Τρίτη , 17 Δεκέμβριος 2024

«Η δειλία ενός στοχαστή» -Ο συγγραφέας Δημήτρης Δημητριάδης δίνει μια μαχαιριά στον φιλόσοφο Στέλιο Ράμφο

Ο συγγραφέας Δημήτρης Δημητριάδης* σχολιάζει το τελευταίο βιβλίο του φιλοσόφου Στέλιου Ράμφου, «Διακόσια χρόνια γέννα 1821-2021», καθώς και πρόσφατες δηλώσεις του, και εξηγεί γιατί, κατά τη γνώμη του, ο στοχαστής αυτοαναιρείται και καθίσταται πνευματικά δειλός στο θέμα της Εκκλησίας.

Αφιερωμένο στους απανταχού εξαπατημένους

Ο ορθόδοξος χριστιανός στοχαστής Στέλιος Ράμφος έδωσε, στις 27.6.2022, συνέντευξη στον δημοσιογράφο Αντώνη Κυριαζάνο για το ηλεκτρονικό περιοδικό Capital, με αφορμή το μόλις εκδοθέν βιβλίο του «Διακόσια χρόνια γέννα. 1821-2021», εκδ. Αρμός, 2022. Οι απαντήσεις τού Στέλιου Ράμφου στις ερωτήσεις τού δημοσιογράφου, βρίσκω ότι θίγουν ζητήματα πολύ μεγάλης, προπαντός άκρως επείγουσας σημασίας.

Προτρέχω λέγοντας ότι ζητήματα όπως αυτά που συζητούνται στην εν λόγω συνέντευξη, δεν είναι πλέον αρκετό, καθόλου μάλιστα, να παραμένουν περιορισμένα σε έναν μικρό κύκλο και να κυκλοφορούν μόνο «μεταξύ μας». Εκείνο που, κατά την γνώμη μου, απαιτείται κατά την παρούσα ιστορική στιγμή είναι αυτά τα ζητήματα να εκτεθούν, να ακουστούν, να συζητηθούν δημοσίως, προκειμένου να αγγίξουν αλλά και να προβληματίσουν ένα όσο το δυνατόν πιο ευρύ κοινό.

Για να γίνουν αντιληπτές οι δικές μου τοποθετήσεις από τον αναγνώστη, θα παραθέσω αρκετά αποσπάσματα από την εν λόγω συνέντευξη, και για όσους δεν την γνωρίζουν. Ο τίτλος της είναι : Στέλιος Ράμφος, διακόσια χρόνια εκκρεμότητας. Οι εύστοχες ερωτήσεις τού δημοσιογράφου προσφέρουν την ευκαιρία στον Σ. Ρ. να δώσει τις εξής απαντήσεις – από τις οποίες μπορεί εύκολα να καταλάβει κανείς ποιες είναι οι ερωτήσεις :
«Η εθνική μας ολοκλήρωση ταλαιπωρήθηκε επειδή η Ελλάδα υπήρξε μία χώρα χωρίς Αναγέννηση. Διατήρησε δηλαδή στο κράτος της τα στοιχεία τού Αρχαίου και τού Μεσαιωνικού κόσμου χωρίς να περιλαμβάνει τον δημιουργικό χρόνο, αυτόν που εξελίσσει τα πράγματα και τις ιδέες, και εν τέλει την ζωή. Διατήρησε τον ανιστορικό χρόνο που ήταν δεμένος με το παρελθόν ή που συντηρούσε ένα στατικό παρόν με απλώς επαναλαμβανόμενα τελετουργικά χαρακτηριστικά, χωρίς να αναστοχάζεται και να εξελίσσει το περιεχόμενό τους. Η εθνική ολοκλήρωση θα είχε συντελεστεί αν μπορούσαμε να περάσουμε σε ένα παρόν δημιουργικό, που να μην επαναλαμβάνει όπως είπαμε τον εαυτό του, αλλά να ετοιμάζεται και να ετοιμάζει αυτό που έρχεται. Αντίθετα είμαστε κολλημένοι σ’ ένα «τώρα» βιώνοντας συνεχείς κρίσεις χωρίς να μπορούμε να σπάσουμε τον κύκλο τής επαναληπτικότητάς τους. Προσοχή : δεν είμαι εναντίον τού παρόντος ή τού παρελθόντος αλλά είμαι με ένα μέλλον που τα περιέχει όλα και τα αναχωνεύει σε μία νέα μορφή. (…) Η σοβαρότερη αυτογνωσία γίνεται μέσα στον πόνο. (…) Αυτό που αποτρέπει την αυτογνωσία και που είναι και το βαθύτερο ελληνικό πρόβλημα, είναι ότι αντιλαμβανόμαστε την μερικότητα, δηλαδή το χωριό, την οικογένεια, το κόμμα ως «όλον». Τότε επέρχεται και ο διχασμός επειδή ο καθένας θέλει να επιβάλλει την δική του μερικότητα στους άλλους. Ετσι γίνονται και οι εμφύλιοι πόλεμοι. Γι’ αυτό και επείγει να κατανοήσουμε την καθολικότητα. (…) αυτή η αυτοκρατορία (η βυζαντινή) κατέρρευσε άρα κάπου «έμπαζε». Και «έμπαζε» επειδή και εν αντιθέσει με την Δύση, οι Βυζαντινοί καθηλώθηκαν στον επαναληπτικό χρόνο, τον χρόνο τής τελετουργίας και δεν ανακάλυψαν τον χρόνο των βιωμάτων, τον χρόνο των επιλογών. Οι επιλογές ήταν κλεισμένες σε σχήματα, όπου επαναλαμβανόταν το ίδιο και το ίδιο. Οι επιλογές και οι εξελίξεις που τίς ακολουθούν γι’ αυτούς ήταν κάτι άγνωστο. Γι’ αυτό και η ζωγραφική τους δεν είχε προοπτική, όπως την ανακάλυψαν και την εφάρμοσαν οι Ευρωπαίοι. Μέσα από την προοπτική, οι Ευρωπαίοι ανακάλυψαν τον χρόνο που διασχίζει την ύπαρξη τού ανθρώπου. Χωρίς προοπτική, μπορεί να είμαστε σε μια αιωνιότητα αλλά αυτό δεν μάς πηγαίνει πουθενά. Η αιωνιότητα είναι βεβαίως το απόλυτο, το καθαρό, αλλά είναι και το απολύτως στατικό. Αποβλέποντας στην αιωνιότητα, δεν ξετυλίγεις το παρόν. Ετσι η αιωνιότητα καταβρόχθισε τον χρόνο και ο καταβροχθισμένος χρόνος, με την σειρά του, το Βυζάντιο. (…) Καθώς το Βυζάντιο οικοδομήθηκε στην επαναληπτικότητα, οι ανθρώπινες επιλογές φυλακίστηκαν δογματικά σε έναν τύπο θρησκευτικού δέοντος το οποίο επαναλαμβανόταν και επαναλαμβάνεται μέχρι σήμερα κάθε Κυριακή ή κάθε γιορτή επί δύο χιλιετίες και οδηγεί σταθερά, συνήθως στο θαύμα ή σε κάτι ανάλογο. Ετσι αντί να πράττουμε, αντί να εξελίσσουμε τις ιδέες και τις επιλογές, περιμένουμε να γίνει ένα θαύμα. (…) Ηταν (ο Κοραής) ένας σοβαρός εισηγητής τού Διαφωτισμού αλλά λόγω τής μακράς του παραμονής στο εξωτερικό δεν είχε αναπτύξει εκείνο το ένστικτο που θα τον έκανε να σκεφτεί πολύ σοβαρά την καθυστέρηση στις νοοτροπίες. Το σχήμα που επεξεργάστηκε δεν είχε τρόπους να γεφυρώσει το στοιχείο τής μερικότητος με τα νεωτερικά στοιχεία, έτσι ώστε το ένα να περνάει μέσα στο άλλο. (…) Αλλά ο τρόπος με τον οποίο είδε και επέβαλε (ο Σεφέρης) τον Μακρυγιάννη, το 1943, νομίζω ότι μπορεί να συζητηθεί όπως άλλωστε όλα τα πράγματα μπορούν να εκτεθούν στον διάλογο. Ο Μακρυγιάννης θεωρώ ότι έμεινε κατεξοχήν στη μερικότητα όπως έλεγα πριν. Παρότι μάς προτρέπει να είμαστε στο Εμείς και όχι στο Εγώ, ο ίδιος έμεινε στο Εγώ. (…) Γράφει χωρίς το Εμείς, το κείμενό του δεν έχει μορφή, έχει μια ασυναρτησία με φωτεινές στιγμές αμεσότητος και οι καλές σελίδες του είναι λίγες. Όλα τα άλλα είναι συνεχείς επαναλήψεις που κουράζουν και βαριέσαι και να τα διαβάσεις. (…) Αυτή η απουσία μορφής είναι η αδυναμία μας να περάσουμε από το «μερικό» στο «καθολικό», στο «όλον», δηλαδή από το Εγώ στο Εμείς. (…) Για να αποκτήσει καθολικότητα το βιωματικό, πρέπει να συντελεστεί αυτό που είναι μία από τις ανακαλύψεις τής Δύσεως, και που το λέμε μορφή ή ύφος. Και αυτό συμβαίνει όταν μία υλική πραγματικότητα ανάγεται σε πνευματική. Αυτό δημιουργεί τη μορφή, την κάνει νοητή, τής δίνει καθολικότητα. (…) Πρέπει να καταλάβουμε ότι ο διχασμός είναι έργο ενός Εγώ που η θέλησή του είναι κλειστή και δεν έχει διεξόδους επιλογής. Επαναλαμβάνεις τα ίδια και τα ίδια και αυτή είναι η παράδοση με την κακή της έννοια. Αντίθετα, όταν η παράδοση μπαίνει στον χρόνο και εξελίσσεται, όταν τα δημιουργικά της στοιχεία κάθε φορά ανανεώνονται, τότε έχουμε μία άλλη εξέλιξη, οπότε, και το παρελθόν υπάρχει και το μέλλον ανοίγεται μπροστά μας. Δεν είμαστε εναντίον τής παραδόσεως, είμαστε εναντίον τής άχρονης παραδόσεως. Αυτά τα ζητήματα πρέπει να τα συζητάμε, να μάς απασχολούν, να τα εξετάζουμε. Να φτάνουμε σε λύσεις και όχι να μένουμε σε διαπιστώσεις».

Παρέθεσα εξ ανάγκης εκτεταμένα αποσπάσματα από την συνέντευξη τού Σ. Ρ. για τον λόγο ότι αυτά που θα διατυπώσω πιο κάτω θα πρέπει να έχουν τα σημεία αφετηρία τους χωρίς τα οποία, όσα θα εκθέσω, θα ήταν εκκρεμή και ακατανόητα.

1.
Το κεντρικό θέμα του είναι ο χρόνος και η αιωνιότητα – δύο λέξεις, όπως ξέρουμε, τεράστιας σημασίας και που αποτελούν τον τίτλο ενός άλλου βιβλίου του «Η αιωνιότητα και ο χρόνος», όπου τίθενται, με τις δύο αυτές λέξεις, παρεμφερή ζητήματα τα οποία επανέρχονται και στην συνέντευξή του.
Και στις δύο περιπτώσεις, και στο βιβλίο του και στην συνέντευξή του, κάνει το αντίθετο από αυτό που ισχυρίζεται με την τελευταία φράση του στην συνέντευξή του : μένει στις διαπιστώσεις αλλά δεν φτάνει σε λύσεις. Κι όμως, με αφορμή τα ίδια τα γραφόμενά του, δεν χρειάζεται να κάνει παρά ένα και μόνο βήμα για να περάσει από τις διαπιστώσεις στις λύσεις, γιατί οι διαπιστώσεις του εμπεριέχουν, σχεδόν αυτονόητα, ακόμα και αυτοματικά, τις ίδιες τίς λύσεις, τον διάπλου δηλαδή από την απραξία στην πράξη, με τα λόγια τού ίδιου τού Σ.Ρ. : από την μερικότητα στην καθολικότητα, από την αιωνιότητα στον χρόνο, αυτό όμως δεν μπορεί να συμβεί παρά μόνο με την θραύση τού αγγείου που λέγεται επαναληπτικότητα, με τον οριστικό τερματισμό τού «τα ίδια και τα ίδια».

Η παραπάνω τοποθέτηση τού Σ. Ρ. δεν συνάδει εντελώς με προηγούμενες δημόσιες τοποθετήσεις του : σε μία άλλη συνέντευξή του απαντώντας σε ανάλογη ερώτηση δημοσιογράφου απάντησε : «Εγώ προτιμώ (ή επιλέγω) την αιωνιότητα». Χάσμα αγεφύρωτο χωρίζει αυτήν την απάντηση από την σημερινή άποψή του όπου με τρόπο εξόφθαλμο δηλώνει ότι προτιμά (ή επιλέγει) τον χρόνο στην θέση τής αιωνιότητας. Το ζήτημα αυτής τής μετατόπισης είναι πολύ σοβαρό διότι, αν όντως ισχύουν όλα όσα υποστηρίζει, ισχύουν όχι μόνο για τον ίδιο ως στοχαστή αλλά, κι εδώ έγκειται η καρδιά τής σοβαρότητας τού ζητήματος, μία χώρα και τον λαό της, άρα έχουν ιστορική σημασία.

2.
Στο βιβλίο του «L’ eschatologie occidentale» – Η δυτική εσχατολογία ( δεν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά, η εν λόγω έκδοση είναι μετάφραση από τα γερμανικά) ο γερμανοεβραίος φιλόσοφος Jacob Taubes, όταν φτάνει στο σημείο να συγκρίνει την εσχατολογία τού Καρλ Μαρξ με εκείνη τού Σαίρεν Κίρκεγκωρ, αποδίδοντας στον πρώτο την εξωτερικότητα και στον δεύτερο την εσωτερικότητα, παραθέτει αποσπάσματα από ένα κείμενο τού δεύτερου όπου αυτός διαπιστώνει – μιλάμε για τα μέσα τού 19ου αιώνα – ότι η Δύση, η οποία, κατ’ αυτόν, βρίσκεται στο έσχατο σημείο τής πνευματικής παρακμής, με τον χριστιανισμό να έχει φτάσει σε επίπεδα ευτελισμού τού αληθινού μηνύματός του – χρειάζεται επειγόντως την επιστροφή στην αιωνιότητα προκειμένου να ανακτήσει εκείνο που τής αφαίρεσε και τής στέρησε ο χρόνος. Εδώ βλέπουμε μία διαφορά, με την έννοια τής αντιστροφής, ανάμεσα στον δυτικό χριστιανισμό και στην Ορθοδοξία, και οι παρατηρήσεις τού Σ.Ρ. επ’ αυτού δηλώνουν μία σηματοδότηση που αφορά αποκλειστικά την ελληνική ιδιαιτερότητα – με μία άλλη έννοια από αυτήν που δίνει στην λέξη ο Κορνήλιος Καστοριάδης.

Η σηματοδότηση αυτή εκ μέρους τού Σ.Ρ. διατρέχει κυρίως το πρόσφατο έργο του. Τόσο στο προαναφερθέν βιβλίο του «Η αιωνιότητα και ο χρόνος», όσο και στο «Η Ελλάδα των ονείρων» (2020), γίνεται κατ’ επανάληψιν και εκτενέστατα αναφορά στο θέμα τής αιωνιότητας με παραθέσεις παραδειγμάτων παρμένες σχεδόν αποκλειστικά από την λειτουργική παράδοση τής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ιδού σχετικά παραθέματα από το Η Ελλάδα των ονείρων –κρατώ την ορθογραφία τού συγγραφέα :
«Η αδυναμία να συνυπάρξη το παρόν με το παρελθόν και το με μέλλον χαρακτηρίζει κυρίως τίς κοινωνίες τού ανατολικού χριστιανισμού. (…) Οι Έλληνες αρνούνται να καταλάβουν την πρόοδο δια των γεγονότων τής ιστορίας, ενώ κατανοούν την πρόοδο εκ Θεού, στού οποίου την αιωνιότητα ο χρόνος μας αποτελεί ασήμαντη παρένθεση. (…) Η όλο και μεγαλύτερη απώθηση τού ιστορικού παρόντος δίνει ευλόγως χώρο στη ανέξοδη αισιοδοξία ή και στο παραλήρημα τού επερχόμενου σωτήριου μέλλοντος. (…) Μιλούμε για συστατικά στοιχεία τού νεοελληνικού γορδίου δεσμού συνοψιζόμενα στην επικράτεια μιάς τυποτελετουργικής χρονικότητας με τα ανθρωπολογικά της παρεπόμενα (ακινησία, ψυχική αποδιοργάνωση, φαντασιωσική σκέψι κ.τ.ό. (…) Μ’ άλλα λόγια, το μέλλον μας αφήνεται στο παρελθόν καθώς συνδέεται απλώς με την ανάμνησί του, κάτι βιωματικά μεταγραφόμενο σε μόνιμη αργοπορία ατόμων και θεσμών, σε ψυχική και κοινωνική αναβλητικότητα. (…) Ο συναισθηματισμός τής πίστεως και τής ελπίδος μάς κάνει είτε να απαρνηθούμε κάθε ωργανωμένο σχεδιασμό είτε να προγραμματίζωμε ψυχαναγκαστικά την λογική τής επιθυμίας μας, ώστε να επέρχεται κάποτε έμφραγμα και να καταρρέουν τα πάντα. (…) Προφανώς (…) ισχνό το ιστορικό μέλλον, αλλά πανίσχυρο το εσχατολογικό. (…) Κατεπείγει να τελειώνουμε με ένα παρόν που αναλύεται υπερχρονικά στις στιγμές του και δεν κατοικεί στο γίγνεσθαι. (…) Γι’ αυτό και την θέσι τής ιστορικής συνειδήσεως παίρνει μία μυθολογική παρένδυσι των γεγονότων, η οποία ευνοεί κατ’ εξοχήν την ανιστορική διάθεσι, την παραλυτική προβολή τού παρελθόντος στο παρόν, που αντί να εκβάλλη στο μέλλον δίνει άπλετο χώρο σε παραϊστορικές φαντασιώσεις. (…) Η ιστορική συνείδηση αποτελεί κατάκτησι τής νεωτερικότητας. Συνδέεται με τον εξορθολογισμό τής θρησκείας, κάτι άγνωστο στην ορθόδοξη Ανατολή. Ο εξιστορισμός τής χριστιανικής αποκαλυπτικής εκβάλλει σε ουτοπίες όπου οι άνθρωποι ξαναζούν ως ενήλικοι φαντασιώσεις τής νηπιακής ηλικίας. (…) Το σταυρικό σημείο είναι αν ο χιλιασμός έχη σκοπό την αλλαγή στα πλαίσια τής διαρκείας τού χρόνου ή στην συντελειακή κατάληξι τού χρόνου και τού κόσμου. (…) Στο λιμνάζον παρόν τής ανιστορικής επαναλήψεως, το πρόσωπο τρέπεται σε προσωπείο και χάνεται η δυνατότης να υπερβούμε τις ιδρυμένες αξίες με νέες. (…) Αποτέλεσμα : Για τον Έλληνα των Νέων χρόνων η θρησκεία εξακολούθησε να υπηρετή, ως απόλυτη υπέρλογη αλήθεια, την ανάγκη για ασφάλεια στην στασιμότητα και ο κόσμος να υπάρχει ανεξάρτητα από αυτόν, όταν χάρι στη επιστημονική γνώση υφίσταται πλέον μόνο εν σχέσει προς το σκεπτόμενο υποκείμενο που τον συγκροτεί δημιουργικά σε κοσμοείδωλο. (…) Πρόκειται για αφιστορισμό τού χρόνου τον οποίο κατοχυρώνει η επιβολή τού εκκλησιαστικού ημερολογίου με την διαίρεση τού ιστορικού χρόνου σε «προ Χριστού» και «μετά Χριστόν», τις εορτές και τις αργίες του, με την εβδομαδιαία υποδιαίρεση τού χρόνου τής καθημερινότητος και αφετηρία την Κυριακή. Η ανάγκη τής αλλαγής συγκαλύπτεται έτσι μεταϊστορικά δια τού τελετουργικού, αφού το θείο καταλαμβάνει μυστηριακά την θέσι τού όντως Άλλου αποκλείοντας ταυτόχρονα την δυνατότητα να ελευθερωθούμε από το «πριν» και να είμαστε ο εαυτός μας. Στις λειτουργικές πράξεις το ιστορικό στοιχείο δεν διαθέτει δική του παρουσία και υπόσταση. (…) Εν τέλει το εθιμοθρησκευτικό τυποτελετουργικό και το πνεύμα του παρεμποδίζουν σοβαρά το νεωτερικό θεσμικό κράτος να εδραιωθεί. (…) Ενας είναι ο ασυνείδητος σκοπός : να μην αλλάξη κατ’ ουσίαν τίποτε».

3.
Νομίζω ότι με όλα τα παραπάνω κατατίθεται από τον Σ.Ρ. – όπως αναπτύσσονται και στο πιο πρόσφατο βιβλίο του «Διακόσια χρόνια γέννα» (2022) –, το σύνολο τής άποψης του, αν όχι τής πεποίθησής του, ότι η μετάβαση από την αιωνιότητα στον χρόνο επείγει, ότι είναι πρόβλημα ζωτικής σημασίας για την Ελλάδα, σημαίνει ότι, ούτε λίγο ούτε πολύ, η λήξη τής αιωνιότητας, θέλουμε δεν θέλουμε, έχει επέλθει ή τουλάχιστον είναι θέμα χρόνου για να συμβεί. Η σαφήνεια των τοποθετήσεων τού Σ. Ρ. είναι τέτοια ώστε είναι πλέον ζήτημα ενός και μόνο βήματος για να ειπωθεί – εκ μέρους του – το αυτονόητο, αυτό που προκύπτει αβίαστα ως λογική συνέπεια από την επιχειρηματολογία του.

Αυτό το βήμα δεν το αποπειράται. Σταματάει επί θύραις. Δεν το τολμάει. Κάνει πίσω. Θα έλεγα, δεν είναι τόσο επειδή φοβάται να το κάνει. Είναι επειδή δεσμεύεται σε τέτοιον βαθμό από την χριστιανική πίστη του, η οποία παραμένει ακλόνητη, ώστε αυτή τού δένει την γλώσσα. Δεσμεύει την γραπτή διατύπωση και τον οδηγεί στην ατολμία. Μιλάει η πίστη του και όχι ο νους του – ξέρουμε ότι η πρώτη καταργεί την δεύτερη. Κάνει μάλιστα πολλά και λανθασμένα βήματα προς τα πίσω όταν γράφει για εξορθολογισμό τής ορθόδοξης Ανατολής, πράγμα που θα συνιστούσε την αυτόματη κατάργησή της εφόσον όλο το οικοδόμημά τής Ορθοδοξίας στηρίζεται στον ανορθολογισμό. Μπορεί οι Δυτικοί να το πέτυχαν αυτό, αλλά εκεί είναι άλλα τα δογματικά και λειτουργικά θέσμια. Εδώ, η λέξη «ορθοδοξία» δεν σημαίνει τον ορθολογισμό αλλά την ορθή/ορθία πίστη στον ανορθολογισμό, πράγμα που αποκλείει εκ των πραγμάτων και την παραμικρή παρέκκλιση/απόκλιση απ’ αυτόν. Δεν κάνει λοιπόν το συνεπές ως προς τα γραφόμενά του βήμα διότι εάν το κάνει θα αποσχιστεί αυτομάτως από την χριστιανική πίστη, την δική του και των ομοθρήσκων του, και θα καταρρίψει έτσι ολόκληρο το εκκλησιαστικό οικοδόμημα, ακόμα και τον ίδιο τον χριστιανισμό.
Χριστιανισμός ίσον μεσσιανισμός, ίσον εσχατολογία, ίσον Δευτέρα παρουσία, ίσον μετά θάνατον ζωή, ίσον αιωνιότητα.

Από την στιγμή που υπεισέρχεται ο χρόνος στην θρησκεία, αυτή, με το να γίνεται έγχρονη, συντονίζεται μ’ αυτό που συνιστά κατ’ εξοχήν για τον άνθρωπο την διάσταση τού χρόνου : την θνητότητα. Αποτέλεσμα : εξανεμίζεται ολόκληρη η περί αναστάσεως βεβαιότητα, αποδεικνύεται σφοδρή απάτη η μετά θάνατον ζωή, αποκαλύπτονται φρούδα λόγια όλα τα υπεσχημένα περί παραδείσου, άλλου κόσμου, κτλ. Κατά συνέπεια, παίρνει τέλος ολόκληρη η μακραίωνη παράδοση εξαντλητικών προσπαθειών για να αποδειχθεί, και μάλιστα με λογικά, διανοητικά, επιχειρήματα, το παράλογο, δηλαδή το ασύστατο που συνιστά η ύπαρξη τού ανύπαρκτου. Κλείνει ένας τεράστιος ιστορικός κύκλος πολλών αιώνων τον οποίο διέγραψαν οι πιο κραυγαλέες ανοησίες, τα πιο δόλια ψεύδη, οι πιο παραπλανητικές ερμηνείες για τον άνθρωπο, οι μεγαλύτερες εγκεφαλικές συγκοπές σχετικά με την σωτηρία τού ανθρώπου, την εξιλέωσή του από την πριν ακόμα γεννηθεί καταδικασμένη στην αμαρτία φύση του, την αγιότητα, την καθαρότητα, την τελειότητα, λέξεις που αντιστρατεύτηκαν την ίδια την ανθρώπινη ουσία που είναι η ατέλεια.

Κανείς από τούς ιδιοφυείς όλων των αιώνων δεν διαισθάνθηκε την φρικαλέα συμπαιγνία; Την αντιανθρώπινη στόχευση; Την λανθασμένη ερμηνεία αλλά και την παιδαριώδη δήθεν «σκέψη» οι οποίες διοργάνωσαν το πολυχιλιετές ψυχοσωματικό στρατόπεδο καταναγκαστικών έργων, με προεξάρχοντες διανοητικούς τυράννους αντίστοιχης εμβέλειας με εκείνους που κατατρόπωσαν ως πολιτικοί ηγέτες τούς λαούς τους; Όχι. Υπηρέτησαν μία προαιώνια απάτη αυτοί οι Πατέρες και Φωστήρες τού Πνεύματος. Συγγράμματα επί συγγραμμάτων υποστήριξαν διά τής γραφής και τού προφορικού λόγου άψογα συνταγμένα αλλά παράφρονα επιχειρήματα προκειμένου να επαληθεύσουν κακήν κακώς και με τα χίλια ζόρια ένα εκ βάθρων έωλο, σατανικά επινοημένο από διαστροφικές ψυχοσυνθέσεις εκτρωματικό και ανθρωποκτόνο κατασκεύασμα.

Τα γνωρίζει όλα αυτά ο Σ.Ρ., έχει γνώση π.χ. των παύλειων επιστολών, ξέρει πολύ καλά τι σημαίνει το να διαψευστεί παταγωδώς ο απόστολος των Εθνών όταν τώρα έρχεται ο ίδιος ο Σ.Ρ. και τού αντιτάσσει τον χρόνο στην αιωνιότητά του. Πρόκειται όμως για διανοήματα στα οποία, όπως προανέφερα, είναι παγίως θεμελιωμένη η Ορθοδοξία, άρα πώς να τα κρίνεις ως ανυπόστατα όταν αποτελούν τα θεμέλιά της : η αγάπη, η ευσπλαχνία, η αγαθοσύνη κ.τ.λ. τού Θεού, είναι ο λόγος για τον οποίο οι άνθρωποι ελπίζουν και αναμένουν, προσεύχονται και πιστεύουν, βέβαιοι ότι ο Θεός τούς αγαπάει, τούς σκέφτεται, τούς προστατεύει, κ.ο.κ. Όλα αυτά είναι σε θέση να τα προσφέρει το άυλο, το αόρατο, το απρόσιτο; Το μη σαρκικό μπορεί να αγαπήσει, να λυπηθεί, να κατανοήσει, να βοηθήσει, να σώσει; Μπορεί το αφηρημένο να πράξει κάτι συγκεκριμένο; Το νοητό να λειτουργήσει ως σωματικό, ως ομιλόν, ως συμπάσχον; Μπορεί; Ναι, απαντούν, αυτό πιστεύουν, αμετακίνητοι στην προσμονή που δεν ικανοποιείται παρά μόνο με τα αντίποινα τής αυταπάτης και τής εθελοτυφλίας. Ποιος θα τούς έπειθε ότι η αγάπη τού Θεού είναι μόνο μία επιθυμία και προσδοκία τους οι οποίες δεν έχουν κανένα απτό αντίκρισμα επειδή απλώς μόνο το υπαρκτό και το υλικό μπορεί να αγαπήσει. Αυταπατώνται πείθοντας τον εαυτό τους να εμπιστευτούν ένα δόγμα που το συνιστούν μόνο κατά σειράν και κατά συρροήν ψεύδη. Αυτά θα έρθει και θα σαρώσει ο χρόνος.

Αυτά και άλλα όμως παρόμοιας ασυναρτησίας κάνουν τον Σ.Ρ. να μένει καθηλωμένος πριν από το αποφασιστικό βήμα που δεν είναι άλλο από το να ζητήσει την παύση κάθε τελετουργικού, από την Θεία Λειτουργία μέχρι όλα όσα τελούνται μέσα στις εκκλησίες επί δύο χιλιάδες χρόνια και τα οποία, με την επαναληπτικότητά τους, διαιωνίζουν την αιωνιότητα και αποκλείουν τον χρόνο. Το γράφει επί λέξει ο ίδιος μιλώντας για γιορτές, για ημερολογιακές διαιρέσεις, κτλ. Η απόλυτη και οριστική διακοπή όλων αυτών θα είναι το πρώτο βήμα προς την ζωτικής ανάγκης διάσταση τού χρόνου. Η διακοπή αυτή θα έχει ως αυτονόητη συνέπεια το να κλείσουν οριστικά οι εκκλησίες, να καταργηθεί ο κλήρος, να αλλάζει ριζικά το Σύνταγμα τής χώρας, να μην γιορτάζονται πλέον ούτε Χριστούγεννα ούτε Πάσχα ούτε Κοίμηση τής Θεοτόκου, καμία γιορτή ονομαστική και εθνική, καμία επέτειος, να πάνε περίπατο όλα τα σύμβολα, να εξαφανιστούν από παντού σταυροί και εικονίσματα, να επέλθει το ριζικό τέλος τού κάθε τι που εκπροσωπεί/συμβολίζει την αιωνιότητα. Θα έρθουν όλα τα πάνω κάτω.

Με την είσοδο στον χρόνο, η ριζική και ανεπανόρθωτη κατάργηση τής εσχατολογίας, τού μεσσιανισμού και όλων των σημαινόντων τους, κρίνεται και αξιολογείται εκ βάθρων και εκ νέου η ανθρώπινη φύση. Ο άνθρωπος αρχίζει πλέον να ερμηνεύεται με όρους αποκλειστικά γήινους, σαρκικούς, με όρους περατότητας και φθαρτότητας. Ο θάνατος είναι η μόνη αναμφισβήτητη αλήθεια. Παύουν να ισχύουν μεταθανάτιες υποσχέσεις, επουράνιοι παράδεισοι, μακάρια αθανασία και όσα άλλα διέστρεψαν την αλήθεια τού ανθρώπου. Καταργείται άρδην ολόκληρο το μυθολογικό οπλοστάσιο περί δημιουργίας τού κόσμου από τον Θεό, περί προπατορικού αμαρτήματος, περί υπάρξεως τού Θεού ο οποίος κατακρημνίζεται στην απόλυτη εκμηδένιση την οποία ήδη εκπροσωπούσε εξ αρχής.

Η αιωνιότητα είναι το χρονικό μηδέν. Ο Θεός είναι η υπαρκτική απουσία. Τα πάντα κλονίζονται, τα πάντα διαρρηγνύονται : ολόκληρη η γραμματεία, από τον Πλάτωνα μέχρι τον Χέγκελ, από τούς Πατέρες τής Εκκλησίας μέχρι τον Αυγουστίνο και τον Άνσελμο, τον Ακινάτη, τον Σπινόζα, τον Πασκάλ, τον Ντεκάρτ, τον Χομπς, τον Καντ, τον Χέγκελ, τον Κίρκεγκωρ, τον Μπούμπερ, τον Ροζεντσβάιχ, τον Χάιντεγκερ και βάλε, αποδεικνύεται, ως προσηλωμένη, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στην έννοια τού Θεού, από έωλη έως άκυρη – ακόμα και ο Νίτσε, το «Ο Θεός πέθανε» σημαίνει ότι ζούσε άρα ότι υπήρχε -, αποδεικνύεται εκκωφαντική απάτη, δείγμα καθήλωσης – η επαναληπτικότητα που αναφέρει ο Σ. Ρ. – σε απαράβατα δόγματα πού καμία από αυτές τις κορυφαίες σκέψεις δεν τα παρέβη, ούτε καν τα έθιξε όπως θα άξιζε.

4.
Τρία είναι τα στοιχεία που συνιστούν την διάσταση τού χρόνου και που νομίζω ότι θα μπορούσαν να λάβουν θέση πυλώνων στην επερχόμενη διάσταση :
Η θνητότητα, η σεξουαλικότητα, η ιστορικότητα.
Αυτά τα τρία πρωταρχικά στοιχεία, θεμελιώδεις και αμέριστοι παράμετροι, δομικά συστατικά τής ανθρώπινης κατάστασης, αυτά που την συγκροτούν και την κάνουν να είναι αυτό που είναι, πέρα από ερμηνείες και αξιολογήσεις, αυτά τα τρία στοιχεία που η χριστιανική παράδοση και η ουσία τού κηρύγματός της τα διέγραψε, τα υποτίμησε, τα διέσυρε, τα συκοφάντησε, τα διέστρεψε, τα μείωσε, τα κατήγγειλε, τα αφόρισε, τα καταράστηκε, αντιπαραθέτοντας σ’ αυτά μία ανώμαλη και τυφλή/εθελοτυφλούσα δογματική, έναν κανόνα αντιανθρώπινης θεωρίας και πρακτικής, αυτά, και τα τρία, σε συναίρεση αδιάσπαστη και σταθερή μεταξύ τους, πιστεύω ότι θα έδιναν την δυνατότητα να βρεί – όχι ξανά, θα είναι η πρώτη φορά – ο άνθρωπος την απερίφραστη οντότητά του ως σωματική και πνευματική πραγματικότητα.

Σ’ αυτήν την αδιαίρετα τριπλή ως μία εμμένεια ενυπάρχει το υπερβατικό ως συστατικό της το οποίο, επειδή τής ανήκει εξ ολοκλήρου, θα επιφέρει την συνεχόμενη διαδοχή δικών της εκφράσεων που θα είναι δικές του καταβολές και απολήξεις, άρα μία υπερβατικότητα που θα έχει ως αφετηρία της το ακραιφνώς ανθρώπινο ως συντεταγμένη τού θνητού, τού σεξουαλικού, τού ιστορικού παράγοντα. Αυτό που θα προκύψει από αυτήν την συνύπαρξη και αυτήν την αμοιβαιότητα είναι ένα άγνωστο μετά. Ποτέ σχεδόν – μετρημένα στα δάχτυλα τού ενός χεριού τα έργα που την εκπροσωπούν – μέχρι σήμερα δεν επιχειρήθηκε παρόμοια κίνηση παρόμοιας εμπράγματης, κυρίως με τον τρόπο αυτόν, συνθετικής κινητοποίησης δύο πλευρών που ανέκαθεν υπήρξαν αντίπαλες, εχθρικές, ασυμβίβαστες, ξένες η μία προς την άλλη, αλληλοαποκλειόμενες σύμφωνα με τα φανατικά κηρύγματα των οπαδών τού χριστιανικού τελεσίγραφου. Συνεπώς, τα τρία αυτά στοιχεία ως θεμελιώδεις προϋποθέσεις και αντιλήψεις ζωής, διαθέτουν το ισχυρότερο, το πιο ακλόνητο και πιο ανεξάντλητο υλικό προκειμένου να αποτελέσουν τις αφετηρίες για την δημιουργία ενός άλλου τύπου πολιτισμού, διότι είναι ικανά να τροφοδοτήσουν κάθε μορφή ανθρώπινης έκφρασης σε όλους τούς τομείς.

Με ό,τι θα μπορούσε να προκύψει από την καθιέρωση αυτών των στοιχείων ως βάσεων ζωής και δημιουργίας, εννοώ : την δυσκολία προσαρμογής σε καταστάσεις ανθρώπινης ταυτότητας οι οποίες διώχθηκαν ανελέητα και συγχρόνως, με τον διωγμό τους, απομακρύνθηκαν, ακόμα και ξεχάστηκαν, ως πραγματικότητες τού ανθρώπου από τον ίδιο τον άνθρωπο κάνοντάς τον ξένο προς την ίδια την υπόστασή του, καθώς και οι πάσης φύσεως αντιδράσεις εξαιτίας τής σχεδόν ανύπαρκτης εξοικείωσής του με τις εμμενείς, γήινες, ένσαρκες, πλευρές τής οντότητάς του, με όλα αυτά που οφείλονται, το ξαναλέω, στην αποκοπή από τον χριστιανισμό τού ανθρώπου από την ίδια την θνητή αλήθεια του, θα χρειαστεί μακρύς χρόνος και μέγας κόπος προκειμένου να αντιληφθεί και να αποδεχθεί ο άνθρωπος το πέραν των ψευδαισθήσεων πεδίο που είναι η συνισταμένη των τριών στοιχείων, τής θνητότητας, τής σεξουαλικότητας, τής ιστορικότητας. Ένα πεδίο στο οποίο θα περάσει η ανθρωπότητα όταν θα έχει γίνει το καθοριστικό και καταλυτικό βήμα που θα αφήσει πίσω του την αιωνιότητα και όλα τα δεινά που προκάλεσε, και θα προσχωρήσει στην περιοχή τού χρόνου που στην πραγματικότητα είναι ο χρόνος τού ανθρώπου. Θα τερματιστεί η αιωνιότητα τού Θεού, θα εγκαινιαστεί η ανθρώπινη χρονικότητα.

5.
Επανέρχομαι και κλείνω : αν και δεν κάνει αυτό το αποφασιστικό βήμα ο Σ.Ρ., παραμένοντας στην διαπίστωση χωρίς να προτείνει ευθαρσώς την λύση την οποία έχει, όπως λέμε, στην άκρη τής γλώσσας του ή τής γραφίδας του, εντούτοις, από όσα γραφόμενά του παρέθεσα, τοποθετείται, αυτομάτως και αυτονόητα, όπως είπα, υπέρ τής λύσης την οποία, κρατώντας την δική του επιχειρηματολογία για την αιωνιότητα και τον χρόνο, έκανα εγώ στην θέση του αυτό το βήμα το οποίο εκείνος προετοίμασε με όσα κατέθεσε γραπτώς.
Χωρίς το βήμα αυτό, όλα τα λεγόμενά του κατά τής αιωνιότητας και υπέρ τού χρόνου, τα οποία πολύ συχνά διακρίνονται από ένα σφοδρό ύφος, σχεδόν καταγγελκτικό και σαφώς ειρωνικό, λες και τα γράφει ένας ανελέητος εχθρός τής χριστιανικής παρακαταθήκης την οποία μετά βίας αντέχει έχοντας χάσει την υπομονή του μαζί της, χωρίς λοιπόν αυτό το βήμα όλα τα γραφόμενά του παραμένουν ανενεργά, σχεδόν αναιρούνται, παρόλο που αυτά καθεαυτά αποτελούν σημαντικά λόγια ενός τουλάχιστον έγκυρου στοχαστή.

Αυτός ο στοχαστής ωστόσο υπονομεύει και διαψεύδει ο ίδιος τον εαυτό του, αυτοαναιρείται και μάλιστα με τρόπο που κατά την γνώμη μου τον υποτιμά γιατί τον καθιστά πνευματικά δειλό. Δεν θέλει – ή μήπως θέλει – και δεν μπορεί – ή μήπως μπορεί – να έρθει σε αντιπαράσταση με το εκκλησιαστικό κατεστημένο, τούς εκπροσώπους του και τούς οπαδούς του, να θέσει, εν ολίγοις, εαυτόν εκτός Εκκλησίας. Ετσι, πιστεύω ότι ο Σ.Ρ. δεν θα κάνει ποτέ αυτό το βήμα, διότι υπερισχύει εντέλει στην σκέψη του και στην καρδιά του όχι μόνο η πίστη στην χριστιανική παράδοση και στην σημασία που τής αποδίδει, αλλά και η πεποίθησή του ότι πρέπει, εντέλει και παρά τις διακηρυγμένες ενστάσεις του, να διαφυλαχτεί η συνέχειά της.
Ισως, όμως, μ’ αυτόν τον τρόπο του, χωρίς να το επιδιώκει, δίνει την σκυτάλη σε άλλους ώστε αυτοί, στην θέση του, να κάνουν το επιτακτικά ζητούμενο ιστορικό βήμα.

*Ο Δημήτρης Δημητριάδης είναι Έλληνας συγγραφέας, θεατρικός συγγραφέας και μεταφραστής. Το 1978 δημοσιεύτηκε το πρώτο του πεζογράφημα Πεθαίνω σαν χώρα που παραμένει μέχρι σήμερα ένα κείμενο-ορόσημο για τον ελληνικό νεωτερισμό. Έγραψε θεατρικά έργα, πεζογραφήματα, ποίηση και δοκίμια. Το τελευταίο του δοκίμιο είναι Η μετάφραση ως καταστροφή – Το τέλος της σκηνοθεσίας (2022, εκδ. Πολιτεία).


Πηγή