Μια υψηλή ή αυξανόμενη τιμή της CRP στο αίμα σημαίνει ότι έχετε οξεία λοίμωξη ή φλεγμονή. Αν τα επίπεδα της CRPστο αίμα μειωθούν, αυτό σημαίνει ότι αναρρώνετε και ότι η φλεγμονή μειώνεται.
Άτομα με αυξημένα επίπεδα CRP αντιμετωπίζουν τριπλάσιο κίνδυνο καρδιακής προσβολής σε σχέση με εκείνους που έχουν χαμηλά επίπεδα.
Η C Αντιδρώσα Πρωτεΐνη (C-Reactive Protein ή CRP) είναι μια από τις κυριότερες πρωτεΐνες οξείας φάσης που συνθέτει ο οργανισμός μας όταν βρίσκεται αντιμέτωπος με μια φλεγμονώδη κατάσταση. Πρόκειται δηλαδή για μια σημαντική συνιστώσα του ανοσολογικού συστήματος του οργανισμού μας. Για τον λόγο αυτό χαρακτηρίζεται ως πρωτεΐνη οξείας φάσης, όρος που χαρακτηρίζει εκείνες τις πρωτεΐνες που η συγκέντρωση τους αυξάνει κατά τουλάχιστον 25% κατά την διάρκεια της φλεγμονής.
Ονομάζεται έτσι επειδή διαπιστώθηκε το 1930 από τους Tillet και Francis ότι στο αίμα ασθενούς με οξεία πνευμονία σχηματιζόταν ίζημα παρουσία του πολυσακχαρίτη C της μεμβράνης του πνευμονόκοκκου και των ιόντων ασβεστίου.
Η CRP συντίθεται στο ήπαρ κατά την εξέλιξη οξέων επεισοδίων, όπως λοιμώξεις, κακοήθειες, αρθρίτιδα και άλλες φλεγμονώδεις καταστάσεις και τα επίπεδά της αντανακλούν τον βαθμό της ιστικής βλάβης ή το μέγεθος της φλεγμονώδους κατάστασης. Η CRP απελευθερώνεται συνήθως μέσα σε 6 ώρες από το ερέθισμα, το οποίο αν σταματήσει να επιδρά τότε οι τιμές της επανέρχονται στα φυσιολογικά επίπεδα εντός περίπου 4 ημερών.
Ο προσδιορισμός της CRP χρησιμεύει στη διάγνωση μολυσματικών και φλεγμονωδών καταστάσεων. Οι γρήγορες χαρακτηριστικές αυξήσεις της CRP συμβαίνουν μετά από φλεγμονή, μόλυνση, τραύμα, νέκρωση ιστού, κακοήθειες και αυτοάνοσες διαταραχές.
Λόγω της ευαισθησίας της, η CRP έχει καθιερωθεί σαν ένας δείκτης ύπαρξης φλεγμονώδους κατάστασης στους ιστούς του σώματος.
Λόγω του μεγάλου αριθμού των συνθηκών που μπορούν να αυξήσουν τα επίπεδα της CRP η αύξηση της CRP δεν υποδεικνύει μια συγκεκριμένη ασθένεια. Π.χ. αυξάνει στη ρευματοειδή αρθρίτιδα, στη ρευματική πολυμυαλγία ή στη γιγαντοκυτταρική αρτηρίτιδα.
Ο κατάλογος των κατηγοριών νοσημάτων, που προκαλούν αυξημένη CRP είναι μακρύς.
Ενδεικτικά αναφέρουμε:
1. Αποστήματα οδόντων και φλεγμονές στόματος
2. Συστηματικές λοιμώξεις
3. Εστιακές φλεγμονές
4. Ρευματολογικά νοσήματα
5. Φλεγμονώδη νοσήματα εντέρου
6. Καρκινώματα
7. Αυτοάνοσα νοσήματα
8. Νοσήματα αίματος
9. Κοκκιωματώδεις νόσοι
10. Τραύματα
Ορισμένα άτομα έχουν φυσιολογικώς αυξημένα επίπεδα CRP.
Παρόλο που η εξέταση CRP δεν είναι ειδική αρκετά ώστε να διαγνώσει κάποια συγκεκριμένη ασθένεια, εξυπηρετεί σαν ένας γενικός δείκτης για λοίμωξη και φλεγμονή, έτσι ώστε να θέτει σε επαγρύπνηση τους ιατρούς για περεταίρω εξετάσεις και θεραπεία οι οποίες μπορεί να είναι απαραίτητες.
Τα επίπεδα της CRP μπορούν να αυξηθούν στα τελευταία στάδια της εγκυμοσύνης καθώς και με την χρήση χαπιών ελέγχου της κύησης ή με την θεραπεία ορμονικής αποκατάστασης (πχ. Οιστρογόνα). Υψηλότερα επίπεδα της CRP έχουν επίσης παρατηρηθεί και σε παχύσαρκους.
Υψηλότερες τιμές CRP σχετίζονται με αυξημένο δείκτη σωματικής μάζας, με την ινσουλινοαντοχή και με το μεταβολικό σύνδρομο. Η τιμή της CRP είναι προγνωστική, ως ανεξάρτητος παράγοντας, για την ανάπτυξη σακχαρώδους διαβήτη τύπου 2, ενώ μειώνεται με την βελτίωση της ινσουλινοαντοχής, την απώλεια βάρους και την σωματική άσκηση. Οι στατίνες ελαττώνουν την τιμή της CRP, ανεξαρτήτως της επίδρασης τους στο λιπιδαιμικό προφίλ, γεγονός που πιθανώς να εξηγεί την καδιοπροστατευτική δράση τους σε άτομα με φυσιολογικές τιμές LDL αλλά υψηλές τιμές CRP.
Μία άλλη εξέταση για την παρακολούθηση της φλεγμονής ονομάζεται ταχύτητα καθίζησης των ερυθρών (ESR). Και στις δύο εξετάσεις η CRP είναι αυξημένη παρουσία φλεγμονής. Ωστόσο, η μεταβολή των επιπέδων της CRP μπορεί να γίνεται πιο σύντομα σε σχέση την μεταβολή στην ESR. Έτσι, η CRP ίσως πέσει σε φυσιολογικά επίπεδα αν γίνει η θεραπεία επιτυχώς, όπως σε μία αρθρίτιδα, αλλά η ESR μπορεί να παραμένει μη φυσιολογική για περισσότερο χρόνο.
Μεγάλη η σημασία που διαδραματίζει η CRP και στα καρδιαγγειακά νοσήματα, αναδεικνύοντας τον ρόλο της στις διεργασίες αθηροσκλήρωσης και αθηροθρομβογένεσης, με αποτέλεσμα την αύξηση των πιθανοτήτων ανάπτυξης καταστροφικών καρδιαγγειακών επεισοδίων.
Σχεδόν 50% των καρδιακών προσβολών και των εγκεφαλικών επεισοδίων, συμβαίνουν σε άτομα που είναι φαινομενικά υγιή και έχουν κανονικά ή ακόμη και χαμηλά επίπεδα χοληστερίνης.
Άτομα με αυξημένα επίπεδα CRP αντιμετωπίζουν τριπλάσιο κίνδυνο καρδιακής προσβολής σε σχέση με εκείνους που έχουν χαμηλά επίπεδα.
Τα επίπεδα της CRP έχουν αποδειχθεί σε πολλές έρευνες ότι έχουν προγνωστική αξία για μελλοντικό κίνδυνο καρδιακής προσβολής, εγκεφαλικού επεισοδίου, ξαφνικού καρδιακού θανάτου και αρτηριακών προβλημάτων. Επίσης, τα επίπεδα της έχουν προγνωστική αξία σε ασθενείς με επαναλαμβανόμενα επεισόδια στεφανιαίας νόσου και για αυτούς στην οξεία φάση εμφράγματος του μυοκαρδίου.
Πρόσφατα, τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Ασθενειών (CDC) των Ηνωμένων Πολιτειών και η Αμερικανική Εταιρεία Καρδιολογίας (AHA) εξέδωσαν οδηγίες για τη μέτρηση της Υψηλής Ευαισθησίας CRP (hs-CRP) ως μέρος της πρόληψης σφαιρικού κινδύνου για μελλοντικά καρδιαγγειακά προβλήματα.
Τα κριτήρια που τοποθετήθηκαν για τη μέτρηση της hs-CRP είναι τα ακόλουθα:
• Επίπεδα χαμηλότερα από 1 mg/dl ο κίνδυνος για μελλοντικό καρδιαγγειακό επεισόδιο είναι χαμηλός.
• Επίπεδα από 1-3 mg/dl ο κίνδυνος είναι μέτριος.
• Επίπεδα μεγαλύτερα από 3 mg/dl ο κίνδυνος είναι ψηλός.
Ως εκ τούτου, οι ειδικοί θεωρούν ότι η μέτρηση της «υψηλής ευαισθησίας» CRP (hs-CRP) μπορεί να χρησιμοποιηθεί πλέον ως ένας πρώιμος διαγνωστικός δείκτης κινδύνου εμφάνισης στεφανιαίας νόσου, παράλληλα με τον έλεγχο και των άλλων παραγόντων κινδύνου (σακχάρου, χοληστερίνης, ομοκυστεΐνης, κάπνισμα, υψηλή πίεση κλπ.)
Η πιο σημαντική όμως χρήση της CRP είναι η ανίχνευση του ψηλού κινδύνου σε άτομα που δεν έχουν άλλο παράγοντα κινδύνου για καρδιαγγειακό πρόβλημα.
Πηγή: medlabgr.blogspot.com