Η ιστορία του Νίκου Μπελογιάννη στέκεται ακριβώς στο μέσον της μετεμφυλιακής ιστορίας της Ελλάδας. Είχε και εξακολουθεί και έχει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που δίχασαν έναν ολόκληρο λαό. Η αναφορά και μόνο του ονόματος του στελέχους του ΚΚΕ είναι ικανή να προκαλέσει εντάσεις.
Καθόλου τυχαίο δεν είναι άλλωστε όλο αυτό το κλίμα που δημιουργήθηκε την προηγούμενη εβδομάδα με αφορμή τα εγκαίνια της μόνιμης έκθεσης που υπάρχει πλέον στο πατρικό σπίτι του Μπελογιάννη στην Αμαλιάδα. Τα κόμματα της Αριστεράς έσπευσαν να αποθεώσουν το ήθος του αγωνιστή και να μιλήσουν για την πάντα επίκαιρη παρακαταθήκη του. Εκείνα της δεξιάς κινήθηκαν στο ακριβώς αντίθετο μήκος κύματος.
Από την στρογγυλοποιημένη, από του βήματος της βουλής, τοποθέτηση του βουλευτή της ΝΔ Κώστα Τασούλα που ανέφερε πως ο Μπελογιάννης «δεν αγωνίστηκε για τη Δημοκρατία» και πως «επεδίωκε την κομμουνιστή δικτατορία», έως την ακροδεξιά ρητορική της Χρυσής Αυγής που τον χαρακτήρισε, δια στόματος του βουλευτή της Παναγιώτη Ηλιόπουλου, «αρχισφαγέα» και υποσχέθηκε πως «όταν έρθει ο καιρός θα γκρεμίσουμε το σπίτι του».
Αυτό που όλες οι πλευρές παραδέχονται, ωστόσο, είτε με την καλή, είτε με την κακή έννοια του όρου, είναι πως ο Νίκος Μπελογιάννης, έμεινε πιστός στα ιδανικά για τα οποία αγωνίστηκε και στο τέλος γι’ αυτά ήταν που οδηγήθηκε στο εκτελεστικό απόσπασμα.
Η μετεμφυλιακή δράση και η σύλληψη του Μπελογιάννη
Ο Νίκος Μπελογιάννης γεννήθηκε στις 22 Δεκεμβρίου του 1915 στην Αμαλιάδα. Πριν ακόμα κλείσει τα 20 του χρόνια ήταν μέλος του ΚΚΕ. Είχε έντονη δράση η οποία είχε ως αποτέλεσμα να μπει γρήγορα στο στόχαστρο των διωκτικών αρχών. Ακολούθησε μια… συνηθισμένη πορεία που περιελάμβανε φυλακές, εξορίες, βασανιστήρια στην Ασφάλεια Πατρών, τρομοκρατία στα ιταλικά στρατόπεδα.
Κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής ήταν καπετάνιος μεραρχίας του ΕΛΑΣ στην Πελοπόννησο και μέλος του Γραφείου Περιοχής Πελοποννήσου του ΚΚΕ. Εκεί θα γίνει υπεύθυνος του εντύπου «Ελεύθερος Μοριάς» και αργότερα του εντύπου «Ελεύθερη Αχαΐα», με το ψευδώνυμο Πέτρος Φλογαΐτης. Στον εμφύλιο ήταν πολιτικός επίτροπος της 10ης μεραρχίας του Δημοκρατικού Στρατού. Στις σκληρές και καθοριστικές για την εξέλιξη του εμφυλίου μάχες του Γράμμου, το 1948, θα τραυματιστεί στο χέρι.
Αργότερα θα βρεθεί με τους άλλους πολιτικούς πρόσφυγες του ΔΣΕ, στο ματωμένο Μπουλκές της Σερβίας. Εκεί, θα αρχίζει να προετοιμάζει την επιστροφή του στην Ελλάδα, προκειμένου να αναλάβει ενεργό ρόλο στην προσπάθεια ανασύνταξης των παράνομων μηχανισμών του ΚΚΕ.
Η πολυπόθητη επιστροφή γίνεται τελικά τον Ιούνιο του 1950. Περίπου οκτώ μήνες μετά και το επίσημο τέλος του εμφυλίου πολέμου, ο «Ερρίκος Πανόζ», μπαίνει στην Ελλάδα. Αυτό ήταν το όνομα που υπήρχε στο πλαστό Αργεντίνικο διαβατήριο που είχε στην κατοχή του ο Μπελογιάννης. Αρχικά μένει στο ξενοδοχείο «Μέγα» στην οδό Σταδίου. Κάνει τις πρώτες επαφές του, αλλάζει ταυτότητα με μια επίσης πλαστή με ελληνική υπηκοότητα, αλλάζει τόπο διανομής και αρχίζει σταδιακά να χτίζει ένα παράνομο δίκτυο με μέλη του ΚΚΕ.
Ο Μπελογιάννης, ωστόσο, κάνει το μοιραίο λάθος, όταν αποφασίζει να μείνει σε ένα από «τα σπίτια του Κόμματος», στην οδό Πλαπούτα 30 στους Αμπελόκηπους. Το σπίτι αυτό, ωστόσο, βρίσκεται υπό παρακολούθηση ως πιθανή «γιάφκα». Το στέλεχος του ΚΚΕ συλλαμβάνεται σε αστυνομική επιχείρηση στις 20 Δεκεμβρίου του 1950, μαζί με τον Στάθη Δομάζο.
Την επομένη συλλαμβάνεται στο ίδιο σπίτι της οδού Πλαπούτα και η Έλλη Ιωαννίδου Παππά μέλος της Κουμμουνιστικής Οργάνωσης Αθήνας. Ένα τεράστιο δίκτυο στελεχών του ΚΚΕ άρχισε να ξηλώνεται. Μέχρι τον Ιανουάριο του 1951 οι συλληφθέντες έχουν φτάσει τους 92!
Οι ασύρματοι, οι δίκες και η υπόθεση Πλουμπίδη
Όταν οι διωκτικές αρχές συνειδητοποιούν ποιον έχουν στα χέρια τους, του αποδίδουν αμέσως τον αρχηγικό ρόλο σε οποιαδήποτε κίνηση κάνει το παράνομο ΚΚΕ, οπουδήποτε στην Ελλάδα.
Ο Μπελογιάννης κατηγορείται για παράβαση του Αναγκαστικού Νόμου 509/1947 (περί μέτρων ασφαλείας του Κράτους, του Πολιτεύματος, του Κοινωνικού Καθεστώτος και προστασίας των ελευθεριών των πολιτών, το οποίο έθετε εκτός νόμου το ΚΚΕ, το ΕΑΜ και την Εθνική Αλληλεγγύη).
Η πρώτη δίκη θα ξεκινήσει στις 19 Οκτωβρίου του 1951 από το Έκτακτο Στρατοδικείο Αθηνών, στο Αρσάκειο Δικαστικό Μέγαρο στην οδό Σανταρόζα. Ανάμεσα στους στρατοδίκες (που είχαν επιλεχθεί προσεκτικά από τον ΙΔΕΑ) βρίσκεται και ο μετέπειτα πραξικοπηματίας, Γεώργιος Παπαδόπουλος.
Η δίκη ολοκληρώνεται στις 16 Νοεμβρίου του ’51 και καταδικάζει τον Μπελογιάννη και άλλους 11 κατηγορούμενους σε θάνατο. Ο τότε πρωθυπουργός Νικόλαος Πλαστήρας δηλώνει ξεκάθαρα πως δεν πρόκειται να εκτελεστεί κανένας, ωστόσο, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά όσο φαίνονται.
Δυο ημέρες πριν βγει η απόφαση, η Ασφάλεια με την βοήθεια των τεχνολογικών μέσων που διέθετε το αμερικανικό αεροπλανοφόρο «Φραγκλίνος Ρούσβελτ» που είχε αγκυροβολήσει στον Πειραιά, ανακαλύπτει δυο ασυρμάτους. Ένας στην Γλυφάδα και ένας στην Καλλιθέα. Σύμφωνα με τις διωκτικές αρχές οι ασύρματοι αυτοί χρησίμευαν στην επικοινωνία των εν ελλάδι παράνομων πυρήνων του ΚΚΕ με την ηγεσία του κόμματος που βρισκόταν στο εξωτερικό.
Ιθύνων νους, θεωρείται ο Μπελογιάννης που μαζί με 28 ακόμα άτομα κατηγορείται πλέον για κατασκοπεία, με βάση τον μεταξικό νόμο 375/1936.
Την 1η Μαρτίου του 1952 το δικαστήριο καταδικάζει ομόφωνα τον Νίκο Μπελογιάννη, την Έλλη Παππά, το Νίκο Καλούμενο, το Δημήτρη Μπάτση, τον Ηλία Αργυριάδη και τον Τάκη Λαζαρίδη σε θάνατο.
Αμέσως μετά την ανακοίνωση της ποινής, ένα άλλο σημαίνον στέλεχος του ΚΚΕ και καταζητούμενος, ο Νίκος Πλουμπίδης, στέλνει επιστολή στην Ασφάλεια με την οποία αναλαμβάνει την ευθύνη για τη λειτουργία των ασυρμάτων. Αναφέρει πως θα παραδοθεί αρκεί να μην οδηγηθεί ο Μπελογιάννης στο εκτελεστικό απόσπασμα. Για να μην αμφισβητηθεί η επιστολή, μάλιστα, αφήνει το αποτύπωμά του.
Η κυβέρνηση αρνείται να μπει σε διαπραγματεύσεις με έναν καταζητούμενο κομμουνιστή και δεν αλλάζει την απόφασή της. Την ίδια ώρα ο Γενικός Γραμματέας του ΚΚΕ, Νίκος Ζαχαριάδης, από τον ραδιοφωνικό σταθμό «Ελεύθερη Ελλάδα» που εκπέμπει από το Βουκουρέστι, χαρακτηρίζει την επιστολή «μύθευμα της αστυνομίας», καταγγέλλει ως «χαφιέ» τον Πλουμπίδη και τον διαγράφει.
Για την ιστορία και μόνο να αναφερθεί πως ο Πλουμπίδης συνελήφθη λίγους μήνες μετά την εκτέλεση Μπελογιάννη. Εκτελέστηκε δυο χρόνια αργότερα. Το ΚΚΕ αποκατέστησε τον Πλουμπίδη λίγο μετά την εκτέλεση του.
Το διεθνές κίνημα αλληλεγγύης και η κυριακάτικη εκτέλεση
Ενώ η δίκη του Μπελογιάννη βρισκόταν σε εξέλιξη και κυρίως μετά την έκδοση της απόφασης, δημιουργήθηκε ένα πρωτοφανές κύμα συμπαράστασης από μεγάλες προσωπικότητες. Η κυβέρνηση Πλαστήρα δέχεται πάνω από 250.000 τηλεγραφήματα! Ο Σαρλ ντε Γκολ, 159 βουλευτές των δύο μεγάλων κομμάτων της Μεγάλης Βρετανίας, ο Πωλ Ελυάρ, ο Ζαν Κοκτώ, το ζεύγος Κιουρί, ο Αϊνστάιν, ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ, ο Ναζίμ Χικμέτ, ο Πάμπλο Πικάσσο, ο Νερούντα και ο Τσάρλι Τσάπλιν είναι μερικοί μόνο από τους ανθρώπους που προσπαθούν να σώσουν τον Μπελογιάννη.
Τίποτα, ωστόσο, δεν μπορούσε να αλλάξει τη δραματική ροή των γεγονότων… Το ξημέρωμα της Κυριακής στις 30 Μαρτίου 1952, ο Μπελογιάννης και οι υπόλοιποι καταδικασμένοι, κοιμόντουσαν στα κελιά τους, στις φυλακές της Καλλιθέας.
Ήταν σίγουροι πως θα δουν και αυτό το ξημέρωμα, δεδομένου πως εκτελέσεις την Κυριακή και μάλιστα πριν ανατείλει ο ήλιος, δεν έκαναν ούτε τα ναζιστικά στρατεύματα κατοχής.
Κι όμως… Στις 02:30 τη νύχτα οι φύλακες ξυπνάνε τους Μπελογιάννη, Καλούμενο, Μπάτση, Αργυριάδη (η Παππά δεν εκτελείται επειδή πρόσφατα είχε γεννήσει το παιδί του Μπελογιάννη μέσα στη φυλακή και ο Λαζαρίδης εξαιτίας του νεαρού της ηλικίας του) και τους λένε να ετοιμαστούν.
Οι μελλοθάνατοι επιβιβάζονται σε καμιόνι στις 03:48 με προορισμό το σημερινό Πάρκο της πρώην Χωροφυλακής στην περιοχή του Γουδή. Στις 04:12, απόσπασμα 24 στρατιωτών εκτελεί τους τέσσερις κομμουνιστές υπό το φως των προβολέων της στρατιωτικής φάλαγγας.
Τα πτώματα, παραμένουν στο σημείο, φρουρούμενα, μέχρι τις 06:45, οπότε και τα παραλαμβάνει αυτοκίνητο του Δήμου που τα πάει στο Γ’ Νεκροταφείο για να γίνει άρον- άρον η ταφή, υπό τον φόβο επεισοδίων, αφαιρώντας έτσι το δικαίωμα στις οικογένειες των εκτελεσθέντων να τιμήσουν τους ανθρώπους τους με τον «τελευταίο ασπασμό» και το «ύστατο χαίρε».
Πηγή