Ο θάνατος της βασίλισσας Ελισάβετ έκανε το Ηνωμένο Βασίλειο να «δακρύσει» και έφερε χιλιάδες ανθρώπους στη Σκωτία για να αποτίσουν φόρο τιμής στο φέρετρό της.
Η βασίλισσα πέθανε στο Κάστρο Μπαλμόραλ στη Σκωτία το απόγευμα της Πέμπτης. Ήταν 96 ετών και βασίλευσε για επτά δεκαετίες. Ο γιος της, ο βασιλιάς Κάρολος Γ’, τη διαδέχθηκε ως μονάρχης της Βρετανίας.
Πολιτικοί, ηγέτες, άνθρωποι του καλλιτεχνικού χώρου αλλά και απλοί πολίτες έσπευσαν να δώσουν τα σέβη τους στη βασίλισσα Ελισάβετ μετά τον θάνατό της. Ακόμα και άνθρωποι που είχαν παραδοσιακά συνδεθεί με μια «αντιπάθεια» απέναντι στο πρόσωπο της Ελισάβετ, όπως ο τραγουδιστής των Σεξ Πίστολς, Τζόνι Ρότεν [Τζον Λίντον], έδωσαν το δικό τους αποχαιρετιστήριο μήνυμα.
Ωστόσο, ο θρήνος δεν ήταν καθολικός. Υπάρχουν κάποιες «φωνές» που αρνούνται να σιγήσουν μπροστά στον θάνατο της Ελισάβετ Β’ και εξακολουθούν να εκφράζουν την αντίρρησή τους σε ορισμένες ενέργειες της βασίλισσας, της οικογένειάς της, ή και εναντίον του θεσμού της μοναρχίας συνολικά.
Οι επικριτές του στέμματος έσπευσαν να επισημάνουν το ρόλο της βασιλικής οικογένειας σε γεγονότα σε χώρες που ελέγχονταν παλαιότερα από τη Βρετανία, συμπεριλαμβανομένων της Ιρλανδίας, της Ινδίας και της Νιγηρίας – πυροδοτώντας μια συζήτηση για την ίδια τη μοναρχία.
Συλλήψεις διαδηλωτών κατά της βασίλισσας, στο Εδιμβούργο
Στο Εδιμβούργο, όπου πραγματοποιήθηκε το λαϊκό προσκύνημα της σορού της βασίλισσας -το οποίο σηματοδοτήθηκε από μία φορτισμένη στιγμή όταν το φέρετρο «φρουρούσαν» τα τέσσερα παιδιά της-, υπήρξαν διαμαρτυρίες. Μια γυναίκα συνελήφθη καθώς κρατούσε πανό με μήνυμα υπέρ της κατάργησης της μοναρχίας. Ένας άλλος άνθρωπος οδηγήθηκε εκτός του Παλατιού του Ουέστμινστερ επειδή κρατούσε ένα πανό που έγραφε «δεν είναι ο δικός μου βασιλιάς». Επίσης, υπήρξε γιουχάισμα κατά τη διάρκεια της τελετής ανακήρυξης του νέου βασιλιά, Καρόλου Γ’.
Τα περιστατικά αυτού του τύπου δεν ήταν πολλά σε αριθμό, όμως ήταν αρκετά ώστε να καταδείξουν την ύπαρξη και διατήρηση ενός «ρεύματος» που δεν αποδέχεται τη μοναρχία στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Ήδη, από το Ιωβηλαίο της Ελισάβετ Β’, τον Ιούλιο, πολίτες είχαν εκφράσει την άποψή τους: «Κάντε την Ελισάβετ την τελευταία», έγραφαν μεγάλα πανό που κρατούσαν πολίτες σε διάφορες πόλεις της χώρας, εννοώντας ότι η Ελισάβετ θα πρέπει να είναι η τελευταία βασίλισσα και ότι ο θάνατός της θα πρέπει να σηματοδοτήσει την κατάργηση του θεσμού της μοναρχίας.
Η πολιτική οργάνωση «Republic» [Δημοκρατία], στο ίδιο πνεύμα, καλεί για «συζήτηση σε εθνικό επίπεδο για το μέλλον της μοναρχίας» λέγοντας ότι «η ανακήρυξη ενός νέου βασιλιά είναι προσβολή για τη δημοκρατία, μια στιγμή που στέκεται σε έντονη αντίθεση με τις αξίες στις οποίες οι περισσότεροι από εμάς πιστεύουμε». Αυτά γράφει, μεταξύ άλλων, η συλλογικότητα σε ανακοίνωσή της, η οποία εκδόθηκε έπειτα από τον θάνατο της βασίλισσας Ελισάβετ.
Παρόλο που αυτές οι απόψεις φαίνεται πως εκφράζονται από τη μειοψηφία των πολιτών, ταυτόχρονα καταγράφεται και μια άνοδός τους, ειδικά μεταξύ των νεότερων σε ηλικία ανθρώπων. Βρετανικά ΜΜΕ και δημοσκοπήσεις στη χώρα αποτυπώνουν μια τάση, εξάλλου και υπάρχουν αναφορές που τονίζουν ότι ένας ηλικιωμένος και λιγότερο δημοφιλής βασιλιάς ενδέχεται να οδηγήσει σε αύξηση του ποσοστού των πολιτών που επιθυμούν την κατάργηση της μοναρχίας. Μια δημοσκόπηση του YouGov στη Βρετανία από τον Μάιο του 2022 κατέγραψε ότι το 27% των Βρετανών δηλώνει ότι στηρίζει την κατάργηση της μοναρχίας.
Στην Ιρλανδία, οι μνήμες από τον πόλεμο είναι ακόμη έντονες
Κάποιοι δρόμοι της βόρειας Ιρλανδίας, στο Ντέρι, μετά την ανακοίνωση του θανάτου της βασίλισσας Ελισάβετ «γέμισαν» με ήχους από κόρνες αυτοκινήτων: σκηνές σε πλήρη αντίθεση με τον σιωπηλό θρήνο πολιτών στην Αγγλία.
Η επεξήγηση της συμπεριφοράς αυτής, της αντίθεσης, εντοπίζεται στην ιστορία -και, πιο συγκεκριμένα, στις συγκρούσεις στη βόρεια Ιρλανδία. Στις 30 Ιανουαρίου του 1972, η πόλη Ντέρι ήταν το επίκεντρο της «Ματωμένης Κυριακής». Σε μια πορεία διαμαρτυρίας που οργανώθηκε από την Ένωση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα της Βόρειας Ιρλανδίας, για την κατάσταση που επικρατούσε στη Βόρεια Ιρλανδία σχετικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα, στην περιοχή Μπόγκσαϊντ, 26 άτομα πυροβολήθηκαν από τα μέλη του 1ου Τάγματος του Βρετανικού Συντάγματος Αλεξιπτωτιστών.
Δεκατρείς άνθρωποι, 6 εκ των οποίων ήταν ανήλικοι, πέθαναν αμέσως, ενώ άλλος ένας πέθανε ύστερα από 4 μήνες υποκύπτοντας στα τραύματά του. Δύο άτομα τραυματίστηκαν από οχήματα του στρατού. Πολλοί μάρτυρες, συμπεριλαμβανομένων και δημοσιογράφων, πιστοποιούν ότι όλοι όσοι πυροβολήθηκαν ήταν άοπλοι.
Η μνήμη της ημέρας αυτής, για πολλούς κατοίκους της βόρειας Ιρλανδίας, παραμένει ζωντανή ως σήμερα και για πολλούς από αυτούς η βασίλισσα Ελισάβετ ήταν ένα σύμβολο της «βρετανικής καταδυνάστευσης».
Παρόμοια ξεσπάσματα χαράς σημειώθηκαν και στη Δημοκρατία της Ιρλανδίας, μια χώρα που απέσπασε την ανεξαρτησία της το 1922 μετά από 800 χρόνια βρετανικής κυριαρχίας. Στο στάδιο Tallaght στο Δουβλίνο, οπαδοί της ομάδας Shamrock Rovers εθεάθησαν να τραγουδούν χαρούμενα «Lizzie’s in a box» [Η Λίζι, η Ελισάβετ δηλαδή, είναι σε ένα κουτί], εννοώντας το φέρετρο της βασίλισσας.
Στην Αφρική, το βάρος του αποικισμού
Από την Κένυα έως τη Νιγηρία και τη Νότια Αφρική, ο θάνατος της βασίλισσας Ελισάβετ Β’ έχει πυροδοτήσει μια «χιονοστιβάδα» συλλυπητηρίων από Αφρικανούς αρχηγούς κρατών που επαινούν μια «εξαιρετική» ηγέτιδα και μοιράζονται αναμνήσεις από τις συχνές επισκέψεις της στην ήπειρο, στα 70 χρόνια βασιλείας της.
Αλλά ο θάνατος της βασίλισσας αναβίωσε επίσης μια συζήτηση για το αποικιακό παρελθόν στην αγγλόφωνη Αφρική.
Στην Κένυα, για παράδειγμα, πολλοί θυμούνται την αιματηρή καταστολή της εξέγερσης των Μάου Μάου από τον βρετανικό στρατό (περισσότεροι από 10.000 νεκροί) που έλαβε χώρα από το 1952 έως το 1960, επί βασιλείας της Ελισάβετ Β’.
Στη Νιγηρία, ορισμένοι τόνισαν ότι η Βρετανία υποστήριξε τον νιγηριανό στρατό κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου της χώρας. Πάνω από ένα εκατομμύριο άνθρωποι πέθαναν στον πόλεμο της Μπιάφραν μεταξύ 1967 και 1970, ως επί το πλείστον από πείνα και ασθένειες.
«Αν κάποιος περιμένει από εμένα να εκφράσω οτιδήποτε άλλο εκτός από περιφρόνηση για τη μονάρχη που επέβλεψε μια κυβέρνηση που υποστήριξε τη γενοκτονία που σφαγίασε και εκτόπισε τη μισή οικογένειά μου (…) ονειρεύεστε», έγραψε στο Twitter η Νιγηριανή-αμερικανίδα ακαδημαϊκός Uju Anya, προκαλώντας έντονες αντιδράσεις και συζήτηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Επίσης, οι Μαχητές της Οικονομικής Ελευθερίας (EFF), το τρίτο μεγαλύτερο πολιτικό κόμμα της Νότιας Αφρικής, δεν είχαν καλά λόγια να πουν για τον θάνατο της βασίλισσας.
«Οι Μαχητές Οικονομικής Ελευθερίας σημειώνουν τον θάνατο της Ελισάβετ Αλεξάνδρα Μαίρη Ουίνδσορ, της βασίλισσας του Ηνωμένου Βασιλείου και αρχηγού του κράτους πολλών χωρών που αποικίστηκαν από το Ηνωμένο Βασίλειο», ανέφερε η αριστερή ομάδα σε δήλωση.
Το EFF επέκρινε τη βασίλισσα, η οποία ανέβηκε στον θρόνο το 1952, επειδή βασίλεψε για 70 χρόνια ως επικεφαλής μιας χώρας «που χτίστηκε, συντηρήθηκε και ζούσε από μια βάναυση κληρονομιά απανθρωποποίησης εκατομμυρίων ανθρώπων σε όλο τον κόσμο».
«Δεν θρηνούμε τον θάνατο της Ελισάβετ, γιατί για εμάς ο θάνατός της είναι μια υπενθύμιση μιας πολύ τραγικής περιόδου σε αυτή τη χώρα και την ιστορία της Αφρικής», αναφέρεται στην ανακοίνωση.
Αντιδράσεις και σε άλλες χώρες
Ένας Αυστραλός καθηγητής Ιθαγενών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Macquarie, ο Sandy O’Sullivan, έγραψε στο Twitter ότι η Ελισάβετ Β’ «δεν ήταν θεατής των επιπτώσεων του αποικισμού και της αποικιοκρατίας, ήταν αρχιτέκτονάς τους».
«Ήταν αυτή που διατήρησε την αποικιακή κυριαρχία, με την μπότα της πάνω μας», πρόσθεσε.
Ο πρώην ποδοσφαιριστής της Αγγλίας Τρέβορ Σινκλέρ στο Twitter είπε ότι οι «μαύροι και καφέ» άνθρωποι δεν πρέπει να θρηνούν για τον θάνατο της βασίλισσας, καθώς επέτρεψε στον ρατσισμό να «ανθίσει» κατά τη διάρκεια της βασιλείας της.
Ο Σινκλέρ αργότερα διέγραψε τον λογαριασμό του στο Twitter εν μέσω εκκλήσεων να απολυθεί από το Talksport, τον ραδιοφωνικό σταθμό για τον οποίο σχολιάζει
«Άκουσα ότι η αρχιμονάρχης μιας αυτοκρατορίας που έκλεβε, έκανε γενοκτονίες και βίαζε τελικά πεθαίνει. Είθε ο πόνος της να είναι βασανιστικός», έγραψε η Uju Anya, αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Carnegie Mellon στο Πίτσμπουργκ, σε ένα tweet αφότου τα Ανάκτορα του Μπάκιγχαμ ανακοίνωσαν ότι οι γιατροί της βασίλισσας ανησυχούσαν για την υγεία της.
Το tweet αφαιρέθηκε από το Twitter για παραβίαση των κανόνων της πλατφόρμας και το πανεπιστήμιο δημοσίευσε μια δήλωση λέγοντας ότι οι απόψεις της Anya «δεν αντιπροσωπεύουν τις αξίες του ιδρύματος, ούτε τα πρότυπα λόγου που επιδιώκουμε να προωθήσουμε».
«Η μητριάρχισσα μιας βασιλικής οικογένειας με κληρονομιά σκλάβων, ιμπεριαλισμού, αποικιοκρατίας, κλοπής, είναι νεκρή», έγραψε στο Twitter ο ράπερ και σκηνοθέτης Μπουτς Ράιλι.
Πηγή