Εδώ και μήνες γνωρίζαμε ότι το 2025 θα είναι μια πολύ δύσκολη χρονιά στο διεθνές πεδίο, με τον πόλεμο στην Ουκρανία να κλιμακώνεται σε πολύ επικίνδυνο βαθμό, τη Ρωσία να επιδίδεται σε επιθέσεις υβριδικού πολέμου κατά ευρωπαϊκών υποδομών και τη σύγκρουση του Ισραήλ με τον “Άξονα της Αντίστασης” να συνεχίζεται για δεύτερο χρόνο.
Η νίκη του Ντόναλντ Τραμπ στις αμερικανικές εκλογές τον Νοέμβριο πρόσθεσε και τον ορατό κίνδυνο ενός εμπορικού πολέμου ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Τον Δεκέμβριο προστέθηκε στο παζλ και η κατάρρευση του καθεστώτος Άσαντ στη Συρία, με την επικράτηση των “μεταμελημένων” τζιχαντιστών και το άνοιγμα της όρεξης της Τουρκίας για ανατροπή του status quo και της Συνθήκης της Λωζάνης στη Συρία και την πιθανότητα σύναψης ακόμη ενός παράνομου συμφώνου για ΑΟΖ στην Ανατολική Μεσόγειο.
Και
σαν να μην έφταναν όλα αυτά, έχουμε εδώ
και μερικές ημέρες την πρωτοφανή
κλιμάκωση των απειλών από τον Τραμπ, με
την επίκληση ακόμη και στρατιωτικής
βίας για την προσάρτηση της Γροιλανδίας
και την κατάληψη της Διώρυγας του Παναμά.
Ο δε Καναδάς απειλείται με οικονομικό
πόλεμο για να αναγκαστεί να γίνει η 51η
Πολιτεία των ΗΠΑ.
Μετά
όμως και την στρατιωτική εισβολή της
Ρωσίας στην Ουκρανία το 2022, η έννοια του
“αδιανόητου” έχει απωλέσει τη σημασία
που νομίζαμε, τουλάχιστον μετά τη λήξη
του Ψυχρού Πολέμου το 1989, αν όχι και μετά
τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η
ορατή πλέον πιθανότητα να καταφέρει
τελικά η Ρωσία να δημιουργήσει τετελεσμένα
στην Ουκρανία, φαίνεται πως τείνει να
ανοίξει τον ασκό του Αιόλου και σε άλλες
περιοχές του πλανήτη.
Σε
αυτό το ιδιαίτερα ρευστό και επικίνδυνο
γεωπολιτικό σκηνικό, η Ελλάδα παραμένει
μεν ένας παράγοντας σταθερότητας για
την περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης
και της Ανατολικής Μεσογείου, αλλά
κινδυνεύει να βρεθεί μπροστά σε δύσκολα
διεθνοπολιτικά διλήμματα. Οι
ελληνοαμερικανικές σχέσεις αποτελούν
έναν από τους πιο σημαντικούς πυλώνες
της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και
της πολιτικής εθνικής ασφάλειας. Μια
πιθανή σκληρή εμπορική σύγκρουση ανάμεσα
στις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση θα
συμπαρασύρει θεσμικά και την Ελλάδα,
καθώς σε ένα γεωπολιτικό παίγνιο
μηδενικού αθροίσματος η Αθήνα είναι
πολύ δύσκολο να μην συμπαραταχθεί με
τους εταίρους στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το
σκηνικό γίνεται ακόμη πιο περίπλοκο
από το γεγονός ότι η Ελλάδα συμμετέχει
από 1ης Ιανουαρίου στο Συμβούλιο Ασφαλείας
του ΟΗΕ και θα κληθεί να πάρει θέσεις
σε πιθανές διενέξεις, όπως πχ η περίπτωση
του Παναμά.
Το
άλλο σημαντικό πεδίο πιθανής γεωπολιτικής
σύγκρουσης είναι τα αντικρουόμενα
συμφέροντα του Ισραήλ και της Τουρκίας
στη Συρία, και η απροκάλυπτη πλέον
πρόθεση της Άγκυρας να χρησιμοποιήσει
το νέο ισλαμιστικό καθεστώς στη Δαμασκό
για τη δημιουργία ενός κράτους-δορυφόρου
στην περιοχή. Η εξέλιξη αυτή είναι λογικό
να έχει ανησυχήσει σφόδρα το Ισραήλ,
και δεν είναι καθόλου τυχαία η αναφορά
σε έκθεση της ισραηλινής Επιτροπής
Νάγκελ για την μελλοντική πιθανότητα
πολεμικής σύγκρουσης ανάμεσα στην
Τουρκία και το Ισραήλ. Η Ελλάδα έχει
επενδύσει σημαντικό μέρος του γεωπολιτικού
και ενεργειακού της σχεδιασμού στις
σχέσεις με το Ισραήλ και μια πιθανή
τουρκοϊσραηλινή σύγκρουση θα αποτελέσει
μια σοβαρή δοκιμασία για τις ελληνοτουρκικές
σχέσεις και για το μορατόριουμ που
υπάρχει στο Αιγαίο και την Ανατολική
Μεσόγειο τα τελευταία δύο χρόνια.
Η
σοβαρότητα αυτών των γεωπολιτικών
εξελίξεων είναι τέτοια που μπορεί να
πλήξει άμεσα τα γεωπολιτικά, εμπορικά
και ενεργειακά συμφέροντα της Ελλάδας.
Στο Μέγαρο Μαξίμου και την κυβέρνηση
είναι σαφές ότι υπάρχει επίγνωση της
κατάστασης και είναι χαρακτηριστικές
η σχετική αναφορά του Κυριάκου Μητσοτάκη
στο Υπουργικό Συμβούλιο της Παρασκευής
για “σχετικά πρωτοφανείς εξαγγελίες,
προαναγγέλλοντας και γεωστρατηγικές
μεταβολές, αλλαγές στις ζώνες επιρροής”,
όπως και η έμμεση αναφορά στις προσπάθειες
του Ίλον Μασκ να επηρεάσει τις πολιτικές
και εκλογικές εξελίξεις σε σημαντικές
ευρωπαϊκές χώρες.
Σε
αυτό το ρευστό και εύθραυστο διεθνές
περιβάλλον, η Αθήνα θα πρέπει να
αξιοποιήσει την αναβαθμισμένη της θέση
στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τις καλές
σχέσεις με την Ουάσινγκτον για να
συμβάλλει θετικά στην αποφυγή ενός
καταστροφικού οικονομικού πολέμου
ανάμεσα στην ΕΕ και τις ΗΠΑ. Αντίστοιχα
ενεργητική θα πρέπει να είναι η πολιτική
της Ελλάδας και στο ζήτημα της Συρίας
και την ένταση ανάμεσα στην Τουρκία και
το Ισραήλ. Στο πλαίσιο αυτό ήταν ιδιαίτερα
θετική η τριμερής συνάντηση στο Κάιρο
με τους ηγέτες της Αιγύπτου και της
Κύπρου, όπως και η πραγματοποίηση σήμερα
του 1ου Ανώτατου Συμβουλίου Στρατηγικής
Συνεργασίας Ελλάδας-Σαουδικής Αραβίας
με τη συμμετοχή του Σαουδάραβα ηγέτη
Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν.
Πηγή