Η ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοπόταμου, αποτελεί ακόμα και σήμερα ίσως το πιο φωτεινό γεγονός της εθνικής αντίστασης στα μαύρα χρόνια της ναζιστικής κατοχής. Είναι το σημείο που συναντιούνται δεξιοί και αριστεροί. Μια ενέργεια που αναγκάζει τους θιασώτες του εμφυλίου πολέμου να αναστοχαστούν.
Τα σενάρια για το τι πραγματικά είχε γίνει τότε πολλά. Οι αστικοί μύθοι ακόμα περισσότεροι. Όλοι όσοι ασχολούνται (ερασιτεχνικά ή επαγγελματικά) με εκείνη την ταραγμένη περίοδο θεωρούν πως έχουν να πουν κάτι, πάνω στο συγκεκριμένο γεγονός.
Αυτό που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, ωστόσο, είναι πως πρόκειται για μια ηρωική ενέργεια που επέφερε ένα μεγάλο πλήγμα στις ναζιστικές ορδές αλλά και μια χαμένη ευκαιρία για συμφιλίωση ανάμεσα στις δυο πλευρές που μετά την απελευθέρωση θα επιδίδονταν σε έναν αδελφοκτόνο πόλεμο.
Όταν πλέον όλα είχαν περάσει στην ιστορία, ή έτσι έδειχναν τουλάχιστον, η ελληνική πολιτεία αποφάσισε να γιορτάζει με κάθε επισημότητα και λαμπρότητα την επέτειο της ανατίναξης της γέφυρας του Γοργοπόταμου.
Η πρώτη επετειακή εκδήλωση, ωστόσο, έμελλε να βυθίσει στο πένθος της χώρα και να ξαναφουντώσει τη φωτιά του μίσους ανάμεσα σε δεξιούς και αριστερούς, με τους δεύτερους να κάνουν λόγο για μια αιματηρή προβοκάτσια που εκπορεύτηκε από σκοτεινά κέντρα.
Η ναζιστική κατοχή και η ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοπόταμου
Το 1942 η Ελλάδα βρισκόταν βαθιά μέσα στο σκοτάδι της ναζιστικής κατοχής. Η χώρα είχε παραδοθεί και μόνο οι αντάρτικές ομάδες κρατούσαν ψηλά την σημαία της αντίστασης απέναντι στον κατακτητή. Ο ΕΔΕΣ, ο ΕΛΑΣ και άλλες μικρότερες οργανώσεις πραγματοποιούσαν διαρκώς επιθέσεις και σαμποτάζ σε βάρος των Γερμανών οι οποίοι είχαν χάσει τον ύπνο τους και προέβαιναν σε σκληρά αντίποινα, εκτελώντας κυρίως αμάχους και πυρπολώντας ολόκληρα χρονιά προκειμένου να ανακόψουν την δράση των ανταρτών.
Η σπορά της διχόνοιας, που λίγα χρόνια αργότερα θα οδηγούσε στον εμφύλιο, είχε ήδη αρχίσει να εμφανίζει τα πρώτα έντονα σημάδια της, με τις δυο μεγαλύτερες αντιστασιακές οργανώσεις να έχουν ανά διαστήματα και μεταξύ τους συγκρούσεις. Από τη μία ο ΕΔΕΣ του Ναπολέοντα Ζέρβα και από την άλλη ο ΕΛΑΣ του Άρη Βελουχιώτη, όταν δεν βρίσκονταν απέναντι σε Γερμανούς, φρόντιζαν να βρίσκονται ο ένας απέναντι στον άλλο.
Μέσα σε αυτό το κλίμα οι Βρετανοί, αποφασίζουν να κάνουν αυτό που έμοιαζε να είναι ακατόρθωτο. Θα προχωρούσαν σε μια ιδιαίτερα ριψοκίνδυνη επιχείρηση σαμποτάζ κατά των ναζιστικών στρατευμάτων στην Ελλάδα αλλά θα ζητούσαν για αυτό τη βοήθεια και του Ζέρβα και του Βελουχιώτη.
Στις 29 Σεπτεμβρίου 1942 μία ομάδα αποτελούμενη από δώδεκα κομάντος, με επικεφαλής τον συνταγματάρχη Έντι Μάιερς έπεσε με αλεξίπτωτα στην περιοχή της Γκιώνας. Σκοπός τους, να υλοποιήσουν την «Επιχείρηση Χάρλινγκ», που είχε σχεδιάσει το Συμμαχικό Στρατηγείο στο Κάιρο. Το σχέδιο προέβλεπε την ανατίναξη μιας από τις τρεις γέφυρες Παπαδιάς, Ασωπού και Γοργοποτάμου (και οι τρεις βρίσκονται στον ορεινό όγκο του Μπράλλου), πάνω από τις οποίες διέρχεται η σιδηροδρομική γραμμή Θεσσαλονίκης – Αθηνών.
Και αν κάποιοι απορούν γιατί το Συμμαχικό Στρατηγείο έδινε τόσο σημασία σε μια γέφυρα στη μέση της μικρής Ελλάδας, η απάντηση είναι απλή. Βρισκόμαστε λίγο πριν από την Μάχη του Ελ Αλαμέιν, που θα έκρινε πολλά για την πορεία των στρατιωτικών επιχειρήσεων στην περιοχή αυτή και η ανατίναξη της διόδου προς τα λιμάνια της Νότιας Ελλάδας θα προκαλούσε τη διακοπή του ανεφοδιασμού της γερμανικής στρατιάς του Ρόμελ στη Βόρειο Αφρική.
Το βράδυ της 25ης Νοεμβρίου περίπου 150 αντάρτες κατάφεραν μέσα σε συνολικά πέντε ώρες να αχρηστεύσουν τη γέφυρα του Γοργοπόταμου πραγματοποιώντας μια από τις μεγαλύτερες πράξεις δολιοφθοράς κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο που προκάλεσε τον θαυμασμό όλης της κατεχόμενης Ευρώπης.
Το μακελειό που σημάδεψε την 22η επέτειο της ανατίναξης
Το Νοέμβριο του 1964, με τις μνήμες του εμφύλιου σπαραγμού ακόμα νωπές αλλά και τη χώρα να βαδίζει με μαθηματική ακρίβεια προς την επτάχρονη δικτατορία, χιλιάδες κόσμου συγκεντρώνεται στη γέφυρα του Γοργοπόταμου για να τιμήσει την 22η επέτειο της ανατίναξης.
Είναι η πρώτη φορά που οι εκδηλώσεις γίνονται… υπό την αιγίδα του επίσημου ελληνικού κράτους. Όλα κυλούσαν ομαλά μέχρι τη στιγμή που δεν επετράπη σε αντιπροσωπείες των αντιστασιακών οργανώσεων να καταθέσουν τα στεφάνια τους. Επικράτησε αναβρασμός με δεξιούς και αριστερούς να έρχονται σε ευθεία αντιπαράθεση.
Ο θάνατος, ωστόσο, παραμόνευε και εκεί που όλα έδειχναν πως η κατάσταση εκτονωνόταν, μια εκκωφαντική έκρηξη προκάλεσε τον πανικό στους παρευρισκόμενους. Αρχικά, μάλιστα, θεωρήθηκε πως εκτός από την έκρηξη ακούγονταν και πυροβολισμοί με αποτέλεσμα να ακολουθήσει πανδαιμόνιο.
Τελικά μετά από λίγη ώρα, όλοι συνειδητοποίησαν το κακό που είχε συμβεί. Συνολικά 13 άνθρωποι είχαν βρει τραγικό θάνατο από την έκρηξη, ενώ άλλοι 45 είχαν τραυματιστεί, κάποιοι ελαφρά, κάποιοι σοβαρότερα.
Ακολούθησαν επεισόδια με πρώην αντάρτες του ΕΛΑΣ (ανάμεσα τους και δυο στρατηγοί της αντιστασιακής οργάνωσης) να επιτίθονται στους χωροφύλακες τους οποίους θεώρησαν υπεύθυνους για το μακελειό. Τελικά τα πνεύματα ηρέμησαν και τα χειρότερα αποφεύχθησαν.
Η επίσημη εκδοχή για τα αίτια της τραγωδίας και η θεωρία συνωμοσίας
Όπως είναι φυσικό μετά το τραγικό περιστατικό, ακολούθησε επίσημη έρευνα από την οποία προέκυψε πως κάποιος από τους παρευρισκόμενους πάτησε μια ξεχασμένη νάρκη, η οποία δεν είχε εντοπιστεί από τις εκκαθαρίσεις που είχαν γίνει τα προηγούμενα χρόνια.
Το πόρισμα της 8μελούς επιτροπής αξιωματικών, τόνιζε πως η νάρκη ήταν αμερικανικού τύπου, παλιά («είχε προφανώς τοποθετηθεί προ πολλών ετών») και ο «μέγας αριθμός των θυμάτων οφείλεται αφ’ ενός μεν εις τον εις την όλην περιοχήν παρατηρηθέντα συνωστισμόν, αφ’ ετέρου δε εις το είδος της νάρκης: θραυσματοβόλος κατά προσωπικού» και κατέληγε ως εξής: «Να θεωρηθεί το γεγονός της εκρήξεως της νάρκης ως τυχαίον συμβάν, μη συνδεόμενον με πράξεις ή ενεργείας σκοπίμους και λαβούσας χώραν κατά το πρόσφατον παρελθόν»!
Για την Αριστερά, ωστόσο, αυτό ήταν μια «βολική» εξήγηση της κυβέρνησης για το τι πραγματικά έγινε στον Γοργοπόταμο εκείνη την αποφράδα ημέρα. Στην αρχή και ενώ η υπόθεση ήταν ακόμα «ζεστή» υιοθετήθηκε η άποψη πως η έκρηξη ήταν έργο της κυβέρνησης σε συνεργασία με πράκτορες της CIA.
Για να αποδείξουν, μάλιστα, τους ισχυρισμούς τους τόνιζαν πως τα προηγούμενα χρόνια είχαν προηγηθεί τρεις εκκαθαρίσεις των δυο ναρκοπεδίων που είχαν στηθεί στην περιοχή από την περίοδο του εμφυλίου πολέμου.
Σύμφωνα με την επίσημη εκδοχή το πρώτο ναρκοπέδιο με αριθμό «ΕΘ7» το οποίο δημιουργήθηκε το 1948, με 182 νάρκες και 20 φωτοπαγίδες, εκκαθαρίστηκε το 1957 καθώς βρέθηκε και αφαιρέθηκε το «σύνολον των εν τω μητρώων στρώσεως αναγραφομένων ναρκών και φωτοπαγίδων».
Το δεύτερο ναρκοπέδιο, απ’ όπου προερχόταν η νάρκη που εξερράγη, με αριθμό ΑΒ10. Δημιουργήθηκε το 1949, με 88 νάρκες, οι οποίες αφαιρέθηκαν τμηματικά από το 1951 (9 νάρκες) ως το 1955 (2) και το 1957 (77). Άρα, από «τας τρεις μερικάς ως άνω εκκαθαρίσεις φαίνεται αφαιρεθέν το σύνολον των 88 ναρκών».
Και εκεί ακριβώς «πατούσε» η επιμονή της Αριστεράς στον «δάκτυλο της CIA», καθώς στελέχη της αναρωτιόντουσαν «πως είναι δυνατόν να έχουν γίνει τόσες εκκαθαρίσεις, επίσημα να έχουν εντοπιστεί και αφαιρεθεί όλες οι νάρκες και ξαφνικά να βρίσκονται στο σημείο τέσσερις πλήρως λειτουργικές εκ των οποίων η μια εξερράγη».
Η κυβερνητική απάντηση ήταν πως «προφανώς κάποιες νάρκες είχαν απομείνει στο σημείο, πράγμα διόλου περίεργο» και η υπόθεση έκλεισε κάπως έτσι. Μετά από λίγο καιρό και η Αριστερά έριξε τους τόνους της αντιπαράθεσης προκειμένου να μην οξυνθεί περαιτέρω η ήδη ηλεκτρισμένη πολιτική ατμόσφαιρα.
Πηγή