Σάββατο , 21 Δεκέμβριος 2024

Οι ανατρεπτικές λέξεις του Γουίλιαμ Φώκνερ σε έναν ξεχασμένο Νότο

Η μεγαλύτερη στιγμή της πρόζας και η εξίψωση της μυθοπλασίας, έγινε χάρη σε έναν συγγραφέα που έγραφε πολύ αλλά προτιμούσε να μιλάει για τις αγροτικές καλλιέργειες. 

Ο ρόλος του Φώκνερ στην αμερικανική λογοτεχνία ήταν πάντα πολύπλοκος. Από την στιγμή που δημοσιεύθηκαν οι πρώτες λέξεις του, μέχρι την ημέρα που σταμάτησε να χτυπάει η γραφομηχανή. Η ιδιαίτερη και δύσκολη ανάλυση της πρόζας του, αποτελεί μέχρι και σήμερα πρόκληση για εν δυνάμει συγγραφείς και υποψήφιους διδάκτορες, ενώ οι κριτικοί θα μνημονεύσουν ότι χάρη σε εκείνον υπήρξε η πρωταρχική «εφεύρεση» της εναλλαγής των αφηγητών μέσα από τα έργα του. Αλλά ο Φώκνερ ήταν πάντα πολλά περισσότερα. Έφτασε την μυθοπλασία σε ένα νέο, πρωτόγνωρο επίπεδο και υπήρξε και ο ίδιος έμπνευση στο  να την εξελίξουν και να παραδειγματιστούν από εκείνη οι μετέπειτα Αμερικανοί λογοτέχνες.

Ο Φώκνερ άνηκε στη γενιά εκείνη που εγκατέλειψε τις σπουδές του για να αφεθεί στο κάλεσμα των λέξεων και να γίνει, όπως αργότερα θα έλεγε ο ίδιος, «ένας ποιητής χωρίς γνώσεις και περίσσιο θάρρος για ρητορική». Σε μία ακυκλοφόρητη έκδοση του βιβλίου του «Η βουή και η μανία» που κυκλοφόρησε το 1933, είχε γράψει στο σημείωμα του συγγραφέα ότι το συγκεκριμένο βιβλίο τον έμαθε να διαβάζει και να σταματήσει το διάβασμα αφού έκτοτε δεν είχε διαβάσει τίποτα. Αλλά αυτό ήταν κάτι φυσιολογικό στις αντιλήψεις του για τις λέξεις και την σημασία του χρονικού περιθωρίου που γράφονται. Έγραψε το «Καθώς Ψυχορραγώ» (Εκδόσεις Gutenberg) σε έξι εβδομάδες το φθινόπωρο του 1929, ενώ δούλευε στην εστία του πανεπιστημίου ως επιστάτης στο λεβητοστάσιο. 

 

 

Υπάρχουν πολλά πράγματα τα οποία κακοφαινόντουσαν στον Φώκνερ και το να γράφει κάποιος για εκείνον, ήταν σίγουρα ένα από αυτά. Αν μπορούσε να διαβάσει αυτές τις γραμμές, είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα έμπαινε στα γραφεία μας εκτοξεύοντας μπουκάλια και κατάρες και πόσο μάλλον όταν δεν του άρεσε να επιβεβαιώνει ή να καταρρίπτει τις φήμες που τον αφορούσαν. To 1955 είχε γράψει ένα άκρως επικριτικό κείμενο για τους δημοσιογράφους με αφορμή μία προσωπογραφία του, όπου ουσιαστικά ανέφερε ότι οι καλλιτέχνες στην Αμερική δεν είχαν προσωπική ζωή γιατί η χώρα δεν τους είχε ανάγκη. Το αν ήταν ακραίος σε αυτές τις απόψεις του ή όχι είναι μια άλλη κουβέντα, αλλά κάνεις δεν έπιασε ένα κείμενο του Φώκνερ και αποφάσισε να το αφήσει στην άκρη. Εκεί ήταν η επιτυχία του. Επικριτικός ή όχι, φαφλατάς ή ακραίος, καλλιτέχνης ή μη-καλλιτέχνης. Ο ίδιος, θα έλεγε μετά πως για την Αμερική οι καλλιτέχνες ήταν σαν θερμαστές σε ατμόπλοια του Μισισιπή.  

Η αλήθεια είναι πως ο Φώκνερ δεν έκανε κάτι διαφορετικό από ότι θα έκαναν αργότερα ο Σάλιντζερ ή και ο Μακάρθι. Απλά εκείνη την περίοδο, ίσως να υπήρχε και ένα μυστήριο γύρω από την ανάλυση των κειμένων της λογοτεχνίας και οι συγγραφείς δεν ήταν πρόθυμοι να προδώσουν τα μυστικά τους. Αντιδρούσαν όμως έντονα και ακαριαία σε ανθρώπους που ήταν εκτός τόπου και χρόνου και πολύ περισσότερο απέναντι σε δήθεν ειδήμονες που, υποτίθεται, ότι εκπροσωπούσαν την άρχουσα τάξη της Αμερικής την δεκαετία του ’50, όταν προσπαθούσαν να τους κουνήσουν το δάχτυλο. Χαρακτηριστική είναι μία συνέντευξη του Φώκνερ το 1962 σε έναν καθηγητή Αγγλικής Φιλολογίας όπου συζήτησαν μόλις για δύο πράγματα: τις αγροκαλλιέργειες και το κυνήγι αλεπούδων. Όταν ο Φώκνερ ερωτήθηκε για τα βιβλία του, έδωσε μία ενοχλημένη και περίεργη απάντηση, ότι δεν θα ήθελε να τα συζητήσει επειδή δεν τα θυμάται. «Δεν έχω κάτι να πω για αυτά από την στιγμή που τα έχω γράψει».

Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο Φώκνερ είχε περισσότερη όρεξη να μιλήσει για τα βιβλία που δεν είχε γράψει εκείνος. Χωρίς να το θέλει, έκανε την δουλειά των δημοσιογράφων που ασχολιόντουσαν με τις κριτικές λογοτεχνίας πολύ πιο επάξια και διαπιστευμένα – για ευνόητους λόγους. Από την άλλη, αυτή η εξέλιξη του Φώκνερ γύρω από τις συζητήσεις βιβλίων, ήταν κάτι το φυσιολογικό. Διάβαζε από τα 14, είχε διαβάσει τους περισσότερους από τους Ευρωπαίους συγγραφείς μέχρι τα 18 του χρόνια και έχαιρε της συμπάθειας και της εκτίμησης του μεγάλου Σέργουντ Άντερσον, συγγραφέα του «Μαύρου Γέλιου». Από την πρώτη στιγμή, ουσιαστικά προσπάθησε να εντάξει πολλές πληροφορίες σε μικρά κείμενα, κάτι το οποίο είναι ιδιαίτερη πρόκληση μέχρι και σήμερα. Ανεπιτήδευτα έδωσε μία νέα δομή στο κλασσικό μυθιστόρημα, σε σημείο που η μυθοπλασία βρήκε καταφύγιο στην καθημερινότητα των ανθρώπων, με τον ίδιο να μην διστάζει να περιγράφει βίαια, απότομα και ξεκάθαρα την επικράτηση του Καλού ή του Κακού στους πρωταγωνιστές του. Το μεγαλύτερο κληροδότημα, συγγραφικά, είναι ότι έπλασε τις απαρχές του μυθιστορήματος του Νότου.

 

GettyImages 186172468

 

Σε έναν αμερικανικό Νότο που για εκείνον είχε πεθάνει μαζί με το τέλος του Εμφυλίου και που η Ανοικοδόμηση της κυβέρνησης ουσιαστικά δεν πέτυχε ποτέ, ο Φώκνερ έδωσε ξανά φωνή σε ξεχασμένες κωμοπόλεις, ερημωμένες περιοχές και αγροτόσπιτα, τρωγλοδύτες αντιήρωες και σε Αφροαμερικανούς που κέρδιζαν τον ίδιο χρόνο στις γραμμές του όσο και οι Καυκάσιοι συμπρωταγωνιστές τους. Ο Φώκνερ ξέθαψε και αναγέννησε μία ολόκληρη νέα κουλτούρα μυθιστορήματος, που η καλή κοινωνία του Αμερικανικού Βορρά πίστεψε ότι δεν υπάρχει ή ότι δεν την χρειάζεται. Και το έκανε τόσο μοναδικά που οι ιστορίες του Νότου μίλησαν στις ζωές των ανθρώπων που βρισκόντουσαν στην αντιπέρα όχθη και είδαν κοινά στον καθημερινό μόχθο τους. Μέχρι το 1944 είχε δημοσιεύσει 17 βιβλία, ενώ μέχρι το τέλος της ζωής του δεν ενδιαφέρθηκε για καμία είδους βράβευση που κέρδισε. Ούτε για το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1949, ούτε για ένα γεύμα προς τιμή του από την Αμερικανική κυβέρνηση στο Λευκό Οίκο όπου αρνήθηκε να διανύσει μία τόσο μεγάλη απόσταση απλά για ένα γεύμα.

Τι είναι ο Φώκνερ; Είναι η καρδιά του ανθρώπινου συναισθήματος που φωλιάζει σε όλους μας. Σε μικρούς ή μεγάλους πρωταγωνιστές ανεξαρτήτου ηλικίας και φύλου, κοινωνικής κλάσης και πλούτου. Είναι η φωνή της συμπόνιας και της ηθικής, του πάθους και του αβυσσαλέου μίσους, σε μία εποχή όπου τα συναισθήματα ήταν επιτρεπτά σε λίγους και απαγορευμένα στους πολλούς. Όπου το δίκιο κοσμούσε τη νόρμα των καθωσπρέπει και το άδικο κολλούσε σαν ιδρώτας στους έκπτωτους της αμερικανικής κοινωνίας. Ο Φώκνερ τα πήρε όλα αυτά, τα αγνόησε, τα πέταξε και έδειξε την κοινωνία, όχι μόνο ως είχε, αλλά όπως κανείς δεν ήθελε να τη δει. Αλλά πάντα με μια γεμάτη καρδιά που πότε ξεχείλιζε από καλοσύνη και πότε από καταστροφή.

Όπως κάθε μικρή ή μεγάλη στιγμή στις γεμάτες σκόνη και βροχή ζωές μας. Πότε για λύτρωση και πότε για να κυλιστούμε στη λάσπη της ίδιας της ανθρώπινης κατάντιας μας.


Πηγή