Συμβουλές για διαλέξετε την κατάλληλη οθόνη για τις ανάγκες σας
Διαφορετικά μεγέθη (ίντσες), αναλύσεις, δυνατότητες που προσφέρουν, αλλά και εύρος τιμών, καθιστούν δύσκολη την επιλογή ενός μοντέλου, με αποτέλεσμα να καταλήγουμε να αγοράζουμε αυτό που προτείνει ο πωλητής του καταστήματος, ή απλά με βάση την τιμή (ανεξάρτητα με το αν αξίζει να ξοδέψουμε τόσα χρήματα).
Πριν λοιπόν μπούμε στο πλησιέστερο κατάστημα και ξεχυθούμε στα e-shops, ας δούμε τι πρέπει να γνωρίζουμε για την επιλογή μιας τηλεόρασης…
Οι διαστάσεις
Το πρώτο που καλούμαστε να επιλέξουμε όταν αγοράζουμε τηλεόραση είναι οι διαστάσεις που θα έχει, το μέγεθος της οθόνης. Και αν πριν από τη δεκαετία του 2000 και την έλευση των επίπεδων τηλεοράσεων, οι 32 ίντσες φάνταζαν εξωπραγματικό νούμερο, σήμερα μια οθόνη 40 ή και παραπάνω ιντσών, αποτελεί μια καθόλα λογική επιλογή χωρίς μάλιστα να χρειαστεί να φτάσουμε σε τετραψήφια νούμερα τιμής.
Στην ερώτηση όμως ποιο όμως είναι το κατάλληλο μέγεθος για τον κάθε χώρο, απάντηση οριστική και απόλυτη, δύσκολα μπορεί να δοθεί. Αρχικά, εξαρτάται από την κύρια χρήση που θα κάνουμε. Για παράδειγμα, εάν θέλουμε να βλέπουμε κυρίως ταινίες ή αθλητικά προγράμματα, οι όσο το δυνατόνπερισσότερες ίντσες είναι ευχής έργον.
Από την άλλη, εάν θέλουμε να παίζουμε ηλεκτρονικά παιχνίδια, οι πολλές ίντσες δεν ενδείκνυνται. Παράλληλα, εάν παρακολουθούμε κυρίως υλικό υψηλής ανάλυσης (HD), η απόσταση που μπορούμε να κάτσουμε δίχως ενόχληση στη θέαση είναι μικρότερη απ’ ό,τι όταν παρακολουθούμε υλικό χαμηλής ανάλυσης (SD), παρόλο που και στη δεύτερη περίπτωση ο επεξεργαστής της οθόνης θα αναλάβει να φέρει το υλικό στα «μέτρα» της (upscaling).
Το σημαντικότερο, όμως, για να επιλέξουμε, είναι η απόσταση που θα μας χωρίζει από την οθόνη. Όσο πιο μακριά καθόμαστε, τόσο μικρότερη φαίνεται η τηλεόραση. Έτσι, το θεωρητικά «ιδανικό» για κινηματογραφική θέαση, είναι να έχουμε μια οθόνη που θα ταιριάζει ακριβώς στο οπτικό μας πεδίο, δηλαδή να μην βλέπουμε ούτε εκτός της οθόνης, αλλά ούτε και να χρειάζεται να μετακινούμε τα μάτια μας για να δούμε ολόκληρο το κάδρο. Ωστόσο, ακόμη και γι’ αυτό το «ιδανικό» δεν υπάρχει καθολική συμφωνία, αλλά ούτε είναι και βέβαιο πως θα ικανοποιήσει τους πάντες.
Σύμφωνα με το πρότυπο THX για home theaters, για να βρούμε το ιδανικό μέγεθος πρέπει να πολλαπλασιάσουμε την απόσταση θέαση (είτε σε μέτρα, είτε ίντσες) με 0,84. Δεδομένου ότι για την απόσταση χρησιμοποιούμε μέτρα, η διαγώνιος της οθόνης θα δοθεί επίσης σε μέτρα, όποτε θα πρέπει να κάνουμε μια μετατροπή. Πρακτικά, τα προτεινόμενα νούμερα που δίνονται για μια τηλεόραση 40 ιντσών είναι μόλις 1,2 μέτρα!
Όπως φαίνεται, λοιπόν, τα πρότυπα THX είναι εξωπραγματικά για την οικιακή, καθημερινή θέαση καναλιών.
Από την άλλη, το έγκυρο cnet.com, προτείνει μια απόσταση θέασης το ελάχιστο 1,5 φορά μεγαλύτερη από τις ίντσες της οθόνης. Δηλαδή, για μια τηλεόραση 40 ιντσών είναι περίπου 1,5 μέτρο.
Ωστόσο, τα παραπάνω μόνο ενδεικτικά θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη, μιας και υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που πρέπει να συνυπολογίσουμε. Για να κλείσουμε πάντως το θέμα της απόστασης, και έχοντας κατά νου κυρίως τη θέαση ταινιών, η απόσταση θέασης θα πρέπει να είναι το πολύ 2 με 3 φορές μεγαλύτερη από τις ίντσες της οθόνης.
Σημείωση: Λάβετε υπόψη, ότι ενώ το φορμά των τηλεοράσεων είναι 16:9, τα περισσότερα σύγχρονα φιλμ γυρίζονται σε άλλες αναλογίες (πχ. 2.40:1), όποτε ένα τμήμα στο πάνω και κάτω μέρος της οθόνης θα πηγαίνει χαμένο, εάν επιλέξετε να μην αλλοιώνεται το αρχικό κάδρο της ταινίας.
Ανάλυση
Το μέγεθος αυτό εκφράζει τον αριθμό των εικονοστοιχείων (pixel) της οθόνης σε κάθε διάστασή της. Συνήθως αναφερόμαστε μόνο στο πλάτος, επειδή η αναλογία των πλευρών είναι σταθερή.
Οι περισσότερες τηλεοράσεις είναι πλέον 1080p, που σημαίνει ανάλυση 1920 X 1080 pixels. Έτσι πρακτικά αν καθόμαστε σε μια απόσταση 2,5 και πάνω μέτρων σε θέαση υλικού υψηλής, δεν πρόκειται να διακρίνουμε τα pixels.
Ωστόσο στην αγορά κυκλοφορούν ακόμη μοντέλα 720p που σημαίνει ανάλυση 1280 x 720 pixels. Την ανάλυση αυτή συναντούμε σε μικρότερα μοντέλα, συνήθως κάτω των 32 ιντσών και χαμηλότερης τιμής. Εάν σκοπεύουμε να χρησιμοποιούμε την οθόνη απλά για τη θέαση των ελεύθερων καναλιών, τότε δεν χρειάζεται να σπεύσουμε να απορρίψουμε μια τέτοια οθόνη, που αποτελεί μάλιστα και την πλέον οικονομική λύση…
Από την άλλη, εάν μας ενδιαφέρουν οι πολλές ίντσες ώστε να παρακολουθούμε ταινίες υψηλής ανάλυσης, πχ. σε blu-ray, τότε η ανάλυση 1080p (τουλάχιστον) είναι μονόδρομος.
Τέλος, πρόσφατα έχουν παρουσιαστεί στην αγορά και πάνελ με ανάλυση υψηλότερη από το γνωστό Full HD (1080p). Οι οθόνες υπερυψηλής ανάλυσης συνήθως αναφέρονται και ως Ultra HD ή 4K. Τα μοντέλα αυτά είναι «τσιμπημένα» στις τιμές και αποτελούν επένδυση καθώς αποτελούν το μέλλον στην οικιακή θέαση.
Ωστόσο, υπάρχουν διαφωνίες για το κατά πόσον η διαφορά σε ποιότητα είναι εμφανής στο μάτι, σε λίγες ίντσες. Έτσι, δεν είναι λίγοι αυτοί που υποστηρίζουν ότι για μεγέθη μέχρι 40 ιντσών, η υπερυψηλή ανάλυση «κοστίζει πολλά, με μικρό όφελος». Επιπλέον, παρόλο που η οθόνη θα προβάλει το υλικό με το οποίο την τροφοδοτούμε στην εγγενή της ανάλυση, κάνοντας upscalling, το βέλτιστο είναι να έχουμε ήδη ανάλογο υλικό, που όμως σήμερα σπανίζει.
Αντίθεση
Η κάθε εταιρεία προκειμένου να επιλέξουμε τα δικά της προϊόντα, μάς βομβαρδίζει με χαρακτηριστικά που συνοδεύονται από μεγάλα νούμερα και χαρακτηριστικά με «εντυπωσιακή» ορολογία. Ωστόσο, λίγα από αυτά έχουν σχέση με μια αντικειμενική πραγματικότητα.
Η περίφημη «αντίθεση», είναι ίσως το πιο χαρακτηριστικό μέγεθος μιας και είναι το πιο σημαντικό για την ποιότητα ενός πάνελ. Ουσιαστικά, η αντίθεση ή αλλιώς contrast, είναι ο λόγος της μέγιστης φωτεινότητας δηλαδή του απόλυτου λευκού προς την ελάχιστη φωτεινότητα, δηλαδή του απόλυτου μαύρου που μπορεί κάθε πάνελ να προβάλει. Θεωρητικά, όσο μεγαλύτερο είναι το κλάσμα, τόσο καλύτερη και η οθόνη.
Όμως, τα νούμερα που δίνουν οι κατασκευαστές μικρή σημασία έχουν, καθώς δεν υπάρχει ένας θεσμοθετημένος τρόπος μέτρησης. Έτσι, ο κάθε κατασκευαστής υπολογίζει την αντίθεση όπως τον βολεύει, προκειμένου να δώσει τα επιθυμητά νούμερα, τα οποία μάλιστα δεν μπορούν καν να είναι και συγκρίσιμα.
Ρυθμός ανανέωσης
Το άλλο «Άγιο Δισκοπότηρο» των κατασκευαστών, είναι ο «ρυθμός ανανέωσης» (refresh rate) που ουσιαστικά εκφράζει το πόσα καρέ προβάλλονται ανά δευτερόλεπτο (η αρχή δηλαδή που ισχύει και στον κινηματογράφο με τις φωτογραφίες που αν περάσουν γρήγορα μπροστά από τα μάτια μας, δημιουργούν την αίσθηση της κίνησης). Εάν μια τηλεόραση έχει ρυθμό ανανέωσης 120Hz, σημαίνει ότισε ένα δευτερόλεπτο προβάλει 120 καρέ.
Για παράδειγμα, οι κινηματογραφικές ταινίες γυρίζονται συνήθως με 24 καρέ το δευτερόλεπτο. Οι περισσότεροι κατασκευαστές διαφημίζουν τη δυνατότητα προβολής 24p που σημαίνει ότι μπορούν να «παίξουν» με refresh rate που είναι ακριβή πολλαπλάσια των 24 καρέ, όπως πχ τα 120Hz (5*24).
Χάρη στους προηγμένους επεξεργαστές, ο ρυθμός των κινηματογραφικών μπορεί να ανέβει με δύο τρόπους. Ο επεξεργαστής προκειμένου να προβάλει ένα φιλμ στην οθόνη μας, είτε δημιουργεί ενδιάμεσα καρέ τα οποία μπαίνουν μεταξύ της αρχικής και της τελικής κίνησης που βλέπουμε σε ένα δευτερόλεπτο (frame interpolation), είτε αστραπιαία μειώνει το φως μεταξύ των καρέ, δίχως να προσθέτει κάτι (backlight flashing). Το ποια τεχνολογία θα χρησιμοποιηθεί, μπορεί ορισμένες φορές να επιλεγεί από το χρήστη και είναι θέμα προσωπικού γούστου καθώς η κίνηση γίνεται διαφορετικά αντιληπτή από τον κάθε εγκέφαλο.
Η τεχνική frame interpolation: Τα αρχικά καρέ 1 και 2 προκειμένου να προβληθούν σε τηλεοράσεις 120Hz, ο επεξεργαστής συνθέτει την εικόνα 1α η οποία παρεμβάλλεται μεταξύ των δύο αυθεντικών.
Για να συνοψίσουμε, μεταξύ μιας τηλεόρασης με 120Hz και 60Hz, συνήθως αξίζει να ξοδέψουμε περισσότερα χρήματα για να πάμε στην πρώτη επιλογή.
Προσοχή χρειάζεται όμως, γιατί και πάλι οι κατασκευαστές χρησιμοποιώντας διάφορες τεχνικές μπορούν να αναβαθμίσουν «τεχνητά» το ρυθμό ανανέωσης του πάνελ. Έτσι, όταν στα φυλλάδια διαβάζουμε για τα Hz πρέπει να γνωρίζουμε εάν πρόκειται για τον πραγματικό ρυθμό ανανέωσης που προφέρει το κάθε πάνελ. Με μια αναζήτηση στους διαδικτυακούς τεχνολογικούς ιστότοπους συνήθως μπορούμε να βρούμε το πραγματικό νούμερο.
Τρισδιάστατη προβολή
Οι 3D τηλεοράσεις πλημμύρισαν την αγορά και οι εταιρείες έδωσαν τον καλύτερο τους εαυτό για να μας πείσουν να ξεφορτωθούμε την παλιά τηλεόραση και να αποκτήσουμε μια τρισδιάστατη οθόνη.
Για αρχή, ας επισημάνουμε ότι οι 3D τηλεοράσεις είναι εξίσου υπέροχες στην προβολή δισδιάστατου περιεχομένου. Έτσι, καλό είναι να σκεφτόμαστε το 3D σαν μια επιπλέον δυνατότητα, παρά σαν ένα διαφορετικό τύπο τηλεόρασης. Οπότε προκύπτει το μεγάλο ερώτημα: κάθε πότε βλέπουμε τρισδιάστατες ταινίες και άρα θα εκμεταλλευτούμε αυτό το χαρακτηριστικό;
Η απάντηση προφανώς και διαφέρει και ανάλογα με αυτή που θα δώσουμε, θα επιλέξουμε εάν θέλουμε να πληρώσουμε περισσότερα για το 3D. Πάντως ας έχουμε κατά νου, πως οι τρισδιάστατες ταινίες που κυκλοφορούν σε bluray δεν είναι αμέτρητες, τουλάχιστον προς το παρόν.
Επίσης, κατά κοινή ομολογία η τρισδιάστατη προβολή, θέλει μπόλικες ίντσες για να δείξει τις αρετές της. Οπότε, καλό είναι να συνεκτιμήσουμε αν και πόσο θα αξιοποιήσουμε την τρισδιάστατη προβολή, πριν βάλουμε το χέρι στην τσέπη.
Η τηλεόραση είναι πλέον «έξυπνη»
Οι Smart TV προσφέρουν δυνατότητες που μέχρι πρότινος συναντούσαμε μόνο σε υπολογιστικές συσκευές, όπως PC, tablets, smartphones. Πρόσβαση στο ίντερνετ, εφαρμογές, απευθείας θέαση βίντεο από το YouTube, κατέβασμα εκπομπών, διασύνδεση με άλλες συσκευές και άλλα καλούδια, είναι μερικές από τις δυνατότητες που προσφέρουν οι «έξυπνες» τηλεοράσεις και τις έχουμε διαθέσιμες από τον καναπέ του σπιτιού μας. Συχνά μάλιστα, στις «έξυπνες» τηλεοράσεις συναντούμε και χαρακτηριστικά όπως φωνητικός έλεγχος, έλεγχος των λειτουργιών με κινήσεις του χεριού, κ.α.
Όλες αυτές οι δυνατότητες είναι φυσικά παραπάνω από καλοδεχούμενες, αλλά τις χρειάζονται όλοι; Αν και στα μεγάλη μεγέθη, πλέον η πλειοψηφία των τηλεοράσεων είναι «έξυπνες», στις λιγότερες ίντσες είναι στο χέρι μας να επιλέξουμε εάν θα πληρώσουμε περισσότερα για δυνατότητες που ίσως δεν χρησιμοποιήσουμε ποτέ…