Πέμπτη , 7 Νοέμβριος 2024

Φλαμπουράρης: Να ξεκινήσει η αναδιάρθρωση του χρέους χωρίς νέα μέτρα

Να σεβαστούν τη συμφωνία του καλοκαιριού καλεί τους δανειστές ο υπουργός Επικρατείας Αλέκος Φλαμπουράρης.

Μιλώντας στις εργασίες της Διημερίδας Διαβούλευσης που συνδιοργανώνει η Γενική Γραμματεία για την Καταπολέμηση της Διαφθοράς, σε συνεργασία με τον ΟΟΣΑ με θέμα «Εκσυγχρονισμός του Εσωτερικού Ελέγχου» ο κ. Φλαμπουράρης ζήτησε να ξεκινήσει η αναδιάρθρωση του χρέους χωρίς νέα μέτρα.

Συγκεκριμένα είπε:

«Η ελληνική κυβέρνηση εφαρμόζει τη συμφωνία του καλοκαιριού, η οποία ήταν αρκετά επώδυνη. Παρόλα αυτά εμείς την εφαρμόζουμε. Απαιτούμε λοιπόν να την σεβαστούν και οι δανειστές. Ιδιαίτερα τη σημερινή μέρα στο Eurogroup, θα πρέπει να αποδείξουν τη συνέπειά τους. Να κλείσει η δεύτερη αξιολόγηση και να ξεκινήσει η αναδιάρθρωση του χρέους χωρίς νέα μέτρα».

«Η κυβέρνησή μας παρέλαβε μια χώρα στην οποία κυριαρχούσε η διαφθορά και η διαπλοκή»

Ο υπουργός Επικρατείας μίλησε και για τη διαφθορά. «Κυβέρνησή μας παρέλαβε μια χώρα στην οποία κυριαρχούσε η διαφθορά και η διαπλοκή. Κυριαρχία που καθιερωνόταν σταθερά για πολλά χρόνια, εισβάλοντας βίαια σχεδόν, σε όλες τις δομές του κράτους, της διοίκησης και αυτοδιοίκησης, επιδρώντας αρνητικά και στις συνειδήσεις των ανθρώπων» είπε.

«Επομένως, είναι λογικό η κυβέρνηση να θέσει ως βασική προτεραιότητα την καταπολέμηση της διαφθοράς σε όλες της τις εκφάνσεις. Η προσήλωσή μας στην καταπολέμηση και εκρίζωση αυτού του φαινομένου, απορρέει από την σταθερή μας πεποίθηση, ότι το φαινόμενο αυτό αποτελεί βασική αιτία υπονόμευσης, όχι μόνο της πορείας της οικονομίας, αλλά και της ομαλής λειτουργίας των δημοκρατικών μας θεσμών όλα αυτά τα χρόνια» πρόσθεσε.

Ο κ. Φλαμπουράρης είπε, ότι σε αυτήν την προσπάθεια, η ελληνική κυβέρνηση επιδιώκει να επιτύχει τους εξής στόχους:

  • Εξορθολογισμό και διαφάνεια στην οικονομική και διοικητική λειτουργία της ελληνικής δημόσιας διοίκησης και της τοπικής αυτοδιοίκησης.
  • Διευκόλυνση του έργου της δικαιοσύνης.
  • Οριοθέτηση και διευθέτηση των σχέσεων δημοσίου και ιδιωτικού τομέα.
  • Αδειοδότηση των ηλεκτρονικών ΜΜΕ.
  • Ρύθμιση των αγορών με τη θεσμική θωράκιση των εποπτικών αρχών.
  • Ρήξη με αθέμιτες οικονομικές πρακτικές.

«Καμία μεταρρύθμιση του εύρους και της ποιότητας που επιχειρούμε δεν θα επιτύχει, εάν δεν αποτυπώνεται στην καθημερινότητα του πολίτη» τόνισε ο κ. Φλαμπουράρης, επισημαίνοντας ότι η διαφθορά, πέραν του τεράστιου άμεσου και έμμεσου οικονομικού κόστους, προκάλεσε και ρήξη των σχέσεων εμπιστοσύνης μεταξύ πολιτείας και πολιτών, καθώς «η καθημερινότητα σε προηγούμενες περιόδους αφέθηκε να ρυθμίζεται από την λειτουργία ενός συγκεκριμένου παράλληλου συστήματος διευθέτησης, συγκροτώντας έτσι το πελατειακό κράτος» και «τα προβλήματα των πολιτών γινόταν αντικείμενο εκμετάλλευσής τους από ένα σύνολο συμφερόντων, το οποίο αποδεδειγμένα ζημίωσε σε καταστροφικό βαθμό την ελληνική κοινωνία».

Σκιαγραφώντας τις βασικές προτεραιότητες για την συγκρότηση ενός πλαισίου ομαλής και κοινωνικής λειτουργίας της κοινωνίας, ο υπουργός Επικρατείας, αναφέρθηκε στην αναγκαιότητα αναγνώρισης παθογενειών σε συγκεκριμένα πεδία επαφής των πολιτών με την διοίκηση, εντοπισμού συνθηκών ανάπτυξης μηχανισμών επιβαρυντικών των δραστηριοτήτων των πολιτών, θεσμοθέτησης διαδικασιών διεκπεραίωσης των καθημερινών δραστηριοτήτων των πολιτών σε οικονομικό και διοικητικό επίπεδο και επίλυσης διαφορών μεταξύ υπηρεσιών και πολιτών ή οικονομικών μονάδων.

Ο κ. Φλαμπουράρης ανέφερε, επιπλέον, ότι το φαινόμενο της διαφθοράς δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό, αλλά «αντικατοπτρίζει συγκεκριμένες παθογένειες του σύγχρονου πολιτικο-οικονομικού προτύπου συγκρότησης του συνόλου των κοινωνιών και ως τέτοιο θα πρέπει να αντιμετωπίζεται. Ιδιαίτερα μάλιστα από την στιγμή που η παγκοσμιοποίηση, οι διευκολύνσεις στην κίνηση κεφαλαίων και η τεχνολογική πρόοδος δίνουν τη δυνατότητα για την ανάπτυξη εργαλείων και πρακτικών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο ανάπτυξης της διαφθοράς».

Ο υπουργός Επικρατείας επισήμανε, τέλος, ότι η διαβούλευση αυτή μεταξύ των ελληνικών αρχών και εμπειρογνωμόνων άλλων χωρών δίνει τη δυνατότητα του εμπλουτισμού της γνώσης και της ανάπτυξης εργαλείων, ώστε να καταστεί και η ελληνική διοίκηση αποτελεσματικότερη στο συγκεκριμένο πεδίο.


Πηγή