Ένα νέο βρετανικό σύστημα τεχνητής νοημοσύνης μπορεί να προβλέψει με ακρίβεια 92% ποιοι άνθρωποι με προβλήματα μνήμης θα παρουσιάσουν άνοια τα επόμενα δύο χρόνια.
Πρόκειται για άλλη μία ένδειξη ότι η τεχνητή νοημοσύνη έχει τεράστιες δυνατότητες να καταστήσει εφικτή τη διάγνωση διαφόρων παθήσεων σε πιο πρώιμο στάδιο. Στόχος είναι όχι μόνο να γίνεται πιο έγκαιρα η διάγνωση της επερχόμενης άνοιας, αλλά και να μειωθεί ο αριθμός των ανθρώπων που εσφαλμένα διαγιγνώσκονται με άνοια.
Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου του Έξετερ, με επικεφαλής τον καθηγητή Ντέιβιντ Λιούελιν, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο αμερικανικό ιατρικό περιοδικό «JAMA Network Open», χρησιμοποίησαν στοιχεία από 15.307 άτομα με μέση ηλικία 72 ετών και με προβλήματα μνήμης (από τους οποίους οι 1.568 διαγνώστηκαν με Αλτσχάιμερ ή με άλλη μορφή άνοιας μέσα στην επόμενη διετία) για να «εκπαιδεύσουν» το νέο αλγόριθμο μηχανικής μάθησης, προκειμένου να αναγνωρίζει τα πρόδρομα συμπτώματα της άνοιας. Το «έξυπνο» σύστημα έμαθε να διακρίνει κρυμμένες ενδείξεις στα δεδομένα, που το ανθρώπινο μάτι, ακόμη κι ενός νευρολόγου ή άλλου ειδικού, αδυνατεί να αναγνωρίσει.
Επιπλέον, 130 διαγνώσεις (8% του συνόλου) αποδείχτηκαν εσφαλμένες, καθώς στη συνέχεια αναιρέθηκαν. Από αυτά τα ψευδώς θετικά περιστατικά άνοιας, ο αλγόριθμος κατάφερε να διαγνώσει σωστά ότι το 84% πράγματι δεν είχαν να κάνουν με άνοια. Συνεπώς το σύστημα μπορεί να διακρίνει όχι μόνο ποιος μπορεί να εμφανίσει νευροεκφύλιση εγκεφάλου στο μέλλον, αλλά και να βελτιώσει την ακρίβεια της διάγνωσης, έτσι ώστε να μην διαγιγνώσκεται ως ασθενής κάποιος που δεν είναι.
«Είμαστε πλέον σε θέση να διδάσκουμε τους υπολογιστές να προβλέπουν με ακρίβεια ποιος πρόκειται να εμφανίσει άνοια μέσα στα επόμενα δύο χρόνια. Επίσης με χαρά μας βλέπουμε ότι η μέθοδος μηχανικής μάθησης που αναπτύξαμε, είναι ικανή να εντοπίζει τους ασθενείς που μπορεί να έχουν λάβει εσφαλμένη διάγνωση της νόσου», δήλωσε ο Λιούελιν.
Το νέο σύστημα πρόκειται να μελετηθεί περαιτέρω, ώστε να αξιολογηθεί η πρακτική χρησιμότητα του και να επιβεβαιωθεί ότι μπορεί να βελτιώσει κλινικά τη διάγνωση και θεραπεία της άνοιας.
Πηγή