Παρασκευή , 15 Νοέμβριος 2024

«Υψηλά τα ποσοστά του αντισημιτισμού στην Ελλάδα»

Η αντιμετώπιση φαινομένων όπως ο αντισημιτισμός, ο ρατσισμός, η ρητορική μίσους, πρέπει να είναι «ολιστική» και όχι αποσπασματική, μέσα από την υιοθέτηση σειράς πολιτικών παράλληλα με την εφαρμογή της νομοθεσίας, τόνισε η συντονίστρια της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την αντιμετώπιση του αντισημιτισμού, Καταρίνα Φον Σνούρμπάιν, σε εκδήλωση με θέμα τον αντισημιτισμό στην Ελλάδα, που πραγματοποιήθηκε το βράδυ της Τετάρτης σε αίθουσα της ΕΣΗΕΜΘ.

«Δεν μπορούμε να επιστρατεύσουμε επί παραδείγματι, μονάχα την εκπαίδευση, απαιτούνται μια σειρά πολιτικών και μεταφορά και εφαρμογή της νομοθεσίας» είπε η κ. Σνούρμπάιν και πρόσθεσε : «Είναι πρόκληση για όλους μας, να κάνουμε την αλλαγή, να αλλάξουμε την κοινωνία».

Η συντονίστρια της Ε.Ε. για την αντιμετώπιση του αντισημιτισμού, τόνισε ότι οι επίσημες αποφάσεις της Ε.Ε. και η ευρωπαϊκή νομοθεσία υπάρχουν από το 2008, για την αντιμετώπιση κρουσμάτων αντισημιτισμού, ρατσισμού, ξενοφοβίας (για παράδειγμα η ποινική διάσταση της άρνησης του Ολοκαυτώματος), αλλά «μόνο δεκαπέντε από τα εικοσιοκτώ κράτη μέλη έχουν καταφέρει να τις μεταφέρουν στη νομοθεσία τους, με τον σωστό τρόπο». Σημείωσε ότι μεταξύ άλλων, πρέπει να είναι συνεχής και η ενημέρωση των δημοσίων λειτουργών, (δασκάλων, δικαστικών, κ.ά.), ώστε να είναι αποτελεσματικοί στην εφαρμογή της νομοθεσίας για τα εγκλήματα «ρητορικής μίσους». Τόνισε, επίσης, ότι έχει υιοθετηθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο μια συμφωνία, ένας «κώδικας δεοντολογίας» σε συνεργασία με τις μεγάλες ξένες εταιρίες μέσων κοινωνικής δικτύωσης (Facebook, Twitter, Youtube, Microsoft), να αποαναρτώνται από το ίντερνετ εντός 24ωρών, σχόλια, ή αναρτήσεις με ρατσιστικό, αντισημιτικό περιεχόμενο.

«Είναι η πιο διαχρονική και ανθεκτική στο χρόνο μορφή ρατσισμού και διακρίσεων» τόνισε, αναφερόμενη στον αντισημιτισμό, η γενική γραμματέας Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του υπουργείου Δικαιοσύνης, Μαρία Γιαννακάκη και πρόσθεσε ότι εκφάνσεις αντισημιτισμού δεν εντοπίζονται μόνο στην ακροδεξιά, αλλά και σε άλλες δυνάμεις του πολιτικού φάσματος. Πολλές φορές για παράδειγμα, απαντώνται και στη λαϊκή βάση της αριστεράς, «που στη βάση της είναι υπέρμαχος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων», όταν αυτή υποκύπτει σε αντισημιτική ρητορική, π.χ. υπερβαίνοντας τα όρια, στην προσπάθεια της να ασκήσει κριτική για την πολιτική του κράτους του Ισραήλ για το Παλαιστινιακό, ή όταν «φλερτάρει» με ιστορίες συνωμοσιολογίας ότι «πίσω από τα κέντρα του παγκόσμιου καπιταλισμού βρίσκονται οι Εβραίοι».

Η κ. Γιαννακάκη σημείωσε ότι ο αντιρατσιστικός νόμος δεν ποινικοποιεί την άποψη, αλλά την υποκίνηση πράξεων βίας και μίσους, ενώ σε ότι αφορά τις αναρτήσεις με αντισημιτικά και ρατσιστικά σχόλια στο διαδίκτυο, τάχθηκε σαφώς υπέρ της «άμεσης αποανάρτησης». Υπογράμμισε, επίσης, ότι η γενική γραμματεία στο πλαίσιο του διαλόγου για την αναμόρφωση της ποινικής νομοθεσίας, έχει προτείνει στην αρμόδια επιτροπή να χαρακτηριστεί η φθορά θρησκευτικών χώρων «διακεκριμένη φθορά», ώστε να αλλάξουν και οι ποινές. Σε ό,τι αφορά την Εκκλησία, η κ. Γιαννακάκη σχολίασε ότι «οι κύκλοι που σπέρνουν αντισημιτισμό μίσος» είναι οι «σκοταδιστικοί κύκλοι», και ότι αυτές δεν είναι οι επίσημες απόψεις της εκκλησίας.

Η εκδήλωση διοργανώθηκε από το Ίδρυμα «Χάινριχ Μπελ» Ελλάδας, σε συνεργασία με την Έδρα Εβραϊκών Σπουδών του ΑΠΘ, με αφορμή την έκδοση της έκθεσης : «Ο αντισημιτισμός στην Ελλάδα σήμερα: Εκφάνσεις, αίτια και αντιμετώπιση του φαινομένου», που συνέταξε ομάδα ερευνητών (Γιώργος Αντωνίου, Σπύρος Κοσμίδης, Ηλίας Ντίνας, Λεόν Σαλτιέλ).

Σύμφωνα με τις γενικές επισημάνσεις τους, ο αντισημιτισμός στην Ευρώπη του 21ου αιώνα, κοντά έναν αιώνα «μετά το ‘Αουσβιτς», δεν έχει εξαλειφθεί και παραμένει ισχυρός, παρότι εκφράζεται με άλλες μορφές, π.χ. «ως προκατάληψη, καχυποψία, είτε ακόμη και με βία», ενώ στην Ελλάδα καταγράφεται ένα από τα υψηλότερα ποσοστά αντισημιτισμού σε ευρωπαϊκή χώρα, όπως δείχνουν διεθνείς και ελληνικές έρευνες – μεταξύ αυτών και η έρευνα που παρουσιάστηκε στην εκδήλωση.

Δύο από τους ερευνητές, ο επίκουρος καθηγητής Α.Π.Θ. Γιώργος Αντωνίου και ο λέκτορας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, Σπύρος Κοσμίδης παρουσίασαν τα πορίσματα των ερευνών τους, καθώς και τις προτάσεις τους για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του φαινομένου, τόσο από την Πολιτεία όσο και από το σύνολο των θεσμών της ελληνικής κοινωνίας.

Όπως τόνισε ο κ. Κοσμίδης, η έρευνα των τεσσάρων ερευνητών έδωσε αποτελέσματα πολύ κοντινά στα συμπεράσματα της έρευνας της ADL (Ιουλίου 2013 – Φεβρουαρίου 2014) στη Δ. Ευρώπη, που κατέτασσε την Ελλάδα στην κορυφή των ευρωπαϊκών χωρών, όπου επικρατούν αντισημιτικές απόψεις. Η έρευνα των Ελλήνων επιστημόνων έγινε σε δείγμα χιλίων ατόμων και με μεθοδολογία που οδηγούσε σε απαντήσεις γύρω από τρία στερεοτυπικά ερωτήματα: Πρώτον εάν υπάρχει εκμετάλλευση του Ολοκαυτώματος από τους Εβραίους, όπου το περίπου στο 40% δήλωσαν «απόλυτη βεβαιότητα» και το 25% «βεβαιότητα». Στο ερώτημα, εάν υπάρχει ταύτιση στον τρόπο που αντιμετωπίζει σήμερα το Ισραήλ τους Παλαιστινίους με το πώς οι Ναζί αντιμετώπιζαν τότε τους Εβραίους, η απάντηση ήταν 40,02% «συμφωνώ απόλυτα» και 24,67% «συμφωνώ». Στην τρίτη ερώτηση εάν οι Εβραίοι «έχουν δύναμη» με οποιοδήποτε τρόπο, ως πολίτες, ως κράτος, ή ως επιχειρηματίες, το 71,07 δήλωσε βεβαιότητα, «ανεξάρτητα από το πώς θέτεις το ερώτημα».

Ο κ. Κοσμίδης υπογράμμισε ότι δεν υπάρχει καμία διαφορά σε ό,τι αφορά το φύλο των ερωτώμενων, ενώ σε ό,τι αφορά την ηλικία, διαπιστώνεται ότι «όσο μεγαλύτερη, τόσο περισσότερη η πιθανότητα να εκφράζει αντισημιτικές απόψεις» και «όσο καλύτερη η εκπαίδευση τόσο λιγότερος ο αντισημιτισμός, χωρίς αυτό να είναι απόλυτο».

«Πιστεύουμε ότι ο αντισημιτισμός είναι αποτέλεσμα της βαθιάς θυματοποίησης των Ελλήνων» είπε ο κ. Κοσμίδης, δηλαδή, του ανταγωνισμού για το ποιος είναι το μεγαλύτερο θύμα της ιστορίας και ποιος παίρνει περισσότερη αναγνώριση από την διεθνή κοινότητα. «Το τεστάραμε, ρωτώντας, ‘’πόσο συμφωνείτε με τη διατύπωση ότι οι Έλληνες έχουν υποφέρει περισσότερο από τους Εβραίους» και τα ποσοστά είναι κοντά στο 70%» είπε ο κ. Κοσμίδης, σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.

«Διατυπώνουμε πάνω από σαράντα διαφορετικές προτάσεις προς φορείς, που προφανώς δεν είναι δυνατόν να υιοθετηθούν όλες αλλά παρ’ όλα αυτά, είναι σημαντικό να συζητήσουμε ως κοινωνία των πολιτών , ως ακαδημαϊκή κοινότητα, ως πολίτες, για την αναπαραγωγή στερεοτύπων» είπε από την πλευρά του ο κ. Αντωνίου. Ανέφερε ότι πρέπει να δούμε «πώς να δουλέψουμε για να εμπεδώσει η δημοσιογραφία της χώρας τι συνιστά αντισημιτισμό και τι όχι» και πού βρίσκονται τα όρια. Υπογράμμισε ακόμη, ότι πρέπει να αναδειχθούν παραδείγματα ηρώων και μαρτύρων των εβραϊκών κοινοτήτων, ώστε «να έχουν υλικό και οι δάσκαλοι να δουλέψουν» με τους μαθητές τους. Σημείωσε ότι η Εκκλησία, μέσα από κοινές δράσεις με φορείς μπορεί να βοηθήσει σε αυτή την κατεύθυνση. Τόνισε ότι ο δημόσιος λόγος υποκίνησης μίσους πρέπει «άμεσα να απονομιμοποιείται για να μη βρίσκει χώρο για αποδοχή».

«Το επίπεδο της βίας» είναι μια πολύ βασική διαφορά της Ελλάδας σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπου διαπιστώνονται επίσης υψηλά ποσοστά αντισημιτισμού, επεσήμανε ο Β΄ αντιπρόεδρος του Κεντρικού Ισραηλιτικού Συμβουλίου, δημοσιογράφος, Βίκτωρ Ισαάκ Ελιέζερ. «Στη Γαλλία, στο Βέλγιο, στην Αυστρία έχουμε αντισημιτικά επεισόδια που πλήττουν τη ζωή Εβραίων» είπε ο κ. Ελιέζερ. Πρόσθεσε ότι πρέπει να αναλάβει τις ευθύνες του και ο Τύπος, αλλά και οι κυβερνήσεις. «Ο κώδικας δεοντολογίας είναι για να αναλάβουν διαμορφωτές της κοινής γνώμης το βάρος της ευθύνης τους, όταν συμβάλλουν στην προβολή του αντισημιτικού μίσους» σημείωσε και συνέχισε λέγοντας ότι «οι κυβερνήσεις δεν μπορούν να μένουν απαθείς» στην προβολή, ή αντισημιτικών απόψεων και απόψεων βίας και μίσους, μέσω του διαδικτύου.

«Η κριτική στο κράτος του Ισραήλ δεν είναι αντισημιτισμός – αλλά η απονομιμοποίηση του αναμφισβήτητου, του συλλογικού δικαιώματος των Εβραίων να ζουν ως έθνος στη γη του Ισραήλ, ε, αυτό, ναι, είναι» πρόσθεσε ο κ. Ελιέζερ.

«Ο αντισημιτισμός στην Ελλάδα έχει πραγματικά μια έκταση και δεν καταπολεμείται με αποφάσεις με νόμους, η οτιδήποτε» είπε ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης Γιάννης Μπουτάρης, εστιάζοντας στην ανάγκη να υπάρχει καλύτερη παιδεία και πρόσθεσε: «Πρέπει να γίνει μια πολύ συστηματική δουλειά στα σχολεία, στις μικρές ηλικίες και σιγά -σιγά να δούμε, πως θα αντιμετωπίσουμε αυτήν την έξαρση (του αντισημιτισμού)».


Πηγή