Αποτελεί αναμφίβολα ένα σπουδαίο γεγονός για τους υποστηρικτές της σοσιαλιστικής-κομμουνιστικής ιδεολογίας στην Ελλάδα. Επίσης, αποτελεί σημαντικό σταθμό για την πολιτική σκηνή της χώρας, ασχέτως εάν ο συγκεκριμένος προσανατολισμός της κοινωνίας δεν βρίσκει άπαντες σύμφωνους. Δεν είναι, άλλωστε, και πολλά τα κόμματα στον πλανήτη, που μετρούν 100 χρόνια ζωής. Στον τόπο αυτόν υπάρχει μπορούμε να βρούμε έναν τέτοιο οργανισμό και οι άνθρωποί του είναι πεπεισμένοι ότι θα συνεχίσει να υπάρχει. Ο λόγος φυσικά για το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας, το οποίο φέτος σβήνει μια εκατοντάδα κεράκια στην… τούρτα του.
Ο Περισσός φρόντισε να αναδείξει τα 100χρονα του Κόμματος, μέσω 100 εκδηλώσεων, σε 100 πόλεις, που ξεκίνησαν από τις αρχές του 2018 και συνεχίζονται. Σημείο αναφοράς αποτελεί ο Νοέμβρης, ο οποίος σηματοδοτεί την ίδρυσή του, με τις σχετικές διεργασίες να ξεκινούν σαν σήμερα, 4 του μήνα, το μακρινό 1918. Ήταν τότε που συνήλθε στον Πειραιά, στα γραφεία του Συνδέσμου Μηχανικών Ατμόπλοιων, το Α’ Πανελλαδικό Σοσιαλιστικό Συνέδριο, ιδρυτικό του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδας (ΣΕΚΕ), που το 1924 μετονομάστηκε σε ΚΚΕ, το οποίο γνωρίζουμε μέχρι και σήμερα.
Ουσιαστικά αυτές οι διεργασίες αποτέλεσαν μια… νομοτελειακή εξέλιξη, έναν χρόνο μετά τη Σοσιαλιστική Επανάσταση του 1917. Εκεί εγκρίθηκε με πλειοψηφία το Ιδρυτικό Ψήφισμα του ΣΕΚΕ, οι Αρχές και το Πρόγραμμά του, υπόμνημα για τα εξωτερικά ζητήματα, ψήφισμα για την ίδρυση Βαλκανικής Δημοκρατικής Ομοσπονδίας, το Καταστατικό του Κόμματος, ενώ εκδόθηκε χαιρετιστήριο ψήφισμα προς τους Σοβιετικούς, αλλά και «διαμαρτυρίαν διά την μελετωμένην επέμβασιν των συμμάχων κατά της νεαράς Σοβιετικής Δημοκρατίας».
Το Συνέδριο κατέληξε με την εκλογή πενταμελούς Κεντρικής Επιτροπής, η οποία αποτελούταν από τους Αρίστο Αρβανίτη, Δημοσθένη Λιγδόπουλο, Σταμάτη Κόκκινο, Μιχαήλ Σιδέρη και Νίκο Δημητράτο. Επίσης, εκλέχθηκε και τριμελής Εξελεγκτική Επιτροπή, από τους Γιώργη Πισπινή, Σπύρο Κουμιώτη και Αβραάμ Μπεναρόγια. Διευθυντής της εφημερίδας «Εργατικός Αγών», που ήταν το επίσημο δημοσιογραφικό όργανο του Κόμματος, εκλέχτηκε ο Λιγδόπουλος.
Από εκείνη την ημέρα η ιστορία άρχισε να γράφει σελίδες τόσο στα εγχώρια κιτάπια όσο και στα διεθνή, όντας λίγο-πολύ γνωστή, αν και πολλά πράγματα παραμένουν άγνωστα στο ευρύ κοινό. Είτε διότι υπάρχουν ελλιπή στοιχεία, είτε γιατί σε κάποιες περιπτώσεις υπάρχει διαστρέβλωση. Αυτό που πάντως παραμένει λιγότερο γνωστό, είναι το υπόβαθρο αυτών των ανθρώπων, από πού κρατούσε η σκούφια τους και ποιο ήταν το βιογραφικό τους. Η ιστορική αυτή αναδρομή ήταν εφικτή χάρη στο ότι ο «Ριζοσπάστης» και το Επιμορφωτικό Κέντρο «Χαρίλαος Φλωράκης» διαθέτουν μεγάλο αρχείο, από όπου αντλήθηκαν και πολλά από τα στοιχεία που κυκλοφορούν και στο διαδίκτυο.
Το… παρουσιολόγιο του Συνεδρίου
Δίνοντας την εικόνα του Συνεδρίου, με κριτήριο τους ανθρώπους που το αποτελούσαν, ο Αβραάμ Μπεναρόγια αποτύπωσε στα απομνημονεύματά του: «Εδώ ήσαν όλοι οι εκπρόσωποι των σοσιαλιστικών ζυμώσεων παλαιότερων ετών, πλην του Πλ. Δρακούλη, οι ζωηρότεροι και συνειδητότεροι εκπρόσωποι του ελληνικού προλεταριάτου, καπνεργάται, ηλεκτροτεχνίται, σιγαροποιοί, ναυτικοί, οι εκπρόσωποι των νέων ιδεολόγων διανοουμένων, φοιτηταί, επαναστάται, δοκιμασθέντες ήδη εις τον αγώνα υπέρ των ιδεών των. Μία χούφτα ανθρώπων περί τους 30 εν όλω έθετον τας βάσεις ενός νέου και ιστορικού κόμματος, του Σοσιαλιστικού Κόμματος, ήνοιγον τον δρόμον της πολιτικής σταδιοδρομίας της νέας κοινωνικής τάξεως, του ελληνικού προλεταριάτου».
Ενώ στο από τις αναμνήσεις του Μπεναρόγια αναφέρεται ότι οι σύνεδροι που συμμετείχαν ήταν γύρω στους 30, στο Δοκίμιο ιστορίας του ΚΚΕ, γίνεται λόγος για 35 συνέδρους (28 εργάτες και 7 φοιτητές και διανοούμενους), «που εκπροσωπούσαν 1.000 οργανωμένους σοσιαλιστές σε ολόκληρη τη χώρα». Από την άλλη, στα στοιχεία που καταγράφει ο Κωστής Μοσκώφ, «οι σύνεδροι ήσαν 43, αλλά ως φαίνεται δεν παραβρέθηκαν όλοι».
Μάλιστα, κατά την έναρξη του συνεδρίου ο Μοσκώφ δίνει ως παρόντες 36. Από το σύνολο των συνέδρων «οι 7 προέρχονταν από την Αθήνα, 4 από τον Πειραιά, 11 από τη Θεσσαλονίκη, 1 από την Καβάλα, 4 από το Βόλο, 2 από τη Λάρισα, 1 από την Κέρκυρα, 1 από άλλες περιοχές, 7 σύνεδροι εκπροσωπούσαν τη νεολαία, 3 σοσιαλιστικές εφημερίδες και 2 ήσαν βουλευτές». Η εικόνα αυτή δεν απηχεί με ακρίβεια την πραγματικότητα, κάτι που επισημαίνεται ως εξής: «Τρεις σύνεδροι παρίστανται με διπλή ή τριπλή ιδιότητα, ίσως και ψήφο». Δείγμα του ότι τα στοιχεία δεν είναι ξεκάθαρα…
«Μέσα στο Συνέδριο διακριτές ήσαν τρεις τάσεις: η δεξιά, με κύριους εκπροσώπους τους Α. Σίδερη, Ν. Γιανιό και Π. Δημητράτο, η αριστερή με βασικούς εκπροσώπους τους Δ. Λιγδόπουλο, Σπ. Κουμιώτη και Μ. Οικονόμου και μια Τρίτη, κεντρώας συμπροφοράς, με επικεφαλής τον Αβ. Μπεναρόγια. Ισχυρότερη ήταν η τάση του κέντρου και ακολουθούσε η αριστερά», επισημαίνεται σχετικά.
Ο δικηγόρος, ο φοιτητής, ο μηχανοδηγός και ο δάσκαλος
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το να δούμε και έναν-έναν τους βασικούς πρωταγωνιστές του Συνεδρίου…
Ο Κεφαλλονίτης Νίκος Δημητράτος αποτελούσε μέλος μιας οικογένειας που είχε σημαντικές καταβολές με την πολιτική. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και έγινε δικηγόρος. Στο ιδρυτικό συνέδριο του ΣΕΚΕ ήταν επικεφαλής της αριστερής πτέρυγας και εξελέγη Γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής, όντας δηλαδή ο πρώτος που κατείχε το τιμητικό αυτό πόστο στο κόμμα. Μετά από κάποια χρόνια συνέχισε την ενασχόληση με το επάγγελμα στο οποίο σπούδασε, ενώ σημαντική ήταν η συμβολή του -μαζί με τους Λιγδόπουλο, Κουμιώτη, Οικονόμου και Σιδέρη, για την οργανική σύνδεση του κόμματος με την Κομμουνιστική Διεθνή, η οποία είχε ιδρυθεί το Μάρτιο του 1919 στη Μόσχα.
Ο Μιχάλης Λιγδόπουλος αποτελεί εμβληματική φιγούρα στην ιστορία του Κομμουνιστικού Κόμματος, καθώς τo 1916, μαζί με τους συμφοιτητές και φίλους του, Κυμιώτη, Τζουλάτη και τους αδελφούς Δούμα, ίδρυσαν τη Σοσιαλιστική Νεολαία Αθήνας. Το 1917 οδηγήθηκε στη φυλακή -και για τέσσερα χρόνια- μαζί με τους Δούμα, Κουμιώτη, Αργυρίου και Κατσώνη για την έκδοση της μπροσούρας του Κροπότκιν, αλλά όλοι τους αποφυλακίστηκαν, έπειτα από τη διεθνή κατακραυγή για το θέμα. Ο φοιτητής μαθηματικών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, που έμενε μαζί με τη χήρα μητέρα του και τις δύο αδελφές του, δολοφονήθηκε μαζί με τον Ωρίωνα Αλεξάκη στη Μαύρη Θάλασσα, μετά τη λήξη των εργασιών του Συνεδρίου της ΚΔ, από Τούρκους λαζικής καταγωγής λαθρεμπόρους. Τα πτώματά τους πετάχτηκαν κοντά στις βουλγαρικές ακτές, ενώ ακριβής ημέρα θανάτου δεν υπάρχει.
Όσο για τον Σπύρο Κουμιώτη δεν υπάρχουν πολλά στοιχεία όσον αφορά το βιογραφικό του, εκτός του ότι ήταν μαζί με τον Λιγδόπουλο μεταξύ των ιδρυτών της Σοσιαλιστικής Νεολαίας Αθήνας.
ΚΚΕ χωρίς… κόκκινο δεν εννοείται. Ο Σταμάτης Κόκκινος, που είχε παππού του τον Δρόσο Τ. Κόκκινο, λοχαγό στη φάλαγγα υπό τον Γεωργίου Καραϊσκάκη, ήταν ένας μικρασιατικής καταγωγής μηχανοδηγός, απόφοιτος του Πολυτεχνείου της Αθήνας. Το 1916 εκλέχτηκε Γραμματέας της Σοσιαλιστικής Οργάνωσης Πειραιά. Επίσης, εκπρόσωπος των σοσιαλιστών του Πειραιά ήταν και ο Γιώργης Πισπινής, ο οποίος πήρε πρώτος τον λόγο. Ωστόσο, περισσότερα πράγματα για εκείνον δεν είναι γνωστά.
Από την πλευρά του, ο Αρίστος Αρβανίτης σπούδασε στη Γερμανία, όπου ήρθε σε επαφή με τις σοσιαλιστικές ιδέες και όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, ήταν από τους ιδρυτές σοσιαλιστικών ομίλων και το 1912 συμμετείχε στη Σοσιαλιστική Συνδικαλιστική Οργάνωση. Το 1920 αποχώρησε από το ΣΕΚΕ, διαφωνώντας με την ένταξή του στην Κομμουνιστική Διεθνή, ενώ μετά το 1931 αποσύρθηκε από την ενεργό πολιτική.
Για τον Μιχάλη Σιδέρη υπάρχουν επίσης λίγα στοιχεία. Σημαντικός ήταν ο αντιστασιακός του ρόλος του στη διάρκεια της Κατοχής, χάρη και στο γεγονός ότι εκείνη την περίοδο ήταν διευθυντής στην Ηλεκτρική Εταιρία του Φαλήρου -τότε «Πάουερ».
Τέλος, ο ισπανοεβραϊκής καταγωγής Αβραάμ Μπεναρόγια, που γεννήθηκε στη Βουλγαρία, ασκούσε το επάγγελμα του δασκάλου και παράλληλα του τυπογράφου. Λόγω της πολιτικής του δράσης κατέφυγε το 1908 στη Θεσσαλονίκη, όπου και εγκαταστάθηκε μόνιμα. Όταν η Μακεδονία ενσωματώθηκε στην Ελλάδα, ενέτεινε τη δράση του στο εργατικό και συνδικαλιστικό κίνημα. Το 1915 εξελέγη μέλος του ελληνικού κοινοβουλίου ως βουλευτής της εβραϊκής κοινότητας Θεσσαλονίκης. Πρωταγωνίστησε στη δημιουργία της ΓΣΕΕ και του ΣΕΚΕ, ενώ στην Κατοχή συνελήφθη και μεταφέρθηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Γερμανία, όπου η οικογένειά του εξοντώθηκε. Όταν απελευθερώθηκε, επέστρεψε στην Ελλάδα και το 1953 μετακόμισε μόνιμα στο Ισραήλ.
Πηγή