Στην πανανθρώπινη ιστορία και σε όλους τους πολιτισμούς που έχουν εμφανιστεί ανά τους αιώνες, υπάρχει μία βασική διάσταση, ένας βασικός διαχωρισμός που έγκειται σε δύο θεμελιώδεις έννοιες: τη ζωή και τον θάνατο. Έννοιες που διατρέχουν την κουλτούρα των ανθρώπων και είναι καθοριστικές για την ύπαρξή τους και τον τρόπο που αντιλαμβάνονται και τοποθετούνται απέναντι στα πράγματα.
«Ο θάνατος δε μας αφορά», είχε πει αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος Επίκουρος για να έρθει μετά από αιώνες ο Σεφαραδίτης Ολλανδός «συνάδελφός» Μπαρούχ Σπινόζα και να συμφωνήσει μαζί του λέγοντας: «Οι σοφοί σκέφτονται τη ζωή και όχι τον θάνατο». Στην Οδύσσεια του Ομήρου θα συναντήσουμε μια πιο «ανθρώπινη» προσέγγιση από τον σχεδόν άτρωτο μυθικό ήρωα Αχιλλέα. Όταν ο Οδυσσέας τον επισκέπτεται στον Άδη, τον παρηγορεί, μνημονεύοντας την ισχύ του, και του λέει: «Μη θλίβεσαι που ‘χεις πεθάνει Αχιλλέα. Έτσι είπα κι εκείνος μου απάντησε αμέσως» για να αποκριθεί ο Αχιλλέας: «Μη με παρηγορείς ευγενικέ μου Οδυσσέα για το θάνατο μου. Θα προτιμούσα δούλος να’ μουν, άλλον να υπηρετώ, άνθρωπο σκληρό χωρίς περιουσία, παρά να βασιλεύω ανάμεσα στους πεθαμένους, που ‘χουν σβήσει».
Ανέκαθεν οι άνθρωποι προσπαθούσαν να εξηγήσουν το «μυστήριο» του θανάτου και να το διαχειριστούν, είτε εξοβελίζοντάς τον είτε βρίσκοντας τρόπους συμφιλίωσης με αυτόν. Στις περισσότερες των περιπτώσεων, οι τόποι που κατοικούσαν οι νεκροί ήταν τόποι απόμακροι και τρομακτικοί, σίγουρα διαχωρισμένοι με σαφή όρια από τον κόσμο των ζωντανών.
Στην αρχαία Ελλάδα το βασίλειο του Πλούτωνα ήταν το μέρος που ταξίδευαν οι ψυχές και τα σώματα των ανθρώπων όταν έφευγαν από τον κόσμο των ζώντων. Περνώντας τον ποταμό της λύπης, τον Αχέροντας, που ήταν ο προθάλαμος του Κάτω Κόσμου, βρίσκονταν στις Πύλες του Άδη που φρουρούσε ο Κέρβερος, πριν περάσουν στα έγκατα της Αχερουσίας Λίμνης.
Στη σκανδιναβική μυθολογία υπάρχει ο «Οίκος των Σφαγιασθέντων», η Βαλχάλα, ένας κόσμος υπόγειος και σκοτεινός, όπου διαμένουν οι νεκροί που έπεσαν στην μάχη. Αυτούς τους συνοδεύουν οι Βαλκυρίες, πανέμορφες αμαζόνες που καβαλάνε φτερωτά άλογα ή λύκους.
Το μοναστήρι των Καπουτσίνων στο Παλέρμο
Στη Σικελία, όπου η σχέση μεταξύ του κόσμου των ζωντανών και αυτού των νεκρών υπήρξε ανέκαθεν ισχυρή, η πόλη του Παλέρμο φιλοξενεί ένα από τα πιο περίεργα και μακάβρια τουριστικά αξιοθέατα του κόσμου. Περνώντας τις πύλες ενός μοναστηριού Καπουτσίνων, οι επισκέπτες έχουν τη δυνατότητα να κατέλθουν στις κατακόμβες του. Το μοναστήρι είναι ένα διακριτικό λευκό κτίριο. Βρίσκεται σε μία ήσυχη πλατεία δίπλα από ένα νεκροταφείο, στην πόλη που το 1992 η Μαφία έλυσε τις διαφορές της με τον Δικαστή Μπορσελίνο.
Το αεροδρόμιο της πρωτεύουσας της Σικελίας ονομάζεται Φαλκόνε-Μπορσελίνο. Τα δύο ονόματα ανήκουν σε δύο δικαστές που προσπαθούσαν να λύσουν τον γόρδιο δεσμό του οργανωμένου εγκλήματος στο νησί. Και οι δύο το πλήρωσαν με τη ζωή τους.
Κάτω από κάτι σκαλιά, περνώντας από ένα άγαλμα της Παναγίας των Θλίψεων, βρίσκεται η είσοδος της κατακόμβης. Απρόσμενα μεγάλη με ψηλά θολωτά ταβάνια και επιμήκεις διαδρόμους. Ο χώρος είναι κρύος και υγρός, ενώ επικρατεί μία ξινισμένη, έντονη μυρωδιά σκόνης και ρούχων που σαπίζουν. Τα παράθυρα είναι ψηλά και διαχέουν το φως του ήλιου, μετατρέποντάς το σε μια χλωμή λάμψη. Το φως από τις λάμπες φθορίου τρεμοπαίζει και δημιουργεί ατμόσφαιρα αίθουσας ιατροδικαστή, φωτίζοντας τα πτώματα.
Κρεμασμένα στους τοίχους, καθισμένα σε πάγκους και τοποθετημένα σε ράφια αλλά και χωμένα σε ανοιχτά φέρετρα υπάρχουν περίπου 8.000 άψυχα σώματα, το καθένα από αυτά ντυμένο με την καλή του κυριακάτικη ενδυμασία.
Η δυτική κουλτούρα στις πλείστες των περιπτώσεων, θέλει τους νεκρούς να μένουν εκτός κοινής θέας, κρυμμένοι από τους ζωντανούς. Αυτή όμως η μονή αποτελεί εξαίρεση. Τίποτα δεν διαχωρίζει τους νεκρούς από τους ζώντες, εκτός ίσως από ένα σχοινί με μία ταμπελίτσα που ζητά από τους επισκέπτες να δείχνουν σεβασμό.
Αυτές οι κατακόμβες με τον αμυδρό φωτισμό και τη μυρωδιά της μούχλας έχουν διαχωριστεί σε διαδρόμους, που ο καθένας τους «φιλοξενεί» μια συγκεκριμένη κατηγορία ανθρώπου. Υπάρχει δωμάτιο για ανθρώπους της θρησκείας. Αρχικά, ήταν αποκλειστικά μοναχοί και ιερείς συνδεδεμένοι με το μοναστήρι. Με την πάροδο του χρόνου, οι θρησκευόμενοι άνδρες ενώθηκαν με ευεργέτες και αξιωματούχους. Οπότε σε άλλο δωμάτιο αναπαύονται επαγγελματίες, όπως γιατροί, δικηγόροι και αξιωματικοί του στρατού. Υπάρχει ένας γυναικείος διάδρομος όπου μπορεί κάποιος να θαυμάσει τις μόδες του παρελθόντος.
Ένα παράπλευρο παρεκκλήσι είναι αφιερωμένο σε εκείνες τις γυναίκες που πέθαναν παρθένες, ιδιαίτερα οδυνηρή και σκληρή ονομασία για να μεταφέρουν στην αιωνιότητα.
Και έπειτα υπάρχει ένα μικρό εκκλησάκι για βρέφη. Τα παιδιά είναι ντυμένα με τις επίσημες ενδυμασίες τους, στερεωμένα σαν ζωντανές κούκλες. Κάποια κάθεται σε μια παιδική καρέκλα με ένα μικρό σκελετό στην αγκαλιά της, ίσως ένα μικρότερο αδελφό, ανυπόφορα θλιβερό θέαμα και ταυτόχρονα αποκρουστικό.
Αυτοί οι νεκροί αποπνέουν κάτι το μυστικιστικό. Τα σαγόνια τους κρέμονται ανοιχτά, σάπια δόντια χαμογελούν με απειλή, οπτικές κοιλότητες κοιτάζουν ζοφερά, κομμάτια σκληρού δέρματος προσκολλημένα σε συρρικνωμένα μάγουλα και αρθρώσεις που πάσχουν από αρθρίτιδα. Αυτοί οι άνθρωποι είναι κυρίως μικροί, τα χέρια τους είναι σταυρωμένα καθώς σέρνονται ενάντια στο σύρμα και τα καρφιά που τα κρατούν όρθια, τα κεφάλια τους λυγίζουν στους ώμους, οι οργανισμοί σιγά-σιγά καταρρέουν με την προσπάθεια να μιμηθούν μια παλιότερη ζωή.
Η πρώτη και η παλαιότερη μούμια είναι ένας μοναχός: ο Silvestro da Gubbio, που στέκεται στη θέση του από το 1599. (Η λέξη «μούμια» προέρχεται από μια αραβική λέξη για την άσφαλτο, η οποία θυμίζει τη μαυρισμένη ρητίνη που οι αρχαίοι Αιγύπτιοι χρησιμοποιούσαν ως συντηρητικό.
Ένα από τα σώματα που έχουν ενταφιαστεί πιο πρόσφατα είναι η Rosalia Lombardo, μόλις δύο χρονών όταν ταριχεύθηκε το 1920. Η διαδικασία της ταρίχευσης έχει διατηρήσει τη Rosalia σε τόσο καλή φαινομενικά κατάσταση, που της έχει δοθεί το προσωνύμιο «Ωραία Κοιμωμένη».
Πώς προέκυψε το «δωμάτιο με τις μούμιες»
Το μοναστήρι των Καπουτσίνων δεν είναι όπως οι κατακόμβες της Ρώμης, μια αρχαιολογική ανασκαφή τάφων. Εδώ τα σώματα ήταν πάντοτε προορισμένα να φαίνονται. Υπάρχουν ενδείξεις που υπενθυμίζουν στους επισκέπτες να δείχνουν σεβασμό και να μην φωτογραφίζουν. Από την άλλη πλευρά οι μοναχοί του μοναστηριού πουλάνε τρόπον τινά το αποτρόπαιο θέαμα. Δεν είναι σαφές λοιπόν εάν πρόκειται για θρησκευτική ή πολιτιστική εμπειρία, αλλά είναι ένα τουριστικό αξιοθέατο.
Έχει επικρατήσει η πεποίθηση ότι η ιδιαιτέρως υγρή ατμόσφαιρα επέτρεψε τη φυσική ταρίχευση των σωμάτων. Αρχικά, οι ιερείς ξάπλωναν τους νεκρούς σε ράφια και τους άφηναν να στεγνώσουν μέχρι να αποβληθούν ολοκληρωτικά τα σωματικά τους υγρά. Οι νεκροί ήταν τοποθετημένοι σε θαλάμους, που ονομάζονται φίλτρα, σε σανίδες από τερακότα πάνω από αποχετεύσεις ή σωλήνες, όπου τα σωματικά υγρά τους θα μπορούσαν να διαρρεύσουν και τα πτώματα να ξεφλουδίζουν σιγά-σιγά.
Έπειτα από έναν ολόκληρο χρόνο, το στεγνωμένο κορμί το ξέπλεναν με ξύδι πριν το ξαναντύσουν με την καλύτερη και πιο επίσημη αμφίεσή του και να το στείλουν στο κατάλληλο δωμάτιο, για να κείτεται εκεί στην αιωνιότητα.
Η μέθοδος αυτή, που είχε χαθεί για δεκαετίες, αποτελείται από τη χρήση «φορμόλης για να σκοτώσει τα βακτηρίδια, οινόπνευμα για να στεγνώσει το κορμί από τα υγρά του, γλυκερίνη για να το προστατεύσει από την υπερβολική ξηρότητα, Σαλικυλικό οξύ για να σκοτώσει τους μύκητες και το πιο σημαντικό συστατικό, άλατα ψευδάργυρου για να δώσει στο σώμα ακαμψία».
Κανείς δεν ξέρει ακριβώς τι ξεκίνησε την μουμιοποίηση. Πιθανώς τυχαία ανακαλύφθηκε ότι ένα σώμα αν το αφήσουμε σε μια κρύπτη με μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα δροσιάς και πορώδους ασβεστόλιθου θα στεγνώσει αντί να σαπίσει. Στη συνέχεια, επινοήθηκε ένα σύστημα.
Η διατήρηση των προγονικών σωμάτων γίνεται σε αρκετά μέρη, αλλά σπάνια εμφανίζονται όπως στην περίπτωση της Σικελίας. Υπάρχει η άποψη ότι αυτή η πρακτική ίσως είναι ο «απόηχος» μιας πολύ παλαιότερης, προχριστιανικής πίστης στη σαμανιστική δύναμη του σώματος. Δεν θα μπορούσε να στεγνώσει κάθε πτώμα, κάποια θα έπρεπε να είχαν σαπίσει και έτσι η διατήρηση των άλλων θα μπορούσε να ήταν μια νύξη του θελήματος του θεού, ένα θεϊκό χέρι που διατηρούσε ορισμένα σώματα όπως ήταν, σαν ένα σημάδι μιας συγκεκριμένης εγκόσμιας καλοσύνης. Δεδομένου ότι τα λείψανα των αγίων χρησιμοποιούνται για να βοηθήσουν την προσευχή και την πίστη, ίσως αυτά τα σώματα θεωρήθηκαν ότι έχουν διατηρηθεί από τον Θεό για να ενισχύσουν την πίστη. Ή ίσως οι κατακόμβες έγιναν σαν μια υπόμνηση της ματαιοδοξίας, μια απεικόνιση όλων των κοσμικών φιλοδοξιών, του αναπόφευκτου θανάτου και της ανόητης αποθήκευσης πλούτου στη Γη.
Στα μετέπειτα χρόνια, μερικά από τα σώματα διατηρήθηκαν επιμελώς με χημικές ενέσεις, μεταφέροντας την ευθύνη από τα χέρια του Θεού σε εργολάβους κηδειών και επιστήμονες. Με αυτόν τον τρόπο τα συντήρησαν σε κατάσταση κατάλληλη ώστε να δέχονται τα αναπάντητα ερωτήματα των ζωντανών.
Άλλωστε όπως είπε ο Γερμανός ποιητής Σίλερ: «Κάτι τόσο παγκόσμιο όσο ο θάνατος, δεν μπορεί παρά να είναι ωφέλιμο».
Πηγή