προώθηση από τη Θεσσαλονίκη της Μεραρχίας Ιππικού, η οποία κατέλαβε τη στενωπό του Μετσόβου για να εμποδίσει την προέλαση του εχθρού. Το απομεσήμερο, τρία αναγνωριστικά-ελαφρά βομβαρδιστικά Bréguet εξαπέλυσαν επίθεση εναντίον της ιταλικής Μεραρχίας βομβαρδίζοντας και πολυβολώντας την από χαμηλότατο ύψος. Ο εντοπισμός της «Julia» επηρέασε ουσιαστικά την εξέλιξη του αγώνα. Αν δεν είχε εντοπιστεί έγκαιρα και κατόρθωνε να προελάσει προς το Μέτσοβο, η κατάσταση θα απόβαινε κρίσιμη για τις ελληνικές δυνάμεις και ίσως ο πόλεμος –κατά τη γνώμη στρατιωτικών παρατηρητών– να τερματιζόταν στο σημείο εκείνο.
Τις πρώτες πρωινές ώρες της ίδιας ημέρας δόθηκε στην 22 Μοίρα Δίωξης η εντολή για άμεση απογείωση με σκοπό την αναχαίτιση σχηματισμού εχθρικών βομβαρδιστικών, που εντοπίστηκε πάνω από τη Βέροια να πετά με κατεύθυνση τη Θεσσαλονίκη. Η συνάντηση των έξι ελληνικών P.Z.L. με 15 ιταλικά βομβαρδιστικά και επτά καταδιωκτικά έγινε πάνω από το Λαγκαδά. Η εμπλοκή ήταν άμεση.
Ο χειριστής ενός P.Z.L., Υποσμηναγός Μαρίνος Μητραλέξης, αφού εξάντλησε τα πυρομαχικά του, έκανε κάτι που μόνο πολύ καλά εκπαιδευμένα ή εξαιρετικά αποφασισμένοι πιλότοι αποτολμούν. Χτύπησε με την έλικα του καταδιωκτικού του το ουραίο πηδάλιο ενός τρικινητήριου ιταλικού βομβαρδιστικού. To βομβαρδιστικό Savoia Marchetti συνετρίβη στο έδαφος, ενώ ο χειριστής σκοτώθηκε. Τα υπόλοιπα μέλη του πληρώματος, κάνοντας χρήση των αλεξιπτώτων τους, κατάφεραν να σωθούν. Λόγω της ζημιάς που είχε υποστεί η έλικα, το αεροπλάνο του Μητραλέξη πραγματοποίησε αναγκαστική προσγείωση κοντά στο χώρο όπου είχε πέσει το εχθρικό αεροσκάφος.
Ο Μητραλέξης δεν είχε πει ακόμα την τελευταία του κουβέντα. Θα εκτελούσε την αποστολή του μέχρι το τέλος. Τράβηξε το περίστροφό του και συνέλαβε αιχμαλώτους τους τέσσερις Ιταλούς ιπτάμενους, τους οποίους παρέδωσε στη Στρατιωτική Διοίκηση Θεσσαλονίκης. Το κατόρθωμά του απασχόλησε για πολλές ημέρες τον ελληνικό και ξένο τύπο. Η εφημερίδα «ΠΡΩΙΑ», στο φύλλο της 17-11-1940, δημοσίευσε συνέντευξη του Ανθυποσμηναγού Brussolo Caribaldo, ενός από τους διασωθέντες, ο οποίος επιβεβαίωσε το συμβάν και απέρριψε όποιες εκδοχές ήθελαν τη σύγκρουση ως ατύχημα.
Το απόγευμα της 2ας Νοεμβρίου 1940 όλα τα διαθέσιμα αεροπλάνα της 22 Μ.Δ. απογειώθηκαν και πάλι ύστερα από την πληροφορία ότι εχθρικός σχηματισμός κατευθυνόταν και πάλι προς τη Θεσσαλονίκη. Τα ελληνικά P.Z.L. έπληξαν τέσσερα ιταλικά καταδιωκτικά, από τα οποία το ένα πιθανότατα κατέπεσε. Σημαντική δράση επέδειξαν και οι Μοίρες Βομβαρδισμού.
Σμήνος τριών βομβαρδιστικών της 31 Μοίρας Βομβαρδισμού έπληξε με επιτυχία μηχανοκίνητες μονάδες και προκεχωρημένα τμήματα του ιταλικού στρατού. Τόση υπήρξε η ορμή και η γενναιότητα των Ελλήνων αεροπόρων, ώστε ο Ιταλός Αρχιστράτηγος, ο οποίος στις παραμονές του πολέμου θεωρούσε την Πολεμική Αεροπορία της Ελλάδας, (που τότε λεγόταν Ελληνική Βασιλική Αεροπορία), ανάξια λόγου, πέντε μόλις ημέρες μετά την εκδήλωση της επίθεσης, ζητούσε επίμονα αεροπορικές ενισχύσεις από την Ανωτέρα Διοίκηση Αεροπορίας στα Τίρανα, για να αναπληρώσει τις μεγάλες απώλειες από τους βομβαρδισμούς των αεροδρομίων της Κορυτσάς και του Αργυροκάστρου: «Εχθρός βομβαρδίζει ελευθέρως οδόν Αργυροκάστρου-Καλιμπάκι. Έλλειψις παρουσίας Αεροπορίας προξενεί επιβλαβή επίδραση επί του ηθικού των στρατευμάτων. Άκρως επείγουσα η αποστολή τουλάχιστον διώξεως. 2-11-40. Στρατηγός Visconti Prasca».
Τις πρώτες ημέρες του Νοέμβρη οι Έλληνες ετοιμάζονταν να περάσουν στην αντεπίθεση. Οι Ιταλοί από την πλευρά τους βλέποντας την κατάσταση έστειλαν τα αεροπλάνα τους να βομβαρδίσουν πόλεις της Ελλάδας εστιάζοντας στην Θεσσαλονίκη. Οι Έλληνες σήκωσαν το «γάντι» και προξένησαν την απώλεια 12 αεροπλάνων στους Ιταλούς. Από τις 14 Νοεμβρίου και μετά πλέον οι Έλληνες πέρασαν για τα καλά στην αντεπίθεση γράφοντας λαμπρές σελίδες που γέμισαν ολόκληρα βιβλία στην νεότερη ιστορία τους. Η εισβολή της Γερμανίας έφερε την περίφημη «Λουτβάφε» στον ελλαδικό χώρο παρασύροντας τα πάντα στον διάβα της. Ελληνικά αλλά και Βρετανικά μαχητικά δεν κατάφεραν να ανταπεξέλθουν.
Ωστόσο και σε αυτές τις σκοτεινές ώρες οι Έλληνες πιλότοι δεν «μάσησαν» και απογειώνονταν για να κυνηγήσουν τα γερμανικά αεροπλάνα που τεχνολογικά ήταν σαν να συγκρίνουμε στην εποχή μας τα Φάντομ με τα στελθ F-22. Στη μάχη τους εναντίον της Ιταλικής Αεροπορίας, οι Έλληνες πιλότοι, των τεσσάρων Μοιρών Διώξεως, πέτυχαν 64 επιβεβαιωμένες καταρρίψεις, με άλλες 24 πιθανές. Οι απώλειες των Ελλήνων ανήλθαν σε 19 αεροπλάνα, είτε σε αερομαχίες είτε σε αναγκαστικές προσγειώσεις.
(Το σκίτσο με το Bloch MB.151 είναι του Γιώργου Μώρη που με το πενάκι του «ζωντανεύει» ιστορικά αεροσκάφη)
Πηγή