Κυριακή , 29 Δεκέμβριος 2024

Ντ’ Αλέμα: Ντροπή το πάγωμα της ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους

Ο ιταλός πρώην πρωθυπουργός, πρώην γραμματέας των Δημοκρατικών της Αριστεράς και πρώην επικεφαλής της ιταλικής διπλωματίας Μάσιμο Ντ΄Αλέμα δήλωσε πως «η απόφαση για πάγωμα της ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους είναι ντροπή. Από τα κύρια στελέχη του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος και επικεφαλής του ιδρύματος πολιτικής έρευνας του ΕΣΚ, ο Ντ΄Αλέμα, τάσσεται υπέρ της συνεργασίας των Σοσιαλιστών με δυνάμεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς και των Πράσινων, με στόχο τη δημιουργία μιας εναλλακτικής πολιτικής πλατφόρμας, σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Εύχεται, δε, να μπορέσει να εμβαθύνει με τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα, τη συζήτηση σχετικά με την πολιτική και οικονομική κατάσταση στην Ευρώπη. Την συνέντευξη παραχώρησε στο Αθηναϊκό Πρακτορείο ειδήσεων.

Πώς κρίνετε την απόφαση που ανακοίνωσε το Eurogroup σχετικά με το «πάγωμα» της ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους εξαιτίας των μέτρων που εξήγγειλε η ελληνική κυβέρνηση υπέρ των χαμηλοσυνταξιούχων;

Είναι ντροπή. Πιστεύω ότι το Ευρωκοινοβούλιο και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρέπει να αντιδράσουν με ξεκάθαρο τρόπο. Θέλω να ελπίζω και η ιταλική κυβέρνηση θα θελήσει να λάβει σαφείς αποστάσεις από τη θέση αυτή του Εurogroup, διότι ο Αλέξης Τσίπρας αναδιανέμει χρήματα που προέκυψαν από το πρωτογενές πλεόνασμα. Είναι πόροι, δηλαδή, που δεν αυξάνουν το χρέος, και πιστεύω ότι η κοινωνική πραγματικότητα της Ελλάδας και η κατάσταση φτώχειας στην οποία ζουν τόσοι Έλληνες συνταξιούχοι, πρέπει να θεωρηθούν από την Ευρώπη ως πρόβλημα που επιβάλλεται να αντιμετωπισθεί με ουσιαστικό τρόπο. Το λογιστικό αυτό πνεύμα που επιδεικνύουν ορισμένοι ευρωπαϊκοί οργανισμοί είναι, τελικά, ένας από τους λόγους για τους οποίους οι Ευρωπαίοι πολίτες εμπιστεύονται όλο και λιγότερο την Ευρώπη.

Η ελληνική κυβέρνηση θέλει να εφαρμόσει κάποια μέτρα κοινωνικής πολιτικής, παρά το ότι οι γενικότερες ισορροπίες στην Ευρώπη δεν είναι ευνοϊκές. Πώς βλέπετε την όλη αυτή πολιτική προσπάθεια;

«Η απόφαση του Αλέξη Τσίπρα να παραμείνει εντός του Ευρώ ήταν θαρραλέα και, συνεπώς, καταβάλλει προσπάθειες να εφαρμόσει ένα πρόγραμμα που έχει σαφείς δυσκολίες. Οι ελευθερία κινήσεων, βέβαια, είναι σχετικά περιορισμένη και αυτό μπορεί να δημιουργήσει πρόβλημα σε επίπεδο δημοτικότητας. Η δυνατότητα αυτή για περαιτέρω κινήσεις μπορεί να ενισχυθεί αν η Ευρώπη ασκήσει πραγματικά μια πολιτική στήριξης της ανάπτυξης, η οποία, όμως, προχωρεί με βραδύτητα. Για παράδειγμα, το ευρωπαϊκό πρόγραμμα που έπρεπε να στηρίξει τις επενδύσεις, και το οποίο τόσο διαφημίστηκε, σε μεγάλο βαθμό έμεινε στο χαρτί. Η Ελλάδα και άλλες χώρες, όπως η Ιταλία, πληρώνουν τις συνέπειες της απουσίας ενός ισχυρού ευρωπαϊκού προγράμματος για την ανάπτυξη».

Είστε ένα από τα στελέχη των ευρωπαίων Σοσιαλιστών που ανέλαβαν την πρωτοβουλία για «άνοιγμα» προς τον ΣΥΡΙΖΑ. Η απόφασή σας οφείλεται στο ότι μόνον με μια ευρεία συνεργασία μπορεί να ξεπερασθεί η κρίση την οποία βιώνουν οι χώρες της Μεσογείου; Είναι μια στρατηγική επιλογή;

«Ακριβώς επειδή πιστεύω ότι οι Σοσιαλιστές πρέπει να εργασθούν για μια εναλλακτική στην Κεντροδεξιά και σε μια Ευρώπη που να μην παραμείνει αιωνίως υπό την ηγεσία της κ. Μέρκελ, εκτιμώ ότι πρέπει να διευρυνθεί η συμμαχία των προοδευτικών δυνάμεων. Μιλώ, ασφαλώς, για τις δυνάμεις που εκφράζουν λογικές θέσεις και όχι για τις μειοψηφικές δυνάμεις που θέλουν την αποσύνθεση του ευρώ και την επιστροφή στις εθνικές και μόνον πολιτικές. Διότι οι θέσεις αυτές, τελικά, επισκιάζονται από τον δεξιό εθνικιστικό λαϊκισμό. Θεωρώ ότι στην ριζοσπαστική Αριστερά και στους Πράσινους υπάρχουν πολλές δυνάμεις που μπορούν να συμβάλουν σε μια εναλλακτική, προοδευτική ιδεολογική πλατφόρμα».

Έχετε συναντήσει τον Έλληνα πρωθυπουργό. Σε ό,τι αφορά την οικονομική κατάσταση και τις πολιτικές προτεραιότητες, οι εκτιμήσεις σας συμπίπτουν;

«Δεν είχαμε την ευκαιρία να αναλύσουμε σε μεγάλο βάθος όλη την πολιτική και οικονομική πραγματικότητα. Μιλήσαμε περισσότερο για την προσπάθεια να ευνοηθεί ο διάλογος ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και στο ευρωπαϊκό σοσιαλιστικό κίνημα. Προσπάθησα να δώσω την συμβολή μου προς αυτή την κατεύθυνση, με στόχο τη δημιουργία χρήσιμων συμμαχιών. Θεωρώ, όμως, ότι θα ήταν ενδιαφέρον να εμβαθύνουμε την όλη συζήτηση σε σχέση με την περίοδο που διανύουμε, κάτι που μπορεί να γίνει και στα πλαίσια του Feps, του ιδρύματος πολιτικής έρευνας των ευρωπαίων σοσιαλιστών του οποίου προΐσταμαι».

Είστε πάντα της άποψης ότι πρέπει να βρεθεί μια συνολική λύση για τη μείωση του ελληνικού δημόσιου χρέους;

«Όταν ένας οφειλέτης δεν είναι σε θέση να πληρώσει τα χρέη του, συνήθως οι τράπεζες το αναδιαρθρώνουν, το επαναδιαπραγματεύονται. Και αυτό, διότι ο θάνατος του οφειλέτη δεν συμφέρει τις τράπεζες. Δεν καταλαβαίνω, λοιπόν, για ποιο λόγο το κριτήριο αυτό να μην μπορεί να εφαρμοσθεί και για την Ελλάδα, με μια λογική αναδιάρθρωση του χρέους. Ίσως με μια μετατροπή του σε ομόλογα με ιδιαίτερα μακρινή ημερομηνία λήξης, αν και δεν θέλω να μπω σε τεχνικής φύσης υποθέσεις. Ο στόχος είναι να βοηθηθεί η Ελλάδα να προωθήσει μια πολιτική ανάπτυξης και καταπολέμησης της φτώχειας, ώστε να μπορέσει να πληρώσει -μακροπρόθεσμα- και τα χρέη της. Ο θάνατος του οφειλέτη -επαναλαμβάνω- δεν έχει, ποτέ, κανένα όφελος για τον πιστωτή».

Πώς βλέπετε την εσωτερική κατάσταση στην Ιταλία; Η Αριστερά κατάλαβε για ποιο λόγο έχασε το συνταγματικό δημοψήφισμα;

«Δεν ξέρω ακριβώς τι εννοούμε με Αριστερά, σε ό,τι αφορά την χώρα μου. Διότι ένα μέρος της Αριστεράς κέρδισε το δημοψήφισμα. Ένα σημαντικό μέρος της Αριστεράς έδωσε μάχη υπέρ του «όχι» στη μεταρρύθμιση, με τρεις μεγάλες οργανώσεις, όπως το κεντροαριστερό συνδικάτο Cgil, τη ένωση ανταρτών που πολέμησαν τον φασισμό Anpi και τους πολιτιστικούς συνδέσμους Arci (τις τρεις μεγαλύτερες οργανώσεις που συνδέουν την Αριστερά με την κοινωνία των πολιτών), οι οποίες τάχθηκαν ανοικτά κατά της συνταγματικής αλλαγής. Διαπιστώνουμε ότι οι επιλογή αυτή δεν μπήκε σε καλούπια: ένα ποσοστό των ψηφοφόρων της Κεντροδεξιάς εκφράσθηκε υπέρ της μεταρρύθμισης και ένα μέρος των υποστηρικτών της Αριστεράς είπε “όχι”. Αν το ερώτημα είναι “το Δημοκρατικό Κόμμα και ο γραμματέας του έλαβαν το μήνυμα του δημοψηφίσματος;”, η απάντηση είναι “προς το παρόν όχι”».

Πώς βλέπετε τη νέα κυβέρνηση του Πάολο Τζεντιλόνι;

«Νομίζω ότι η νέα κυβέρνηση είναι αρκετά αδύναμη και εύθραυστη και ότι δεν δόθηκε κανένα περιθώριο συμμετοχής στη νέα αυτή κυβερνητική ομάδα σε πρόσωπα που έχουν διαφορετικές απόψεις, τα οποία ανήκουν στην αριστερή πτέρυγα του Δημοκρατικού Κόμματος. Για να το πω με άλλα λόγια: δεν υπάρχει κανείς, μέσα σε αυτή την «ιδιαίτερη κυβέρνηση», ο οποίος να εκπροσωπεί την πλειοψηφία των Ιταλών. Απολύτως κανείς. Θα μπορούσαν να επιλέξουν έναν καθηγητή, έναν συνταγματολόγο από τους τόσους που ψήφισαν «όχι» στην συνταγματική μεταρρύθμιση και να του ζητήσουν να εργασθεί για τον νέο εκλογικό νόμο. Θα ήταν μια έξυπνη κίνηση, αλλά δεν την έκαναν. Πρόκειται, ουσιαστικά, για μια κυβέρνηση “προγραμματικά μειοψηφική”, στην οποία έχει παραμείνει και η υπουργός Μαρία Έλενα Μπόσκι, η οποία συνέταξε τη μεταρρύθμιση που μόλις οι Ιταλοί απέρριψαν με θεαματικό τρόπο. Είναι μια καλή φίλη, αλλά δεν κατάλαβα τη λογική αυτή. Όποιος κινείται με τον συγκεκριμένο τρόπο, θέλει να χάσει…».

Φοβάστε ότι το Δημοκρατικό Κόμμα μπορεί να διασπαστεί;

«Νομίζω ότι προς το παρόν υπερισχύει μέσα στην αριστερή πτέρυγα των «Δημοκρατικών» η πρόθεση να υπάρξει πολιτική αναμέτρηση με τον Ρέντσι στο συνέδριο- αν βέβαια δοθούν εγγυήσεις για την ακριβή περίοδο διεξαγωγής του. Δεν έχω πάρει μέρος, όμως, σε καμία συνάντηση των διαφόρων ομάδων ή τάσεων. Απλά, όταν τυχαίνει να έχω μια καλή ιδέα, δίνω κάποιες συμβουλές. Το μόνο σαφές είναι ότι πρέπει να ασχοληθούμε και πάλι με τους τόσους απογοητευμένους αριστερούς ψηφοφόρους μας, πριν στραφούν προς άλλες πολιτικές δυνάμεις…».


Πηγή