Το ποδόσφαιρο είναι ένα άθλημα που κάνει το αίμα να βράζει. Το ίδιο μπορεί να κάνει και η πολιτική. Όταν αυτά τα δυο συναντηθούν, δημιουργείται μια εκρηκτική κατάσταση που εξαιρετικά δύσκολα μπορεί να ελεγχθεί.
Δεν είναι λίγες οι φορές που τα στάδια ανά τον κόσμο μετατράπηκαν σε πολιτικές αρένες και σηματοδότησαν αιματηρές συγκρούσεις οι ρίζες των οποίων βρίσκονταν σε διαφορές που ουδεμία σχέση είχαν με τις τέσσερις γραμμές του γηπέδου.
Φανταστείτε τώρα όλο αυτό να γίνεται σε μια περίοδο που από μόνη της μυρίζει μπαρούτι και «σπρώχνει» τα δυο αντίπαλα στρατόπεδα σε έναν εμφύλιο πόλεμο. Κάτι τέτοιο έγινε -και, μάλιστα, με δραματικό τρόπο- την άνοιξη του 1990 στην πάλαι ποτέ ενωμένη Γιουγκοσλαβία.
Το, ούτως ή άλλως, εύθραυστο γυαλί στις σχέσεις Σέρβων και Κροατών είχε ραγίσει για τα καλά. Τα πάντα κρέμονταν από μια κλωστή και όλοι θεωρούσαν πως σύντομα θα «μιλούσαν» τα όπλα. Και δεν έπεσαν έξω. Λίγο καιρό αργότερα ξεκίνησε ο εμφύλιος πόλεμος.
Για πολλούς, ακόμα και σήμερα, εκείνος ο πόλεμος είχε ξεκινήσει και επίσημα μέσα στο «καταραμένο Μαξιμίρ» όπου Ντιναμό Ζάγκρεπ και Ερυθρός Αστέρας συγκρούστηκαν με την κυριολεκτική έννοια της λέξης και κατέστησαν σαφές πως οι δυο λαοί ήταν ξένο σώμα μέσα στη Γιουγκοσλαβία, που αργά αλλά σταθερά οδηγούταν στη διάλυση.
Ο θάνατος του Τίτο και η πορεία προς τον εμφύλιο
Το πρωινό της 4ης Μαΐου του 1980, έμελλε να είναι αυτό που θα αλλάξει για πάντα και με δραματικό τρόπο την ιστορία της Γιουγκοσλαβίας. Ο πρόεδρος της Σοσιαλιστικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας, Γιόσιπ Μπροζ Τίτο αφήνει την τελευταία του πνοή στο Πανεπιστημιακό Ιατρικό Κέντρο της Λιουμπλιάνας όπου νοσηλευόταν.
Η είδηση αυτή έκανε τους πάντες να παγώσουν. Όχι τόσο με αυτή καθ’ αυτή την είδηση του θανάτου του στρατάρχη όσο με το φόβο όλων αυτών που ερχόντουσαν. Ο Τίτο ήταν ο συνθετικός κρίκος διάφορων εθνοτήτων και ο θάνατος του, σχεδόν νομοτελειακά, σήμανε τον διαχωρισμό τους.
Από την επόμενη κιόλας του θανάτου του Τίτο άρχισε σταδιακά η διαδικασία που θα οδηγούσε τη χώρα στον όλεθρο. Μέσα στα επόμενα 10 χρόνια (και μέσα από διάφορα γεγονότα, πολλές φορές αιματηρά) η βαλβίδα αποσυμπίεσης έπαψε να λειτουργεί και έτσι από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 ο πόλεμος θα μπορούσε να ξεσπάσει οποιαδήποτε ημέρα.
Το 1990 ήταν μια δύσκολη χρόνια η οποία οδήγησε στην άνοιξη του 1991 όπου σε μια υπόγεια μυστική κρύπτη, από τις πολλές που είχε φτιάξει ο Τίτο στο Βελιγράδι, συγκεντρώθηκαν όλα τα μέλη του συλλογικού προεδρείου που τον διαδέχθηκε στην εξουσία. Έπειτα από ένα δραματικό και άκαρπο παρασκήνιο αποτυγχάνουν να αποτρέψουν τη διάλυση και τη διαφαινόμενη αιματοχυσία. Ήδη στην Κροατία έπεφταν οι πρώτοι πυροβολισμοί μεταξύ Σέρβων και Κροατών παραστρατιωτικών.
Οι εθνικιστές και των δυο πλευρών αναλαμβάνουν τα ινία
Πριν φτάσουν, ωστόσο, στο -από κάθε άποψη- σημαδιακό 1991, Σέρβοι και Κροάτες εθνικιστές δεν έπαυαν να δίνουν ο ένας στον άλλο συνεχής αφορμές για να συγκρούονται. Το 1990 είναι μια χρονιά γεμάτη από τέτοιου είδους συγκρούσεις, μικρότερης ή μεγαλύτερης σημασίας.
Από τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας με την άνοδο στην ηγεσία των Σέρβων του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς η κατάσταση είχε αρχίσει να οξύνεται επικίνδυνα. Κροάτες, Σλοβένοι και Σκοπιανοί δρομολογούσαν όλες εκείνες τις απαραίτητες διαδικασίες που θα τους οδηγούσαν στην ανεξαρτησία τους.
Αυτό δεν ήταν κρυφό, φαινόταν ξεκάθαρα από τα αποτελέσματα των τοπικών εκλογών. Στις αρχές του 1990 είχαν πραγματοποιηθεί οι κροατικές εκλογές, στις οποίες είχε κερδίσει η Κροατική Δημοκρατική Ένωση, που ήταν υπέρ της ανεξαρτησίας της χώρας. Το ίδιο είχε συμβεί και στη Σλοβενία.
Είναι η δραματική εποχή που οι ένθεν κι ένθεν παραστρατιωτικές οργανώσεις άρχισαν να αναλαμβάνουν ολοένα και περισσότερη δράση που περιλάμβανε από προβοκάτσιες μέχρι ανοιχτές συγκρούσεις.
Το ντέρμπι του μίσους που θα έκρινε τον τίτλο
Μέσα σε αυτό το κλίμα υπήρχε και το ποδόσφαιρο. Ντιναμό Ζάγκρεπ και Ερυθρός Αστέρας διεκδικούσαν το πρωτάθλημα εκείνης της χρονιάς. Ο αγώνας που θα γινόταν στις 13 Μαΐου 1990 στο γήπεδο Μαξιμίρ του Ζάγκρεμπ, είχε χαρακτηρισθεί ως το ντέρμπι της δεκαετίας και όχι άδικα, δεδομένου πως εκτός συγκλονιστικού απροόπτου η ομάδα που θα επικρατούσε θα σήκωνε στο τέλος της σεζόν τον τίτλο του πρωταθλητή.
Σέρβοι και Κροάτες προετοιμάζονταν πυρετωδώς για το ντέρμπι, εβδομάδες πριν, και όχι πάντα με… αγωνιστικές προθέσεις. Οι ακραίοι και των δυο πλευρών, είχαν δει αυτό το παιχνίδι σαν μια καλή ευκαιρία.
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως στο Ζάγκρεπ είχαν ταξιδέψει περίπου 3.000 οπαδοί του Ερυθρού Αστέρα που όπως αποδείχθηκε αργότερα στην συντριπτική τους πλειονότητα ήταν στρατιώτες με επικεφαλής τον διαβόητο Αρκάν! Και οι Κροάτες, πάντως, δεν πήγαιναν πίσω. Στις κερκίδες του γηπέδου της Ντιναμό βρισκόντουσαν πάρα πολλοί εθνικιστές, όλοι τους μέλη παραστρατιωτικών οργανώσεων.
Τα επεισόδια ανάμεσα στις δυο πλευρές είχαν αρχίσει από νωρίς μέσα στην πόλη. Το ποδόσφαιρο είχε περάσει σε δεύτερη μοίρα. Το σύνθημα «Να! Φτάνουν οι χούλιγκαν στους δρόμους του Ζάγκρεμπ. Θ΄ αντιλαλούνε τα τσεκούρια, θα αντηχήσουν οι αλυσίδες», δεν άφηνε περιθώρια για παρερμηνείες.
Τα 10 λεπτά του αγώνα, το ανελέητο ξύλο και μια ιστορική κλωτσιά
Όταν το παιχνίδι, επιτέλους, ξεκίνησε οι κερκίδες κόχλαζαν. Οι οπαδοί του Ερυθρού Αστέρα χωρίς να χάσουν χρόνο άρχισαν να σπάνε και να καίνε ότι έβρισκαν. Μέσα σε ελάχιστες στιγμές, οι οπαδοί της Ντιναμό άρχισαν να κινούνται εναντίον τους.
Σύμφωνα με μαρτυρίες το ξύλο που έπεσε στις κερκίδες του Μάξιμιρ ήταν πρωτοφανές. Πέτρες, ξύλα, σίδερα, μαχαίρια ακόμα και τσεκούρια χρησιμοποιήθηκαν στις μάχες σώμα με σώμα. Μετά από μόλις 10 λεπτά, οι διαιτητές αντιλαμβάνονται πως ποδόσφαιρο δεν πρόκειται να παιχτεί και διακόπτουν το ματς.
Οι οργανωμένοι οπαδοί των δύο ομάδων οι Bad Blue Boys (της Ντιναμό) και οι Delije (του Αστέρα) σπάνε τα κιγκλιδώματα και πλέον συγκρούονται και μέσα στο γήπεδο. Από μακριά φαινόταν μια μεγάλη στήλη φωτιάς που έβγαινε από το Μάξιμιρ. Το γήπεδο καιγόταν. Την τελευταία στιγμή η Γιουγκοσλαβική αστυνομία, φυγαδεύει με ελικόπτερο τους παίκτες του Αστέρα.
Δεκάδες μαχαιρωμένοι κείτονται στο χορτάρι του γηπέδου. Δακρυγόνα, ασφυξιογόνα, πλαστικές σφαίρες μέχρι και αύρες επιστρατεύτηκαν μήπως και περιοριστούν οι συγκρούσεις. Μάταια. Για σχεδόν δυο ώρες το ξύλο ήταν ανελέητο.
Μέσα στο γήπεδο είχαν απομείνει κάποιοι ποδοσφαιριστές της Ντιναμό που παρακαλούσαν τους αστυνομικούς να παρέμβουν και να διώξουν τους Σέρβους. Τους κατηγορούσαν πως ήταν υποχείρια του Μιλόσεβιτς.
Κάποια στιγμή δυο αστυνομικοί ακινητοποιούν έναν οπαδό της Ντιναμό και τον ξυλοκοπούν χωρίς έλεος. Ο τότε νεαρός αρχηγός της ομάδας Ζβόνιμιρ Μπόμπαν παίρνει φόρα και με μια… καρατιά στον αστυνομικό καταφέρνει να απελευθερώσει τον οπαδό. Η κίνηση αυτή τον έκανε εθνικό ήρωα για τους Κροάτες.
Όταν όλα τελείωσαν 117 αστυνομικοί, 39 οπαδοί του Αστέρα και 37 της Ντιναμό ήταν σοβαρά τραυματισμένοι και μεταφέρονται στα νοσοκομεία. Πολλοί ακόμα δέχονται τις πρώτες βοήθειες στο γήπεδο και αποχωρούν. Περισσότεροι από 100 οπαδοί και των δυο ομάδων συλλαμβάνονται.
Μερικές ημέρες αργότερα ο Σλόμποταν Μιλόσεβιτς θα πει το ιστορικό «η Γιουγκοσλαβία τελείωσε. Δεν υπάρχει πια». Τον Ιανουάριο του 2011, το CNN τοποθέτησε το συγκεκριμένο ματς στο Top-5 αυτών που άλλαξαν την ιστορία του πλανήτη.
Σήμερα, έξω από το Μάξιμιρ υπάρχει ένα μνημείο για εκείνη την ημέρα. «Για τους οπαδούς- στρατιώτες αυτής της ομάδας, που ξεκίνησαν τον πόλεμο με τη Σερβία σε αυτό το γήπεδο στις 13 Μαΐου 1990»…
Πηγή