Υπήρξαν καιροί που λέτε που οι τηλεφωνικές συσκευές είχαν καντράν και σπιράλ καλώδια, τα μαγνητόφωνα μασούσαν τις κασέτες, η νεολαία σύχναζε σε ουφάδικα κι αν δεν πρόσεχες, έκαιγες το φιλμ και έχανες όλες τις στάσεις από τη μονοήμερη στην Κινέτα.
Την ώρα λοιπόν που οι αναζητήσεις γίνονταν στον ογκωδέστατο Χρυσό Οδηγό και τα πουκάμισα είχαν αναγκαστικά βάτες, οι τεχνικές επισκευές ακολουθούσαν κι αυτές απαρέγκλιτα το χαλαρό μοτίβο μιας εποχής που έψαχνε τα πατήματά της.
Τα «χιόνια» της τηλεόρασης έφτιαχναν στρίβοντας την κεραία «λίγο δεξιά ή λίγο αριστερά» (ακολουθώντας συνήθως τις πολιτικές προτιμήσεις του κατόχου) και η τηλεφωνική γραμμή καθάριζε παίρνοντας το «0».
Ήταν όμως το «μηδέν» για το τηλέφωνο ό,τι ήταν το στιλό Bic για τη μασημένη κασέτα; Κι αν ναι, γιατί η αποτελεσματικότητά του ήταν πάντα προϊόν διαπραγμάτευσης; Όταν δούλευε, ήταν «μαγκιά του ΟΤΕ» για κάποιους και αυθυποβολή για κάποιους άλλους. Όταν δεν δούλευε, ήταν «βλακείες του ΟΤΕ» και αστικός μύθος, για τους ίδιους πάντοτε.
Ας δούμε λοιπόν τι πραγματικά γινόταν στα χρόνια που το «0» ήταν για την τηλεφωνική κλήση ό,τι είναι σήμερα η περιφορά μας από δωμάτιο σε δωμάτιο με το κινητό στο χέρι, μπας και πιάσει σήμα το καταραμένο!
Παραμένοντας στην ίδια εποχή, μια περίοδο ουκ ολίγων τεχνικών δυσκολιών για τις τηλεπικοινωνίες, δεν ήταν καθόλου σίγουρο πως οι δυο συνομιλητές θα ήταν στην ίδια γραμμή! Κι αν ήταν, η τηλεφωνική κλήση θύμιζε κάποιες φορές ραδιόφωνο με χαλασμένη κεραία, μιας και τα παράσιτα κάλυπταν τις πνιχτές ανθρώπινες λαλιές.
«Πάρε το μηδέν», βροντοφώναζε ο ένας στον άλλο, μπας και καθαρίσει η γραμμή και τελεσφορήσει η συνομιλία. Και καθάριζε. Συνήθως. Ενίοτε. Κάποιες φορές, τέλος πάντων!
Ήταν τα χρόνια που τα χαρακτηριστικά γκρι τηλέφωνα με το καλώδιο σπιράλ και το καντράν που αν δεν πρόσεχες σου μάγκωνε το δάχτυλο υπήρχαν σε κάθε σπίτι, ευγενική προσφορά του Οργανισμού Τηλεπικοινωνιών Ελλάδος. Τα τηλέφωνα που κουδούνιζαν μανιασμένα και αυτό το χαρακτηριστικό «ντριν» έρχονταν συνήθως μετά κόπων και βασάνων, καθώς η σύνδεση της τηλεφωνικής γραμμής απαιτούσε ιώβεια υπομονή αλλά και μια καλή δόση «μέσου», για να μην περιμένεις κάνα τρίμηνο δηλαδή για να μιλήσεις με τη μάνα σου στο χωριό.
Και τότε, μια χαρμόσυνη μέρα, κατέφτανε ο τεχνικός του ΟΤΕ στο σπίτι και γινόταν πανηγύρι στη γειτονιά για το ανεπανάληπτο του γεγονότος! Η ευτυχία περνούσε βέβαια γρήγορα, καθώς το μαραφέτι είχε όσο να πεις τις παραξενιές του: παράσιτα, μπερδεμένες γραμμές, ενοχλητικές συνακροάσεις και νεύρα τσατάλια.
«Πάρε το μηδέν», άκουγες με οργή από την άλλη άκρη της γραμμής. Και το έπαιρνες, μην ξέροντας καν αν δούλευε το πράγμα ή αν ήταν άλλος ένας τεχνολογικός μύθος από αυτούς που κυκλοφορούσαν αδέσποτοι σε εποχές που δεν υπήρχε το ίντερνετ να μας λύνει τις απορίες. Τι ίντερνετ, εδώ μιλάμε για καιρούς που το τηλεφώνημα δεν ήταν καν ιδιωτικό. Και δεν αναφερόμαστε καν στον μεγάλο σπιούνο, το ντούμπλεξ (τη δεύτερη τηλεφωνική συσκευή στην ίδια γραμμή), αλλά για το γεγονός ότι όλο και κάποιος άλλος θα τρύπωνε στην κλήση, άθελά του ο φουκαράς, καθώς μόνο ωτακουστής δεν ήταν ο καψερός, αν και το μπέρδεμα έφερνε άλλοτε γέλια και άλλοτε νεύρα, σίγουρα διαπληκτισμούς αλλά και νέες γνωριμίες αναγκαστικά. Τόσοι και τόσοι έρωτες ξεκίνησαν από τις μπλεγμένες γραμμές του ΟΤΕ! Τόσα και τόσα «λαβράκια» βγήκαν από τις αθέλητες αυτές συνακροάσεις…
Το «πάρε το μηδέν» έγινε έτσι μια από τις δημοφιλέστερες φράσεις της δεκαετίας του 1980. Δεν ήταν βέβαια μόνο για να βγει ο άλλος από το βάθος της γραμμής ή να καθαρίσει η κλήση. Συνηθέστατα ήταν και τρόπος για να αποφύγεις ένα άβολο τηλεφώνημα, σε εποχές που δεν είχαμε καν αναγνώριση κλήσης(!), «δεν σας ακούω καθόλου, παρακαλώ πάρτε το μηδέν». Κι έτσι γλίτωνες εύκολα και γρήγορα με μια προκατασκευασμένη δικαιολογία που όλοι έπαιρναν για αλήθεια.
Οι περισσότεροι πίστευαν εξάλλου πως κάτι γινόταν αν καλούσες το μηδέν, σχηματίζοντας με το δάχτυλό σου τη μεγαλύτερη διαδρομή του καντράν, που όσοι το θυμούνται ξέρουν πόσο άβολο ήταν όλο αυτό και πόσα μπορούσαν φυσικά να πάνε στραβά. Κολλούσε βλέπετε το αναθεματισμένο και τα ατυχήματα δεν ήταν καθόλου απρόοπτα.
Η πλάκα είναι πως είχαν πολύ καλό να πιστεύουν πως κάτι άλλαζε μαγικά αν έπαιρνες το μηδέν, όσο κι αν το πράγμα κινούνταν πάντα μεταξύ πραγματικότητας και μύθου. Όπως και όλα τα ’80s άλλωστε…
Τις δεκαετίες του 1960 και του 1970 τα τηλεφωνικά κέντρα του ΟΤΕ ήταν αναλογικά. Όταν σήκωνες λοιπόν το ακουστικό στο σπίτι σου, η κίνηση αυτή ενεργοποιούσε το κέντρο του ΟΤΕ και κάθε γύρισμα του καντράν αντιπροσωπευόταν από μια αντίστοιχη διαδρομή στο τηλεφωνικό κέντρο, κάνοντας κι έναν μονότονο μηχανικό θόρυβο.
Το «0» ήταν λοιπόν η μεγαλύτερη διαδρομή του καντράν και, αναγκαστικά, η μεγαλύτερη διαδρομή του τηλεφωνικού κέντρου του ΟΤΕ. Και ήταν αυτό το τεχνικό χαρακτηριστικό που καθάριζε τη γραμμή από θορύβους, παράσιτα και αδιάκριτες συνακροάσεις, καθώς το γύρισμα όλου του καντράν (και του αντίστοιχου επιλογέα στο κέντρο) έδινε μεγαλύτερη ισχύ στην κλήση απαλλάσσοντας τη γραμμή από τις περιπέτειές της. Κι αν δεν δούλευε με την πρώτη, τεχνικά ήταν σωστό να πάρεις το μηδέν και δεύτερη ή και τρίτη φορά, μέχρι να πετύχεις το επιθυμητό αποτέλεσμα. Εγγυημένο δεν ήταν στα σίγουρα, δούλευε όμως και μάλιστα ικανοποιητικά.
Ζώντας εξάλλου στο μεγάλο χωριό που έλεγαν Ελλάδα, όλοι είχαν έναν μπάρμπα στον ΟΤΕ που θα άνοιγε το στόμα του αποκαλύπτοντας το μεγάλο μυστικό. Από τις αρχές των ’80s όμως, ο ΟΤΕ άρχισε να αλλάζει τα παλιά και αναλογικά τηλεφωνικά κέντρα με ψηφιακά, μια διαδικασία που θα έπαιρνε ωστόσο τον χρόνο της και θα κρατούσε μπόλικα χρονάκια, τουλάχιστον ως τα μέσα των ’90s. Τα παλιά τηλεφωνικά κέντρα, αυτά που γαλούχησαν γενιές και γενιές Ελλήνων, δούλευαν με επιλογείς, καλωδιάκια, συρματάκια, πλατίνες και γρανάζια και πολλά ήταν αυτά που πήγαιναν στραβά στους πολύπλοκους και αρκούντως φθαρτούς μηχανισμούς εκεί που κανονικά δεν θα έπρεπε.
Κι έτσι σήκωνες το τηλέφωνο να πάρεις ιδρωμένος από άγχος τους γονείς σου, για να δικαιολογήσεις την τεράστια βραδινή σου αργοπορία, και στη γραμμή συνομιλούσαν άλλοι! Ή καλούσες τον φίλο σου και έβγαινε μια γυναικεία φωνή προχωρημένης ηλικίας. Ήταν όλες αστοχίες υλικού του τηλεφωνικού κέντρου, μόνο που αυτές δεν λύνονταν αν έπαιρνες το μηδέν.
Το «πάρε το μηδέν» έγινε έτσι το σήμα-κατατεθέν μιας περίεργης για τις τηλεπικοινωνίες εποχής, όταν σήμαινε κάτι απτό και αφορούσε στην πεζή καθημερινότητα. Σήμερα έχει μείνει απλώς ως έκφραση ότι οι δυο φυσικοί συνομιλητές μαζί μιλάνε, χώρια καταλαβαίνουν («σύνδεση με Κάιρο» το λέγαμε επίσης κάποτε), ως απομεινάρι δηλαδή του ένδοξου τεχνολογικού μας παρελθόντος.
Μετά ήρθε το τηλέφωνο με τα κουμπάκια και οι διπλές τηλεφωνικές γραμμές στο σπίτι του Νεοέλληνα, όταν τίποτα το περίεργο δεν συνέβαινε πια. Πόσο μάλλον που κάποια στιγμή αποβιβάστηκε και το κινητό και όλα αυτά μπήκαν πια στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας. Το πόσο κόπιαζε όμως το δάχτυλο για να καλέσει κάποιον το θυμόμαστε ακόμα όσοι το ζήσαμε, καθώς το σώμα έχει μνήμη.
Οι Φατμέ τα πρόλαβαν φυσικά όλα αυτά, χαρίζοντάς μας με τη φωνή της Χαρούλας Αλεξίου κάτι σχετικό από τα παλιά (1986).
Άλλες εποχές…
Πηγή