Τον θάνατο του Μίνο Ραϊόλα σε ηλικία 54 ετών ανακοίνωσε η οικογένειά του το Σάββατο 30 Απριλίου.
Γράφει στη δήλωσή της η οικογένεια του Μίνο Ραϊόλα:
«Με απέραντη θλίψη, μοιραζόμαστε το θάνατο του πιο στοργικού και εκπληκτικού ποδοσφαιρικού παράγοντα που υπήρξε ποτέ.
Ο Mίνο πάλεψε μέχρι τέλους με την ίδια δύναμη που έβαζε στα τραπέζια των διαπραγματεύσεων για να υπερασπιστεί τους παίκτες μας. Ως συνήθως, ο Mίνο μας έκανε υπερήφανους και δεν το κατάλαβε ποτέ.
Ο Μίνο άγγιξε τόσες πολλές ζωές μέσα από τη δουλειά του και έγραψε ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία του σύγχρονου ποδοσφαίρου. Η παρουσία του θα μας λείψει για πάντα.
Η αποστολή του Mino να κάνει το ποδόσφαιρο ένα καλύτερο μέρος για τους παίκτες θα συνεχιστεί με το ίδιο πάθος.
Ευχαριστούμε όλους για την τεράστια υποστήριξη που λάβαμε κατά τη διάρκεια αυτών των δύσκολων στιγμών και ζητάμε σεβασμό στην ιδιωτική ζωή της οικογένειας και των φίλων του σε αυτή τη στιγμή της θλίψης».
Ο εκλιπών ήταν ένας από τους μεγαλύτερους μάνατζερ ποδοσφαίρου στον κόσμο. Ο πιο ισχυρός, ο καλύτερος, ο πιο συζητημένος, εκείνος που οι σύλλογοι φοβούνταν περισσότερο, αλλά και αυτός που οι πελάτες του αγαπούσαν πιο πολύ.
Να σημειωθεί ότι την Πέμπτη είχε κάνει το γύρο του κόσμου η είδηση του θανάτου του, αλλά είχε αποδειχθεί fake news. Είχε γίνει μάλιστα και διάψευση στον προσωπικό του λογιαρασμό στο Twitter, ενώ την είδηση είχαν διαψεύσει, τόσο ο γιατρός του Αλμπέρτο Ζανγκρίλο, όσο και ο στενός του συνεργάτης Χοσέ Φόρτες Ροντρίγκεζ τονίζοντας, ωστόσο, αμφότεροι ότι η κατάστασή του είναι σοβαρή και δίνει μάχη στο νοσοκομείο.
Ποιος ήταν ο Μίνο Ραϊόλα
Γεννήθηκε στις 4 Νοεμβρίου 1967 στη Νοτσέρα της Ιταλίας, επειδή δεν υπήρχε νοσοκομείο στο Ανγκρί, στην περιοχή Σαλέρνο, όπου ζούσαν οι γονείς του. Η οικογένειά του μετακόμισε στην Ολλανδία, όταν ήταν ενός έτους.
Ο πατέρας του αποφάσισε να ασχοληθεί με τον κλάδο της εστίασης, ανοίγοντας μια πιτσαρία, και ο Μίνο επέλεξε να βοηθήσει τους γονείς του, όντας σερβιτόρος σε ηλικία 15 ετών. Έμαθε επτά γλώσσες: ολλανδικά, αγγλικά, γερμανικά, γαλλικά, ισπανικά, πορτογαλικά και φυσικά τη μητρική του γλώσσα, τα ιταλικά.
Στα 17 του αρραβωνιάστηκε μια Ολλανδή 12 χρόνια μεγαλύτερή του, στα 19 του έβγαλε τα πρώτα χρήματά του πουλώντας ένα McDonald’s. Παράλληλα, στην Ολλανδία έπαιζε ποδόσφαιρο. Αλλά ήξερε και εκείνος καλά ότι δεν είχε μέλλον ως ποδοσφαιριστής, οπότε, «παρενοχλώντας» τον πρόεδρο της τοπικής ομάδας, της Χάρλεμ, ο οποίος ήταν πελάτης της πιτσαρίας του πατέρα του, κατάφερε να προσληφθεί κάποια στιγμή αργότερα ως αθλητικός διευθυντής.
Οι συνεργασίες του Ραϊόλα ως αθλητικός συντάκτης
Άρχισε την καριέρα του ως μάνατζερ σε ηλικία 20 ετών, ανοίγοντας την πρώτη εταιρεία του. Η πρώτη μεταγραφή του ήταν ο αριστερός εξτρέμ, Μπράιαν Ρόι, από τον Άγιαξ στη Φότζια το 1992, ενώ ενεπλάκη σε εκείνες των Ντένις Μπέργκαμπ και Βιμ Γιονκ στην Ίντερ, επεκτείνοντας στη συνέχεια τις δραστηριότητές του όλο και περισσότερο, ώσπου να γίνει ένας από τους πιο ισχυρούς μάνατζερ του παγκόσμιου ποδοσφαίρου.
Η ατζέντα του γέμιζε διαρκώς, στην οποία υπάρχουν τεράστια ονόματα όπως του Ζλάταν Ιμπραΐμοβιτς, του Τζίτζο Ντοναρούμα, του Μάριο Μπαλοτέλι, του Πολ Πογκμπά, του Μάρκο Βεράτι, του Ματάις ντε Λιχτ, του Έρλινγκ Χάαλαντ και πολλών ακόμη.
Ωστόσο, όλοι άρχισαν να μιλούν για εκείνον από τη μεταγραφή του Πάβελ Νέντβεντ στη Λάτσιο. Μία μετακίνηση που διευκολύνθηκε από τη φιλία που είχε ο Ραϊόλα με τον Ζντένεκ Ζέμαν, τον οποίο γνώρισε από την εποχή της Φότζια.
Μετά ακολούθησαν και άλλοι στην «ομάδα» του, με πρώτο και καλύτερο τον «Ίμπρα». Στον Σουηδό διεθνή επιθετικό της Μίλαν είχε πει τότε: «Θέλεις να γίνεις ο καλύτερος ποδοσφαιριστής στον κόσμο, ή αυτός που κερδίζει τα περισσότερα; Μαζί μου το δεύτερο είναι εξασφαλισμένο». Η αλήθεια είναι ότι με τους ποδοσφαιριστές τον συνέδεε μια πολύ δυνατή σχέση, περισσότερο από επαγγελματική.
Η περιουσία του Ραϊόλα και η επιρροή του στον «βασιλιά των σπορ»
Το 2020 το Forbes τον είχε τοποθετήσει μεταξύ των πλουσιότερων μάνατζερ, με έσοδα 84,7 εκατομμυρίων δολαρίων, έχοντας «κλείσει» συμφωνίες για 847,7 εκατομμύρια δολάρια.
Εξασφάλισε την προμήθεια-ρεκόρ όλων των εποχών των 26,154 εκατομμυρίων ευρώ το 2016, για να πάει τον Πολ Πογκμπά από τη Γιουβέντους στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Τα τελευταία χρόνια είχε κατά μέσο όρο 65-70 εκατομμύρια προμήθειες ετησίως και βρισκόταν στην πρώτη τριάδα των πλουσιότερων μάνατζερ, μετά τον Ζόρζε Μέντες και τον Τζόναθαν Μπαρνέτ.
Ήταν ο «χοντρός που έχει μαφιόζικους τρόπους» για τον Άλεξ Φέργκιουσον, ακόμη και ο άνθρωπος -σύμφωνα με έρευνα του ολλανδικού περιοδικού «Voetbal International» πριν από δύο χρόνια- με τη μεγαλύτερη επιρροή στο ολλανδικό ποδόσφαιρο, περισσότερο και από τον Κρόιφ.
Ήταν εκείνος που άλλαξε το ρόλο του μάνατζερ τα τελευταία χρόνια, ανέτρεψε τη δυναμική των σχέσεων με τους παίκτες, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η ιταλική αθλητική εφημερίδα «Gazzetta dello Sport». Ήταν ο Ραϊόλα που επέλεγε τους πελάτες του, ποτέ το αντίστροφο.
Το «κακό» ντύσιμο και ο τρόπος ζωής του ατζέντη των σταρ
«Ντύνομαι τόσο άσχημα, που όσον αφορά τους συλλόγους, με υποτιμούν και βγάζω περισσότερα χρήματα», συνήθιζε να λέει. Ο Ραϊόλα είχε δύο παιδιά, έμενε στο Μόντε Κάρλο, είχε σπίτια στο Άμστερνταμ και το Μαϊάμι και μιλούσε επτά γλώσσες (αυτοδίδακτος), συμπεριλαμβανομένων των ιταλικών.
Όπως έλεγε ο ίδιος, είχε μάθει αγγλικά βλέποντας τον Μίκι Μάους σε ολλανδικό κανάλι. Είχε σπουδάσει νομικά δύο χρόνια, ενώ κάποια στιγμή είχε δουλέψει ως μεσίτης σε τράπεζες: με προορισμό να απαντάει στα παράπονα πελατών και προμηθευτών.
Ο Μίνο Ραϊόλα ήταν ο άνθρωπος εκείνος που συχνά εμφανίζεται στις διηγήσεις, αυτός που -ξεκινώντας από το τίποτα- μπόρεσε να έχει όλο τον κόσμο στα πόδια του. Αυτός που σίγουρα άφησε το «στίγμα» του στο σύγχρονο ποδόσφαιρο, δεδομένης της μορφής που έχει πάρει το λαοφιλέστερο άθλημα στον ππλανήτη.
Πηγή